Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας της με τίτλο «Μια προσευχή για τα Παλιά Ασήμια» η Μαίρη Κόντζογλου μας παρουσιάζει ένα βιβλίο εξίσου δυνατό και σαγηνευτικό όσο το πρώτο. Από τις σελίδες του αναβλύζουν μια σειρά συναισθημάτων που κατακλύζουν τον αναγνώστη, καθώς η συγγραφέας προχωρά στην αφήγηση της ιστορίας της οικογένειας Χατζηαβράμογλου, χωρίς να αφήνει κενά στον αναγνώστη και συνδυάζει με τρόπο γοητευτικό κομμάτια της Ιστορίας των αρχών του 20ού αιώνα που συντάραξαν τις αναφερόμενες περιοχές με τον αφηγηματικό ιστό της μυθοπλασίας της.
Η Κόντζογλου πιάνει το αφηγηματικό νήμα από τη στιγμή που η Σεβαστή με τον πατέρα της γυρίζουν απ’ τη Μερτζιφούν όπου έχουν συνοδεύσει τον Μποδοσάκη για να σπουδάσει. Έχει γνωρίσει τον Έλμερ Αλεξάντερ Κάρτερ και έχει αρχίσει να αναπτύσσεται δυνατός έρωτας ανάμεσά τους. Ο έρωτας αυτός δυναμώνει όλο και περισσότερο στο δεύτερο βιβλίο και στεριώνει έχοντας περάσει από σαράντα κύματα έπειτα από τα όσα περνούν οι δύο πρωταγωνιστές. Συνεχίζουν να υπάρχουν οι εναλλαγές παρόντος παρελθόντος, οι οποίες ενδυναμώνουν το ρυθμό της αφήγησης και έτσι κεντρίζεται περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Σε δεύτερο χρόνο, στο σήμερα, ο Άλεξ συνεχίζοντας το επίμονο φλερτ του προς την Έλσα, και έχοντας και οι δυο τους νιώσει τον μυστηριακό δεσμό που τους ενώνει από το παρελθόν των προγόνων τους, της προτείνει να εγκαταλείψει το γκρουπ και να συνεχίσουν μαζί αυτό το ταξίδι. Να αναζητήσουν από κοινού τον μυστηριακό ιστό που τους ενώνει μέσα από ένα μαγευτικό οδοιπορικό στην Καισάρεια, τη Σινασό, τη Σμύρνη και τον Πόντο.
Οι μεστές, γλαφυρές και άκρως παραστατικές περιγραφές των τόπων, των τοπίων είναι άκρως κινηματογραφικές και ζωντανές και μεταφέρουν τον αναγνώστη στον τόπο δράσης – είναι σαν να βρίσκεται εκεί και να παρακολουθεί.
Ταυτόχρονα, μας γνωστοποιείται η ιστορία του Ομέρ, του Τούρκου από το Τσοτύλι στην Ελλάδα, η οποία έχει προοικονομηθεί ήδη από το πρώτο βιβλίο, ο οποίος αναγκάζεται να ξεριζωθεί από τον τόπο του έπειτα από την ανταλλαγή των πληθυσμών συνέπεια των όρων της συνθήκης της Λωζάννης. Ο αναγνώστης σπαράζει και συμπάσχει με τα όσα δύσκολα τράβηξε είτε διασχίζοντας αποστάσεις με τα πόδια μέσα σε δριμύ ψύχος, είτε στην πορεία με το τρένο ως τη Θεσσαλονίκη, πόσω δε μάλλον με το καράβι ως τις ακτές της Μικρασίας. Οι περιγραφές και πάλι ολοζώντανες και συγκλονιστικές.
Άλλη μια ιστορία που εγκυβωτίζεται μέσα στον ιστό της μυθοπλασίας είναι ο ρόλος του παραγιού Ιορδάνη στην υπόθεση. Ήδη έχουν προοικονομηθεί κάποια πράγματα, όμως εδώ μας καθίσταται σαφές ότι είναι νόθος γιος του Πρόδρομου Χατζηαβράμογλου και αδερφός του Αβραάμ και έχει βάλει στόχο να σφετεριστεί την περιουσία των Χατζηαβράμογλου. Παράλληλα μια κατάρα που συνδέεται με αυτόν και τη μάνα του θέλει όλα τα αρσενικά της οικογένειας να πεθαίνουν. Πρώτα χάνεται ο Μποδοσάκης και μετά ο Αβράμης (από τα χέρια του Ιορδάνη) και η Μακρίνα βυθίζεται όλο και περισσότερο στη θλίψη ενώ μια ασθένεια της συνθλίβει το μυαλό.
Μόνες οι δύο αδερφές προσπαθούν να ορθοποδήσουν σε χρόνια τραγικά δύσκολα. Φάρος στη ζωή της Σεβαστής η αγάπη της για τον Έλμερ και τα όνειρά τους για μια κοινή ξέγνοιαστη ζωή. Λίγο πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών όμως οι δύο αδερφές χωρίζονται, έπειτα από ένα βαρύ χτύπημα της μοίρας. Τέλος, η ιστορία τελειώνει στο σήμερα, όπου η Έλσα βρίσκεται στο σπίτι των προγόνων της και ζωντανεύει το παρελθόν.
Η γλώσσα της Κόντζογλου είναι απλή και κατανοητή ενώ και εδώ δεν λείπουν οι πινελιές χιούμορ και αυτοσαρκασμού. Επίσης είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη η έρευνα που έχει κάνει η συγγραφέας γύρω από τα ιστορικά στοιχεία που παρεισφρέουν στην αφήγηση και η αντικειμενικότητά της χωρίς να παίρνει η ίδια θέση και να δογματίζει.
Αναμένοντας με λαχτάρα το τέλος της ιστορίας, ο αναγνώστης διαβάζει αργά και απολαμβάνει ένα μαγευτικό ταξίδι στις Χαμένες Πατρίδες.

mia proseuxh gia ta palia ashmia