Συγγραφέας του μυθιστορήματος «Άγριες θάλασσες» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός

«ΣΠΑΡΑΧΤΙΚΑ ΣΤΕΓΝΑ ΛΕΝΕ πως μένουν τα μάτια των ανθρώπων στον μεγαλύτερο πόνο…» Όταν ένα μυθιστόρημα σε κερδίζει από τις πρώτες του κιόλας λέξεις, αντιλαμβάνεσαι ότι κρατάς ένα μικρό θησαυρό στα χέρια σου…
Όσο συνεχίζεις την ανάγνωση, τόσο εισπράττεις όλη τη δύναμη που κρύβεται μέσα στις σελίδες του, όλη τη μαγεία που σε τυλίγει από τις περιγραφές και τις εκφράσεις που δεν συναντάς εύκολα σε μυθιστορήματα…

Είναι γνωστή η αγάπη και η φιλία που μας δένει με την Τέσυ Μπάιλα και δεν θα κουραστώ ποτέ να επαναλαμβάνω, ότι εκτός από σπάνιος άνθρωπος, είναι και μια πολύ σπουδαία συγγραφέας.
Με το πέμπτο της μυθιστόρημα, το τρίτο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι η γραφή της είναι ένα καλοδουλεμένο υφαντό γεμάτο εικόνες, μαγικές λέξεις, συναισθήματα βγαλμένα μέσα από την εμπειρία της γνώσης, της εκλεπτυσμένης προσωπικότητας και της πορείας που χάραξε στο δρόμο της λογοτεχνίας!

Πόσο δύσκολο αποδείχτηκε το εγχείρημα να μεταφέρεις σε μυθιστορηματικό ύφος τη ζωή ενός ανθρώπου που άφησε πίσω του το σπουδαίο έργο του, αλλά ο ίδιος δεν ήθελε να μιλάει για όσα πρόσφερε;

Ήταν δύσκολο επειδή έπρεπε να λειτουργήσω μέσα σε ένα αυστηρό ιστορικό πλαίσιο κι εκεί να τον ανακαλύψω εκ νέου και να τον φανταστώ σε όλες του τις ιδιότητες, ως αγωνιστή, σύντροφο, σύζυγο, αδελφό, άνθρωπο, πατέρα. Το γεγονός ότι ο ίδιος δε μιλούσε ποτέ για τη δράση του κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έκανε τη διαδικασία αυτή ακόμη πιο γοητευτική. Προσπάθησα να καταλάβω ποια δύναμη ψυχής κάνει έναν άνθρωπο να διαθέσει την ίδια του τη ζωή σε έναν τόσο άνισο και δραματικό αγώνα και ύστερα να ντυθεί τη σιωπή και να μη μιλήσει ποτέ ξανά γι’ αυτό.

– Τα παιδιά του σου εμπιστεύτηκαν την ιστορία του και το προσωπικό του ημερολόγιο και η αίσθηση της ευθύνης απέναντι στο άγνωστο παρελθόν του πατέρα τους, για την σωστή απόδοση της πορείας του, βάρυνε πια εσένα. Πώς ένιωσες; Φοβήθηκες ότι δεν θα κατάφερνες να αποδόσεις σωστά όσα σου αποκάλυψαν;

Από τη στιγμή που αποφάσισα να ασχοληθώ με τη συγγραφή αυτού του βιβλίου ήξερα ότι θα μπορούσα να τα καταφέρω. Στην πορεία της συγγραφικής διαδικασίας αντιμετώπισα κάμποσα προβλήματα αλλά η οικογένεια του Μιλτιάδη Χούμα ήταν συνεχώς δίπλα μου και με βοήθησε αρκετά προσδιορίζοντάς μου αρκετά σημεία. Είχα την αμέριστη συμπαράσταση των παιδιών του και κυρίως του μικρότερου γιου του, του Γιάννη Χούμα, ο οποίος έχει κυριολεκτικά αφιερωθεί στην προώθηση της ναυτικής αυτής Ιστορίας.

– Είναι στιγμές στη διάρκεια της συγγραφής που καλούμαστε να βουτήξουμε κυριολεκτικά στην ψυχή του ήρωα που περιγράφουμε. Όταν αυτός ο ήρωας ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο υπάρχουν περιορισμοί που δυσκολεύουν το συγγραφέα να αποδώσει όπως εκείνος θα ήθελε το χαρακτήρα του;

Σίγουρα. Ωστόσο προσπάθησα να εισχωρήσω στη ψυχοσύνθεση αυτού του ανθρώπου και να τον δω στην αληθινή του διάσταση, έτσι ώστε να μπορέσω να μεταφέρω στο βιβλίο την ουσιαστική του αλήθεια. Φτάνει κάποια στιγμή που, ανεξάρτητα από ό,τι στοιχεία έχεις μαζέψει για τον υπαρκτό ήρωα, και όλα όσα σου έχουν πει γι’ αυτόν οι άνθρωποι που βίωσαν μαζί του την καθημερινότητα, εσύ πρέπει να επιλέξεις ό,τι θα καθορίσει την πορεία του μέσα στην αφήγηση. Και τότε είσαι εντελώς μόνος μαζί του. Αντιμέτωπος με την προσωπικότητά του ή καλύτερα με την ψυχή του. Νιώθεις τους φόβους και τους κινδύνους του, αφουγκράζεσαι τις ανάσες του και βιώνεις τα πάθη του, γίνεσαι ένα μαζί του, αναγκαστικά όμως εστιάζεις σε ό,τι αγγίζει τη δική σου ευαισθησία, σε ό,τι προκαλεί το δικό σου συναίσθημα, αποδομώντας τον ίσως και δημιουργώντας από την αρχή τον δικό σου ήρωα.

– Μέσα από τις περιγραφές των απίστευτων κατορθωμάτων του Μιλτιάδη Χούμα, διαπιστώνουμε ότι αν δεν υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι με ψυχικό σθένος, με τόλμη και αποφασιστικότητα, δεν θα καταφέρναμε ποτέ να αποτινάξουμε από πάνω μας τους δυνάστες που λιμπίζονταν τη χώρα μας. Όμως η πατρίδα τι έκανε γι’ αυτούς τους ανθρώπους;

Ο Μιλτιάδης Χούμας δεν ήταν κάποιος άνθρωπος με υπερδυνάμεις. Ένας απλός νησιώτης ήταν που, όταν η ζωή τον έφερε μπροστά σε τραγικά αδιέξοδα, εκείνος έκανε συγκεκριμένες επιλογές. Και είμαι σίγουρη ότι θα έκανε ξανά τις ίδιες αν οι συγκυρίες της ζωής το απαιτούσαν. Η δράση του δεν είχε στόχο κανένα αντίκρισμα και γι’ αυτό το λόγο δεν επεδίωξε κανενός είδους αναγνώριση και αναμετρήθηκε με τη σιωπή όταν όλα τελείωσαν, όταν έμεινε μόνος του στον άγριο αγώνα της επιβίωσης σε μια πατρίδα που ποτέ δεν του χαρίστηκε, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές.

– Η προσφυγιά, ο θρήνος της μάνας που αποχωρίζεται το παιδί της, οι συγκλονιστικές σκηνές που περιγράφεις είναι ακριβώς ίδιες με τις τωρινές, όσων βρίσκονται στη δεινή κατάσταση να ψάχνουν για μια νέα πατρίδα. Τελικά, όχι μόνο η ιστορία επαναλαμβάνεται αλλά δεν έχει και τελειωμό ο ξεριζωμός και η απανθρωπιά… πιστεύεις ότι υπάρχει ελπίδα να σταματήσει ποτέ αυτό;

Η αλήθεια είναι πως γράφοντας αυτό το βιβλίο διαπίστωσα για μια ακόμη φορά πόσο τραγικά όμοιες είναι οι εποχές. Πόσο διαχρονική μπορεί να γίνει η λογοτεχνία. Ο κόσμος, δυστυχώς, δεν άλλαξε, οι θάλασσες παρέμειναν άγριες, μέσα στα ίδια, αιολικά νερά της Μεσογείου πνίγονται καθημερινά οι ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς, οι πρόσφυγες του δικού μου βιβλίου σήμερα φιλοξενούν στα σπίτια τους τους πρόσφυγες της σύγχρονης δυστυχίας και η ζωή ζητά από εμάς να φτιάξουμε τον κόσμο ξανά από την αρχή. Δύσκολο να σταματήσουν αυτά τα φαινόμενα μέσα στο χρόνο. Αυτό που μένει σε εμάς να ελπίζουμε είναι πως ο σημερινός άνθρωπος θα βρει τη δύναμη να αλλάξει τα πράγματα. Θα αρνηθεί κάθε μορφή θεσμοθετημένης βίας. Θα εξεγερθεί. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη μορφή εξέγερσης από την ίδια την αγάπη για τον συνάνθρωπο.

– Η ήρεμη και ήσυχη παρουσία του Μιλτιάδη Χούμα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το αγρίμι που έβραζε μέσα του και δεν λογάριαζε κανενός είδους κίνδυνο… η μετριοφροσύνη του επίσης και η άρνησή του να δίνει λεπτομερείς περιγραφές για όσα έζησε εμπόδισαν τους οικείους του να μπορέσουν να τιμήσουν τα ανδραγαθήματά του όσο ήταν εν ζωή. Νιώθει η οικογένειά του τώρα ότι δικαιώθηκε κατά κάποιον τρόπο με την ιστορία του που περιγράφεις στις «Άγριες θάλασσες»;

Ελπίζω πως ναι. Αυτή είναι μια ερώτηση που θα μπορούσατε να κάνετε στην οικογένειά του. Η στήριξή τους όμως, η εμπιστοσύνη και η αγάπη τους με κάνουν να πιστεύω πως, ναι, είναι ευχαριστημένοι από ετούτο το βιβλίο.

– Αν γνώριζες τον άνθρωπο αυτό, πιστεύεις ότι θα έγραφες διαφορετικά για την ζωή του;

Ειλικρινά δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσε ο Μιλτιάδης Χούμας αν γνώριζε όλη αυτή τη δική μου περιπέτεια μέσα στη δική του ζωή. Κάποια φορά ρώτησα τον μικρότερο γιο του, τον Γιάννη, ποια πιστεύει πως θα ήταν η αντίδρασή του αν γνώριζε για το μυθιστόρημα αυτό. «Ενδεχομένως και να μην ήθελε», μου απάντησε. Το βέβαιο ήταν ότι αν τον είχα μπροστά μου κατά τη διάρκεια της συγγραφικής διαδικασίας θα προσπαθούσα να ανιχνεύσω μέσα στις σιωπές του, πόσες ακόμα είναι εκείνες οι αποστολές, μικρές ή μεγάλες δεν έχει σημασία που τον σημάδεψαν. Τι έμεινε μέσα στην ταραγμένη του ψυχή από όλη αυτή τη δράση.
Το κυριότερο όμως που θα ήθελα να καταλάβω είναι τι θα σκεφτόταν ένας άνθρωπος που χάρισε τη ζωή του σε έναν τόσο άνισο αγώνα, κυριολεκτικά για μια ιδέα, αν έβλεπε τη σημερινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα. Πώς θα αντιδρούσε απέναντι στη χαμένη αξιοπρέπεια και στο διασυρμό της. Απέναντι στη διάψευση των ελπίδων. Στη νοσταλγία των χαμένων ονείρων. Αυτό θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον για εμένα.

– Τι είναι αυτό που σου έμεινε κυρίως από την καταγραφή αυτής της ιστορίας;

Μια τεράστια περιπέτεια μέσα στις άγριες θάλασσες της Ιστορίας. Αυτό μου έμεινε. Και έμαθα πως ο άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει το χρέος του σύμφωνα πάντα με την ηθική του. Και η θάλασσα είναι ένα μεγάλο σχολείο. Μπορεί να συλλαβίσει μέσα στα όνειρα των ανθρώπων τη δική της ηθική. Την ηθική της δικαιοσύνης και του φωτός, της καθαρότητας των συναισθημάτων.

– Η θάλασσα είναι η μεγάλη σου αγάπη και υπάρχει σε κάθε μυθιστόρημά σου, μαγεύει τον αναγνώστη η αναφορά σε κάθε της αντίκρισμα μέσα από τις λέξεις… τι θα ήταν ικανό να σε κάνει να την απαρνηθείς σε ένα επόμενο μυθιστόρημα και να μην την αναφέρεις στην ιστορία σου;

Δύσκολο να την απαρνηθώ! Κουβαλάω πολύ θάλασσα μέσα μου. Έχω μεγαλώσει κυριολεκτικά μαζί της. Και πιστεύω πως για κάθε Έλληνα η θάλασσα συμβολίζει το ήθος ενός ολόκληρου πολιτισμού. Την αγνότητα του ψυχισμού του. Πολύ συχνά την κοιτάζω και σκέφτομαι πως κανένα ανθρώπινο δημιούργημα δε μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Η ομορφιά ενός τοπίου που πάλλεται διαρκώς μέσα στη διαύγεια του φωτός με συγκινεί ιδιαίτερα. Και ακόμη περισσότερο ο ανειρήνευτος αγώνας του ανθρώπου να επιβιώσει κοντά σε έναν τέτοιο τόπο. Η θάλασσα μοιάζει να έχει τη δική της γλώσσα, οι άνθρωποί της αναπτύσσουν τη δική τους ηθική και εκείνη καθορίζει τον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα. Και είναι ανεξάντλητη και αλάνθαστη.
Ας μου επιτραπεί να κλείσω αυτή την όμορφη συνέντευξη με μια φράση του Οδυσσέα Ελύτη που νομίζω με χαρακτηρίζει πλήρως:
«Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό. Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας».

Σου εύχομαι καλοτάξιδες να είναι οι «Άγριες θάλασσες» και κάθε προσωπική ευτυχία και επαγγελματική καταξίωση!

Κι εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ!

agries thalases