Ξαφνιάζεται που οι φωνές ζούνε περισσότερο από τους ίδιους τους ανθρώπους, που αντηχούνε μέσα στο κεφάλι της τόσο καιρό μετά, αναλλοίωτες, σαν τωρινές, σαν ζωντανές. Αναρωτιέται αν θα σβήσουν κάποτε, αν θα τις ξεχάσει, και πώς θα είναι να ζει χωρίς αυτές τις φωνές.

Άσε την εποχή, κοίτα εσύ να κάνεις αυτό που θέλεις! Η εποχή δε θα είναι ποτέ σωστή, δεν υπάρχει ποτέ σωστή, δεν υπάρχει σωστή εποχή!

Ο έρωτας είναι κάτι που απλά συμβαίνει. Συμβαίνει να βρίσκεσαι με έναν γνωστό ή άγνωστο άντρα, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και να μην έχει τίποτε άλλο σημασία εκτός από αυτό, αυτό ακριβώς που χρόνια αργότερα ή κι εκείνη την ώρα ακόμα, ξέρεις ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία…

Αυτό που νομίζεις ότι δε σου λείπει με τίποτα, δεν είναι απαραίτητα αυτό που νομίζεις, ούτε καν αυτό που δε σου λείπει.

  • Άλλοτε οι συμπτώσεις και άλλοτε η συμπόνια των ανθρώπων είναι αυτές που σώζουν τα «αόρατα κορίτσια» της ιστορίας σας. Δύο έννοιες που συναντάμε πολύ συχνά και στην καθημερινότητά μας, σε πράγματα που μπορεί να μας οδηγήσουν εκεί ακριβώς που η μοίρα μας είχε ορίσει. Πιστεύετε στη μοίρα ή στο τυχαίο; Ότι την κατάλληλη στιγμή θα συμβεί κάτι που θα καθορίσει το μέλλον, την πορεία μας;

“Την κυνηγάμε τη μοίρα μας και σε μεγάλο βαθμό, την φτιάχνουμε. Πιστεύω ότι αν θέλεις πολύ κάτι, πρέπει να το κυνηγήσεις με τρέλα – και οι πιθανότητες να το πετύχεις αυξάνονται όσο αρνείσαι να το βάλεις κάτω… δεν λέω ότι δεν υπάρχει τυχαίο, απλώς δεν μου αρέσει να το αφήνω και εντελώς στην τύχη του γιατί παίρνει αέρα μετά και με βάζει στην άκρη.»

  • Μέσα από τη ζωή τριών γυναικών περνάει μπροστά από τα μάτια μας η ιστορία ολόκληρου αιώνα και είτε πρόκειται για πρόσφυγες είτε για κυνηγημένους το αποτέλεσμα είναι ότι επαναλαμβάνεται η σκληρότητα του πολέμου και ο αγώνας για επιβίωση. Αισθάνεστε ότι κάτι τέτοιο το ξαναζούμε στις μέρες μας, ότι θα το ξαναζήσουμε στο άγνωστο μέλλον;

«Ελπίζω να μην το ξαναζήσουμε, να μην το περνάει κανείς αυτό– σόρι αν ακούγομαι σαν μοντέλα (‘είμαι υπέρ της ειρήνης’ κλπ)… επειδή ότι κι αν έγραφα στο βιβλίο θα ήταν απλοϊκό, έβαλα την Εκάβη να το λέει, δηλαδή τον Ευριπίδη: ο πόλεμος κάνει τον άνθρωπο απάνθρωπο, τον καταστρέφει, τον αποκτηνώνει. Οι αρχαίοι τραγωδοί πάντοτε είχανε τον τρόπο τους με τα μεγάλα συμπεράσματα…»

  •  Οι περιγραφές σας για τη γενέτειρα πόλη σας, την Καβάλα, τα ιστορικά στοιχεία που παραθέτετε όσων ανθρώπων επέζησαν από την προσφυγιά και ξαναέχτισαν τη ζωή τους από την αρχή, οι δυσκολίες που τους ένωσαν είναι κινηματογραφικά δοσμένες, όπως και όλα τα στοιχεία σχετικά με την εποχή του θεάτρου και της τέχνης γενικότερα και προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι άνθρωποι αναζητούσαν στην τέχνη διέξοδο, παρότι ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη. Τι μνήμες έχετε από αυτό το κλίμα της εποχής από τα παιδικά σας χρόνια;

«Τα παιδικά μου χρόνια ήταν στις δεκαετίες του ΄60-’70, και η Καβάλα τότε είχε θεατρική ομάδα, κινηματογραφική λέσχη, τα πάντα. Πήγαινα και στην Ξάνθη κι έβλεπα παραστάσεις, διάβαζα Μπρεχτ, ό,τι θεατρικό δεν μπορούσα να το δω στο θέατρο, το διάβαζα σε βιβλίο. Θυμάμαι να συζητάμε για ταινίες και για θεατρικά έργα με την παρέα μου μέχρι να σκάσουμε, ήταν πολύ κουλτουριάρικες εποχές, κι εμείς πολύ ενοχλητικά παιδιά, συνέχεια ψάχναμε, ένας θεός ξέρει τι. Μάλλον την ανάταση μέσα από την Τέχνη…»

  •  «Τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου σας αναφέρονται σε ένα ίσως όχι μακρινό μέλλον, σε μία πραγματικότητα που πιθανώς να τη ζήσουμε. Αφήσατε τη φαντασία σας να πλάσει το τι μπορεί να συμβεί με τα σημερινά δεδομένα ή πιστεύετε ότι δεν αργεί να φτάσει μια τέτοια πραγματικότητα;

«Φαντάστηκα ένα μοντέλο πόλης κοντά στις πρωτεύουσες της Αφρικής ή το Μαϊάμι, χωρίς κέντρο και κοινωνική ζωή αλλά με ένα είδος στρατοκρατίας. Ίσως να θέλω να τρομοκρατήσω τους Αθηναίους, μη τυχόν και αφήσουμε ποτέ την Αθήνα να γίνει έτσι, ή ίσως να έχω φρικτή φαντασία.»

  • Έχετε ασχοληθεί με μετάφραση, ραδιόφωνο, κινηματογράφο, τηλεόραση, γράφετε σε περιοδικά, γράφετε βιβλία, σενάρια, με όλες σχεδόν τις μορφές της τέχνης. Τι είναι εκείνο που κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό στην καρδιά σας, ποιο δεν θα μπορούσατε να αποχωριστείτε ποτέ;

«Το μυθιστόρημα, το διήγημα… το άρθρο σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσον… εεε, και το σενάριο, το θεατρικό – τα πάντα, εδώ που τα λέμε…»

  • Επιλέξατε να γίνετε μητέρα για δεύτερη φορά και μάλιστα αποκτήσατε και δίδυμα, σε μια ηλικία που οι περισσότερες γυναίκες ούτε να το σκεφτούν δεν μπορούν. Τι σας ώθησε σε αυτή την απόφαση; Πιστεύετε ότι μπορούν οι σημερινές γυναίκες-καριέρας να ακολουθήσουν το δικό σας παράδειγμα;

«Είναι λίγο άδικο να αντιμετωπίζουν οι γυναίκες ακόμα αυτό το δίλλημα, καριέρα ή παιδί – αλλά αν δεν έχεις γιαγιά να βοηθάει ή/και πολλά χρήματα, το δίλλημα σου κάθεται στο λαιμό, κανονικά: η καριέρα σου θα πάει πίσω όσο έχεις μικρό παιδί, αναγκαστικά. Οι άντρες δεν έχουνε τέτοια θέματα, κάνουνε και παιδιά και καριέρα με μεγάλη ευκολία. Δεν είμαι και τόσο καλό παράδειγμα, ήθελα πάντα να κάνω παιδιά (που δεν είναι απαραίτητα η επιθυμία κάθε γυναίκας) και ναι η καριέρα μου έφαγε γερές κατραπακιές λόγω παιδιών. Σίγουρα δεν έγραψα τα βιβλία και έργα που θα έγραφα αν είχα ελεύθερο χρόνο. Αλλά εννοείται, όταν έχεις παιδιά δεν το σκέφτεσαι πια έτσι, ψάχνεις τι μπορείς να κάνεις στο πλάι των παιδικών δραστηριοτήτων…»

  • Μέσα από το βιβλίο σας αλλά και τη στάση ζωής σας, δείχνετε ότι γίνονται θαύματα, με την έννοια ότι και η επιβίωση και η ίδια η ζωή που μας χαρίζεται είναι ένα μικρό θαύμα. Πιστεύετε λοιπόν στα θαύματα;

«Είναι αδύνατον να γράφεις βιβλία και να μην πιστεύεις στα θαύματα! Εδώ πιστεύω στον έρωτα, μιλάμε, στο τσακ είμαι να πιστεύω και στον Αγιο Βασίλη…»

  • Οι απώλειες που ο καθένας μας βιώνει, είτε αφορούν ζωντανούς είτε νεκρούς, αφήνουν πίσω τους φωνές, μνήμες, αναμνήσεις που ποτέ δεν σβήνουν, αντηχούνε όπως λέτε και στο βιβλίο σας, αναλλοίωτες μέσα στο κεφάλι μας. Μας βοηθάει κάτι τέτοιο να προχωρήσουμε, σαν φάρος φωτεινός στο άγνωστο μέλλον, δίνοντάς μας δύναμη, είναι θέμα προσωπικό του καθενός, πώς θα το χαρακτηρίζατε;

«Θα προτιμούσα χίλιες, ένα εκατομμύριο φορές να ζούσαν οι αγαπημένοι μου, και να μην άκουγα μόνον τις φωνές ή το γέλιο τους στο κεφάλι μου, να ήταν κοντά μου, να κάναμε ακόμα πράγματα μαζί… αλλά δεν γίνεται δυστυχώς. Οι φωνές τους δεν είναι καμιά παρηγοριά, απλώς έτσι είναι η ζωή: πορεύεσαι με τους ανθρώπους που αγαπάς, κι όταν τους χάνεις, ακούς μονάχα τις φωνές τους, και μετά από πολύ κλάμα μαθαίνεις κάποια στιγμή να το αντέχεις…»

Σας ευχαριστώ πολύ και σας εύχομαι κάθε επιτυχία!!!

Λίγα λόγια για το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος

aorata koritsia

Τα κορίτσια διασχίζουν τις θάλασσες του χρόνου.
Τα κορίτσια αγωνίζονται, βαδίζουν, ελπίζουν.
Επιζούν χάρη σε συμπτώσεις, χάρη στη συμπόνια αυτών που δεν τα βλέπουν.
Παλεύουν για να μην ξεχωρίσουν, να μη σκαλώσει πάνω τους κανένα βλέμμα.
Κουρνιάζουν μέσα στο πλήθος και γίνονται μητέρες και γιαγιάδες άλλων κοριτσιών.

Σμαρώ, Ελπίδα, Ζωή. Τρεις γενιές γυναικών αφηγούνται αριστοτεχνικά τις μικρές ιστορίες τους, από την Μικρά Ασία του ’22 μέχρι την Ελλάδα του μέλλοντος. Η πρώτη είναι ηθοποιός, η δεύτερη σεναριογράφος, η τρίτη κάμεραγουμαν. Το κοινό τους σημείο είναι ότι κρύβονται πίσω από ανδρικές ταυτότητες για να επιβιώσουν, είτε στον χώρο του θεάματος είτε στην απλή καθημερινότητα…

Τα κορίτσια είναι αόρατα μέσα στα αόρατα καραβάνια των ξεριζωμένων της Ιστορίας, είναι όμως ζωντανά στο νέο μυθιστόρημα της Μανίνας Ζουμπουλάκη, που διατρέχει στο ρυθμό τους το δρόμο που οδηγεί από το μακρινό παρελθόν στο αόρατο αύριο.

Το εξώφυλλο της έκδοσης, σε σχεδιασμό του Θάνου Κακολύρη, κοσμεί η φωτογραφία της Μαρίκας Γεωργοπούλου, το γένος Κωνσταντινίδη, γιαγιάς της συγγραφέως.

zoumpoulaki

Η Μανίνα Ζουμπουλάκη γεννήθηκε το 1960, μεγάλωσε στην Καβάλα και γράφει από τα 10 της χρόνια. Σπούδασε στην Αμερική Ιστορία της Τέχνης και Σωματική Αγωγή. Στα περιοδικά γράφει από την αρχή της δεκαετίας του ’80 μέχρι και σήμερα χωρίς διακοπή. Έχει μεταφράσει αρκετά βιβλία και έχει δουλέψει στο ραδιόφωνο ως παραγωγός. Έχει γράψει επίσης σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος κυκλοφορούν τα βιβλία της «Πώς να γράψεις», «Ευτυχία» και «Φερμουάρ».