Περπάτησα στο δάσος, από διαφορετική όμως κατεύθυνση.
Για πρώτη φορά έκανα μια διαδρομή από την ανάποδη, σαν να γυρίζεις ένα νόμισμα να το δεις και από την άλλη πλευρά.
Κάνεις μια διαδρομή δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες φορές στη ζωή σου.
Κι έτσι ξαφνικά σου τη βαράει μια μέρα να δεις τον κόσμο αλλιώς βρε αδελφέ!
Να τον δεις από την άλλη πλευρά…
Πήρα την ευθεία και ανέβηκα μετά την ανηφόρα, κατηφόρα αν πήγαινα κανονικά… Τι σημαίνει όμως κανονικά; Ποιος το καθορίζει αλήθεια αυτό; Ποιος βάζει τους κανόνες;
Κοίταξα γύρω μου τα κτίρια σαν να τα έβλεπα για πρώτη φορά, γιατί απλά είδα την ανάποδή τους όψη.
Προχώρησα, άρχισα να ιδρώνω, ο δρόμος αρκετά ανηφορικός, όμως δεν πτοήθηκα, συνέχισα.
Κόντευα άλλωστε να φτάσω στο επιθυμητό μέρος, το δάσος.
Φτάνοντας στο σημείο εξόδου της κάθε φοράς που πήγαινα, εισόδου για την πρώτη διαφορετική φορά, συνέχισα να περπατάω και να κοιτάζω γύρω μου.
Ο μικρός χωμάτινος δρόμος ήταν λασπωμένος, νεκρά φύλλα κολλημένα μεταξύ τους, αγκαλιασμένα, περίμεναν να γίνουν ένα κι αυτά με το υγρό χώμα.
Όσο προχωρούσα δέντρα πανύψηλα αγκάλιαζαν το ένα το άλλο. Τα ψηλά κλαδιά τους έκλειναν σχεδόν το φως που περνούσε από τον ουρανό. Η συννεφιά εμπόδιζε ακόμη περισσότερο τον ήλιο να φωτίσει το χώρο.
Τα δέντρα πλήθαιναν ακόμη περισσότερο, διακλαδώσεις που θύμιζαν το διαδίκτυο και τις άπειρες κρυφές του απειλές.
Η φαντασία μου άρχισε να οργιάζει. Έβλεπα -με τα μάτια της φαντασίας πάντα- αόρατους εχθρούς. Ένιωθα καρφωμένα στην πλάτη μου καυτά βλέμματα να με παρακολουθούν, να θέλουν από μένα κάτι που όμως εγώ δεν μπορούσα να τους δώσω, γιατί απλά δεν ήταν υπαρκτά θέλω, δεν υπήρχαν τριγύρω παρά μόνο στο σκοτεινό φανταστικό μου κόσμο.
Άκουσα βήματα να σπάνε τα πεσμένα κλαδιά των δέντρων, να τα ποδοπατούν. Ένας ηδονοβλεψίας κρύφτηκε πίσω από μια πελώρια βελανιδιά, ένας καρπός της έπεσε στο χώμα. Πρόλαβα να τον δω να σκύβει και να κρατάει με το χέρι του κάτι ανάμεσα στα πόδια του, δεν ήθελα να φανταστώ τι ήταν, δεν με ενδιέφερε.
Προχωρούσα, αγνόησα τον κίνδυνο. Η αδρεναλίνη μου είχε φτάσει στα ύψη… δεν αναγνώριζα το χώρο γύρω μου, ήταν λες και τον έβλεπα πρώτη φορά. Με εντυπωσίασε, έμεινα έκθαμβη να κοιτάζω την πολυπλοκότητα της φύσης, την ποικιλία των αποχρώσεων, τα μικρά μωβ άγρια κυκλάμινα. Ο δρόμος ήταν κατηφορικός αυτή τη φορά, ανηφορικός στην κανονική του φορά, μα, ποιος ορίζει το κανονικό άραγε;
Όλα έχουν την δική τους οπτική, εξαρτάται μέσα από ποιο πρίσμα θα τα κοιτάξεις.
Ξαφνικά ένιωσα δίπλα μου, πίσω μου, την ανάσα ενός άγριου, μεγαλόσωμο τον φαντάστηκα, σκύλο. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω, προχώρησα και πάλι. Η ανάσα του με πλησίαζε συνεχώς, μα εγώ την αγνόησα, δεν στάθηκα να με αγγίξει, δεν ανέδιδα τη μυρωδιά του φόβου που θα μπορούσε να τον προσελκύσει ακόμη περισσότερο.
Προχώρησα κι άλλο, τα καταπράσινα φύλλα που έστεκαν ακόμη ψηλά στα δέντρα όλο και πύκνωναν σε ένα σημείο και μετά άρχισα να βλέπω την έξοδο. Φως αναδύθηκε από παντού, ισχυρό φως και πίστη ότι θα τα καταφέρω.
Όταν πια πάτησα στο στέρεο έδαφος της ασφάλτου μου φαινόταν ότι είχα κατορθώσει ένα μεγάλο άθλο. Όσες φοβίες είχα πριν το κάνω όλο αυτό μεμιάς χάθηκαν… με παρέσυρε η επιθυμία μου να καταφέρω να φτάσω στο τέρμα… όποιο κι αν ήταν αυτό… ό,τι εμπόδιο κι αν συναντούσα…

pisth modified