Για κάποιους το να γράφεις, σημαίνει να λησμονείς. Να τραβάς την κουρτίνα στα ανήλιαγα
παράθυρα που στερούνται της ζωής τη μοναδική θέα, να προσπερνάς τα ασθενικά όνειρα
που ποτέ τους δεν είχαν χορηγό τη θέληση της καρδιάς για να πραγματοποιηθούν, να γίνεσαι
παράσιτο στα δημιουργήματα της φαντασίας σου, να αναπνέεις και να επαναπροσδιορίζεσαι
μέσα απο αυτά. Φανταστείτε ένα τέτοιο άτομο. Αυτό που περιστασιακά ανακτά τη χαμένη
του ικμάδα στης μυθοπλασίας τα γλαφυρά πιστοποιητικά. Πιθανότατα τις μέρες κυκλοφορεί
ανάμεσά μας με πρόσωπο αδιάφορο, και τις νύχτες που τα αστέρια δείχνουν το δρόμο προς
την άβυσσο, φορά το πιο σαγηνευτικό του προσωπείο. Για τον Pessoa η λογοτεχνία είναι ο
πλέον αποτελεσματικός και ευχάριστος τρόπος να αγνοεί κανείς την πραγματικότητα που
του έμελλε να ζει. Έτσι είναι. Μας επιτρέπει να κλείσουμε τα μάτια στα ποικίλα στοιχειά της
καθημερινότητας, όχι όμως και στο παρελθόν. Εξάλλου πού κρύβεται η ευτυχία, αν όχι στο
παρόν; Μα στο ανεκτίμητο φιλμ των αναμνήσεων και στην ακοίμητη ελπίδα για το μέλλον. Κι
όταν η Τέχνη του Λόγου προχωρά στην αναβίωση αλλοτινών στιγμών, ελπίζοντας συνάμα,
γίνεται ακαταμάχητη.
Στην τρυφερή αναβίωση της παιδικής του ηλικίας επιστρέφει ο αφηγητής στο νέο βιβλίο του
Δ. Στεφανάκη. Αν η άκρως επιμελημένη επανέκδοση του «Λέγε με Καΐρα» που κυκλοφορεί
απο τις εκδόσεις Ψυχογιός, ήταν εισιτήριο, θα ήταν απο εκείνα που σε στέλνουν μετά απο
χρόνια αποδημίας, ξανά στα πάτρια εδάφη. Αν ήταν παιδί, θα ήταν αγγελικά και ασύγκριτα
πλασμένο, όπως άλλωστε όλα τα τέκνα του έρωτα. Και αν ήταν κάτι που έχει διά παντός
χαθεί, με μία και μοναδική ευκαιρία να γυρίσει πίσω άθικτο, θα ήταν ο παράδεισος της νιότης
μέσα απο τη ματιά ενός μικρού αγοριού. Ο συγγραφέας, επιστρατεύοντας αριστοτεχνικά την
ακρίβεια ενός ποιητή και τη φαντασία ενός σχολαστικού επιστήμονα, δίνει το φιλί της ζωής
σε ένα βιβλίο που όσο το διαβάζουμε εμείς, άλλο τόσο μάς διαβάζει κι εκείνο. Αυτό αποτελεί,
αν μη τι άλλο, το γνήσιον της υπογραφής ενός έντιμου δημιουργού απέναντι στους
αναγνώστες του.
Σε μια συνοικία της Αθήνας, απο τις γραφικές που ασφυκτιούν μέσα σε άβιες γκραβούρες, κι
έχουν αντικατασταθεί απο γκρίζες πολυκατοικίες, στήνεται ένα νοσταλγικό σκηνικό που
θυμίζει παλιό καλό κινηματογράφο. Στα χρόνια μεταξύ 1960 -1975, η ταβέρνα του κυρ –
Γιώργη υπήρξε στις δόξες της. Έσφιζε απο ζωή, περιδιάβαζαν τα λαχταριστά εδέσματα και
ταξίδευαν αμέσως τα νέα της γειτονιάς. Σήμερα που οι άνθρωποι κλειδαμπαρώνουν τα
φύλλα της καρδιάς, φοβούμενοι κάθε άγνωστη συναισθηματική επιδρομή κι ομηρία, οι ήχοι
και οι μυρωδιές της ταβέρνας αναπαύονται στο άγνωστο, πλάι στην πιο χαμογελαστή
ανάμνηση ενός υπέροχου παππού που λίγο πολύ θυμίζει τον δικό μας. Μαζί του χάθηκε η
οργάνωση του Μπούλη που στόχευε στην ανατροπή της Χούντας. Βεγγαλικό που έσκασε
χωρίς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα ήταν. Δίχως λάμψη, δίχως κρότο. Ο αγαπημένος
εγγονός του καλοκάγαθου Ατρέμου, μεγάλωσε με τις ιστορίες του κι αποτελεί το συνδετικό
κρίκο ανάμεσα στο σήμερα και το χθες διαθέτοντας μνήμη που δεν κάνει για Ιστορικός, μα
για λαξευτής προσώπων και καταστάσεων. Αναχαράζει το άλυτο μυστήριο της μοιραίας
Σμυρνιάς, της ιέρειας του αγοραίου έρωτα, της μούσας του ποιητή που αν δεν τής αφιέρωσε
το κορμί του, φρόντισε τουλάχιστον να καταθέσει την ψυχή του στα πόδια της σε μια
ποιητική συλλογή που φέρει το όνομά της.
Ποιά ήταν η περιβόητη «συνοικία του Διαβόλου» στο ύψωμα της περιοχής Μάτι; Ποιοί οι
άγραφοι νυχτερινοί της νόμοι και ποιά η δυναμική πατρόνα που ξύπνησε πρώιμες ερωτικές
φαντασιώσεις στο άγουρο κορμί του αφηγητή; Πόσοι να κυλίστηκαν στα σεντόνια του
πληρωμένου έρωτά της τις άφεγγες νυχτες της ακολασίας και της παραφροσύνης του
πόθου; Πόσοι απο τους ίδιους άραγε να την κατηγόρησαν τα πρωινά της υποκρισίας και της
δήθεν ηθικής;
Με σύντομα κεφάλαια, διηγηματικού χαρακτήρα, έξυπνο χιούμορ και ύφος ανεπιτήδευτα
οικείο, ο συγγραφέας μάς ξεναγεί στην ανεμελιά που ποτέ δε θα ανακτηθεί πια. Η μνήμη
δοσμένη υπό το πρίσμα της φιλοσοφικής διάθεσής του και του άριστα δομημένου γραπτού
λόγου του, δημιουργεί την αίσθηση της απώλειας, κι αυτή η απώλεια έλκει μαγνητικά τον
αναγνώστη. Μα ακόμα κι αν στο πέρασμα των χρόνων, τίποτα δεν έχει μείνει στη πρότερη
θέση του, και αν η παιδική ηλικία έχει αναληφθεί στους ουρανούς αφήνοντας πίσω της τα
πτώματα που λέγονται «ενήλικες», και αν ο Ατρέμος έχει πια δικό του αστερισμό στο
νυχτερινό ουρανό, ο εγγονός του ξέρει πως ο κόσμος είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε
αργά ή γρήγορα, δίκαια ή άδικα, να καταλήξει σ’ ένα ωραίο βιβλίο. Το «Λέγε με Καΐρα» δε
χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι το ωραίο αυτό βιβλίο, εκείνο που όσο διαβάζει κανείς
τις αράδες του, τόσο μεταβάλλεται η θέση του πάνω στη γη, το χρόνο και την ανθρώπινη
ευτυχία.

lege me kaira