Από την φιλόλογο – συγγραφέα ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ – ΝΤΑΝΟΥ

Το 2016 κυκλοφόρησε ένα ακόμη μυθιστόρημα του Νομπελίστα (Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2006 για το σύνολο του έργου του) Ορχάν Παμούκ, που θεωρείται από πολλούς ίσως και το καλύτερό του βιβλίο, ενώ από τον Απρίλη του 2018 σε μετάφραση από τα Τούρκικα της Στέλλας Βρετού από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ κυκλοφορεί στα Ελληνικά με τον τίτλο «’Η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά». Ένα εξαιρετικό κοινωνικό μυθιστόρημα με αλληγορικό και πολιτικό περιεχόμενο, που το διάβασα για δύο λόγους: να δω πώς ο Τούρκος συγγραφέας Παμούκ συσχετίζει τη ζωή των ηρώων του με την ιστορία του Οιδίποδα και πώς παρουσιάζει τη σχέση ενός μάστορα πηγαδιού με το βοηθό του. Κι αυτό, γιατί στο νησί μου, πριν φτιαχτεί το δίκτυο ύδρευσης, είχαμε τέτοιους μαστόρους και τους θαυμάζαμε ή ακούγαμε τους μεγαλύτερους να μας διηγούνται ιστορίες για ατυχήματα ή για το στενό δέσιμο του μάστορα με τους βοηθούς του.

Στις 342 σελίδες του βιβλίου, χωρισμένες σε τρία μέρη, παρακολουθούμε με αγωνία τη δύσκολη ζωή του Τζεμ, που ο ιδεολόγος πατέρας του τον ανάγκασε να εργαστεί δίπλα στον πηγαδά μάστορα Μαχμούτ, για να βγάλει τα πρώτα του χρήματα, να μπει στο Πανεπιστήμιο, να γίνει συγγραφέας. Ο χρόνος δουλειάς στο οικόπεδο παρατείνεται, γιατί το έδαφος είναι δύσκολο. Ερωτεύεται τη γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά, που παίζει παλιές ιστορίες σε υπαίθριο θέατρο και ένα βράδυ που ο σύζυγός της λείπει έχει μαζί της την πρώτη ερωτική επαφή. Πόσο καθοριστική είναι για την πορεία του αυτή η νύχτα και ποια σχέση έχει η ζωή του με δύο παλιά έργα, τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή (Ελλάδα-Δύση) και «Ρουστέμ και Σουχράμπ» του Φιρντουσί (Ιράν – Ανατολή); Ένα ατύχημα στο πηγάδι αναγκάζει τον Τζεμ να εγκαταλείψει το Μαχμούτ και να συνεχίσει τη ζωή του με το ερώτημα τι να απέγινε ο μάστορας. Κάποτε συναντάει τον πατέρα του, παντρεύεται, δεν έχει παιδιά, όμως με τη γυναίκα του ταξιδεύουν και ιδρύουν μια εταιρεία, που πηγαίνει πολύ καλά, χαρίζοντάς τους οικονομική ευμάρεια. Ποια είναι η τύχη της εταιρείας του Τζεμ; Τι κάνει η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά τριάντα χρόνια μετά και ποια η σχέση της με τον πατέρα του; Πώς αντιδρά στο γράμμα που του στέλνει ο Ενβέρ, ισχυριζόμενος ότι είναι γιος του; Γιατί κρύβει κάποιες αλήθειες από τη γυναίκα του; Τι μαθαίνει για την τύχη του Μαχμούτ; Συναντιέται με το γιο του, με τη Γκιουλτζιχάν; Φτάνει στο πηγάδι μια γιορτινή βραδιά για την εταιρεία του, πώς αντιδρά στο εναγώνιο τηλεφώνημα της γυναίκας του και τελικά τι συμβαίνει εκεί τόσα χρόνια μετά; Όλες οι απαντήσεις υπάρχουν στο βιβλίο, αλλά πιο πολύ συγκλονίζει η Γκιουλτζιχάν, η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά, που στο τρίτο μέρος διηγείται όλη τη ζωή της και τη συσχετίζει απόλυτα με τις παλιές ιστορίες που έπαιζε στο θέατρο.


Πέρα όμως από τις ζωντανές περιγραφές και τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, πέρα από τη σκιαγράφηση χαρακτήρων, που πολλές φορές φτάνουν στα όριά τους ο Παμούκ νομίζω πως μας προβληματίζει βαθιά για την αξία της Παράδοσης, για τη μοίρα των ανθρώπων, για τη σχέση πατέρα – γιου και αντίστροφα, αλλά και την τύχη της χώρας του. Είναι άραγε τυχαίο το κόκκινο χρώμα στα μαλλιά της γυναίκας, που αγωνίζεται να επιβιώσει; Η αναφορά στο καθεστώς, στις αλλαγές, στους ιδεολόγους, στις εξορίες, μήπως έχει στόχο να τονίσει την πραγματικότητα στη γειτονική Τουρκία και συγχρόνως τον αγώνα κάποιων ανθρώπων εκεί για ένα Ευρωπαϊκό προφίλ; Και τελικά ισχύει ό,τι αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «ο Παμούκ είναι μοναδικός συγγραφέας, που τα καλύτερα μυθιστορήματά του τα έγραψε μετά το Νόμπελ»;