«Όλα μπερδεμένα. Μια ακούραστη παλίρροια στο μυαλό της, που άλλοτε τη ρουφούσε στον σκοτεινό βυθό της και άλλοτε την έσπρωχνε προς το εκτυφλωτικό φως του ήλιου.
Τη μισούσε τη ζωή και παράλληλα τη λάτρευε. Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο;
»

Έχετε αναρωτηθεί αν όσοι κουβαλούν την ταμπέλα «τρελοί» είναι πραγματικά τρελοί; Μήπως όλοι εμείς οι «λογικοί» είμαστε τελικά πιο παρανοϊκοί από πολλούς τρελούς; Και, άραγε, πόσο μπορεί το παρελθόν να μοιάζει με το παρόν; Πόσο συχνά επαναλαμβάνεται;


Στο νέο βιβλίο της Μαρίας Κωνσταντούρου θα συναντήσουμε πολλά τέτοια ερωτήματα. Και θα πάρουμε και απαντήσεις. Γιατί δεν πρόκειται για μια ιστορία μυθοπλασίας που εμπλέκει πραγματικά γεγονότα. Το αντίθετο. Πρόκειται για μια υπόθεση βγαλμένη μέσα από την ιστορία, από το παρελθόν, από την πραγματικότητα που βίωσαν όσοι άνθρωποι έζησαν τα φριχτά χρόνια που λειτούργησε το άσυλο ψυχικά ασθενών στην Ποβέλια. Αλλά και για το ρόλο που έπαιξε το συγκεκριμένο νησί όταν χρησιμοποιήθηκε ως λοιμοκαθαρτήριο κατά την διάρκεια του Μαύρου Θανάτου στον Μεσαίωνα.


Με πραγματικά αριστοτεχνικό τρόπο, η συγγραφέας μας παρουσιάζει τους ήρωές της, και δένει το μακρινό παρελθόν με το παρόν, μέσα από μια τραγική ιστορία, η οποία συντάραξε τον κόσμο ολόκληρο κατά την εμφάνιση της Πανώλης, αλλά και όταν τον προηγούμενο αιώνα η Ποβέλια φιλοξενούσε τους ψυχικά ασθενείς σε ένα νησί-φυλακή, από όπου κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει. Γιατί όσοι κατέληγαν εκεί, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, ήταν άνθρωποι ξεχασμένοι από την οικογένειά τους και τον κοινωνικό τους περίγυρο, άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, απλά νούμερα στους καταλόγους της γραφειοκρατίας που τους κατέτασσε ως τρελούς, άρα απόβλητους από την υπόλοιπη κοινωνία.


«Τα πιο σκληρά εγκλήματα είναι αυτά που γίνονται σε παιδιά και αδύναμους. Και πρέπει να τιμωρούνται. Όχι από εκδίκηση. Η τιμωρία δεν είναι εκδίκηση. Είναι ένας τρόπος να προλάβουμε περισσότερα εγκλήματα».

Δεν ξέρεις ποιον από τους ήρωες να συμπονέσεις περισσότερο. Είναι τόσο ανθρώπινα δοσμένοι από τις συγκλονιστικές περιγραφές της Μαρίας, έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη να αγαπηθούν και να πιαστούν από κάπου, να βρουν ένα λόγο να ζήσουν μέσα στην τρέλα που τους περικυκλώνει. Το να είναι κάποιος καταβεβλημένος ψυχολογικά, το να έχει βιώσει απάνθρωπη συμπεριφορά στην παιδική του ηλικία, το να έχει υποστεί βία, εκμετάλλευση, ταπείνωση, δεν είναι λόγος να ενταχθεί σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. Και όμως. Στην Ποβέλια υπήρχαν άνθρωποι που η σκέψη τους ήταν πολύ πιο ακέραιη από όσους υπηρετούσαν το θείο λειτούργημα της Ιατρικής.


«Ποιος μπορεί να διακρίνει πού σταματά η θεία τιμωρία και πού αρχίζουν οι ανθρώπινες ενοχές;»

Μέσα από μικρά κεφάλαια που φέρουν ένα γενικό τίτλο, αναπτύσσεται η αφήγηση για τη ζωή των έγκλειστων, ξεχασμένων ασθενών στο μικρό νησί και παράλληλα, μέσα από την αφήγηση του Αλεσάντρο μεταφερόμαστε στην μακρινή εποχή του Μαύρου Θανάτου, το πώς η ανθρωπότητα βίωσε την αρρώστια η οποία ξεκλήρισε ολόκληρες οικογένειες, θρήνησε εκατομμύρια νεκρούς και έμεινε στην Ιστορία σαν μια πικρή γεύση για το τι θα ακολουθούσε, δυστυχώς, και σε άλλες περιόδους μέχρι και σήμερα.
Αλήθεια, πόσα κοινά μπορούμε να βρούμε στο τότε με το τώρα… με τη διαφορά ότι οι άνθρωποι του Μεσαίωνα δεν είχαν την πολυτέλεια της πληροφόρησης για τον κίνδυνο που τους απειλούσε, δεν γνώριζαν πώς να αντιμετωπίσουν τον αόρατο εχθρό και αφέθηκαν στη μοίρα τους. Σε ένα εφιαλτικό θάνατο που οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όπως δίνονται θα σας συγκλονίσουν! Γιατί, πάνω απ’ όλα, κάθε άνθρωπος, αυτό που θέλει είναι ΝΑ ΖΗΣΕΙ!


Αν μπορεί κάποιος να δώσει με μια λέξη όλη την ουσία αυτού του βιβλίου, αυτή θα ήταν η ΑΝΘΡΩΠΙΑ! Γιατί, όση κακία, όση δυστυχία, όση μαυρίλα και αν υπάρχει στον κόσμο, πάντα θα υπάρχει και φως. Θα υπάρχουν φωτεινά παραδείγματα ανθρώπων που βάζουν πάνω από όλα τον άνθρωπο, την αγάπη, τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη. Και αυτή ακριβώς είναι και η πραγματική διαπίστωση που θα πρέπει όλοι να κρατήσουμε. Ότι, όσο διεστραμμένα μυαλά και αν έχουν περάσει από αυτή τη Γη, πάντα υπήρχαν και εκείνοι οι οποίοι κατάφεραν να νικήσουν την κακία, να δώσουν ελπίδα, να δώσουν συνέχεια στην ίδια τη ΖΩΗ!

«Αντίθετα με τις αναμνήσεις του, τα όνειρά του ήταν πολλά. Αυτό άλλωστε είναι που διαχωρίζει ανέκαθεν τους νέους από τους ηλικιωμένους. Οι νέοι έχουν λίγα να θυμούνται, αλλά πολλά να ονειρεύονται. Οι νέοι απολαμβάνουν να κάνουν σχέδια για το μέλλον. Ξεγελιούνται και νομίζουν πως έτσι ξεγελούν το θάνατο. Οι μεγάλοι παρηγορούνται με το να αναμασούν το παρελθόν. Καθησυχάζουν και πιστεύουν πως έτσι καλοπιάνουν τη ζωή…»

Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα από μια αγαπημένη συγγραφέα, που ξέρει πολύ καλά να περνά τα πανανθρώπινα μηνύματα της αγάπης και της ελπίδας μέσα από τα βιβλία της και της εύχομαι πραγματικά να αγαπηθεί όσο πολύ του αξίζει!

Λίγα λόγια
Ποβέλια. Το στοιχειωμένο νησί κοντά στη Βενετία, όπου κατά τον Μεσαίωνα δέχτηκε χιλιάδες ανθρώπους χτυπημένους από τον μαύρο θάνατο, ενώ στις αρχές του εικοστού αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως ψυχιατρικό άσυλο. Εκατοντάδες ψυχικά ασθενείς υπέφεραν στα χέρια ενός παρανοϊκού γιατρού που τους χρησιμοποίησε σαν πειραματόζωα στις απάνθρωπες έρευνές του. Μέχρι και σήμερα ακούγονται πολλοί θρύλοι σχετικά με τους άρρωστους Βενετούς που περίμεναν να πεθάνουν, καθώς και για τα φαντάσματά τους που στοίχειωσαν το νησί.
Είναι όμως θρύλοι ή αλήθεια; Ο Αλεσάντρο, που θα αφήσει στην Ποβέλια την τελευταία του πνοή, θα γίνει μάρτυρας της Ιστορίας. Όμως θα καταφέρει να βοηθήσει τις έγκλειστες ψυχές που ζητούν τη γιατρειά;
Θα θεραπευτούν οι πληγές με το πλήρωμα του χρόνου;

Ο άντρας κάθισε δίπλα της, κάνοντας το λεπτό στρώμα του κρεβατιού της να βουλιάξει. Μαζί του βούλιαξε κι η καρδιά της.«Μη φοβάσαι», ακούστηκε υπόκωφη η φωνή του. «Βαρέθηκα να περιφέρομαι τόσους αιώνες μόνος
πάνω στις στάχτες. Θέλω έναν άνθρωπο για να μιλήσω. Να νιώσω ζωντανός ξανά…»Η φωνή του έφτασε σαν αντίλαλος στα αυτιά της. Η ανάσα του, όμοια με φλόγα, έγλειψε απειλητικά το πρόσωπό της. Τα ανύπαρκτα μάτια του θαρρείς και βυθίστηκαν στην ψυχή της. Παραλυμένη από τον τρόμο, έγειρε πίσω στο μαξιλάρι και τον άφησε να ξετυλίξει την ιστορία του.