Συγγραφέας του μυθιστορήματος «Για σένα ο μπάτης φυσά …» – Εκδόσεις Ηριδανός
Την ανάγκη του γραψίματος την ένιωσε από μικρή αλλά η ζωή τα έφερε έτσι που χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να πάρει τη μεγάλη απόφαση να μιλήσει με αλήθειες. Και όταν έγινε αυτό, ένας άλλος υπέροχος κόσμος περίμενε την Κλεοπάτρα Σάμψων. Ο κόσμος της συγγραφής. Όπως λέει στο Vivlio-life, στο πρώτο της βιβλίο «Για σένα ο μπάτης φυσά», αποφάσισε να μην κρυφτεί πίσω από τις λέξεις. Προτίμησε να πει τα πράγματα με το όνομά τους και να συστηθεί στους αναγνώστες εκθέτοντας μόνο τον εαυτό της και κανέναν άλλον.
– Νότης και Ρίτα. Μιλήστε μας γι αυτήν τη μεγάλη αγάπη.
Νότης – Ρίτα, δυο άγνωστοι που μια φίλη έκανε τη γνωριμία να εξελιχθεί σε έρωτα. Μια αγάπη δυνατή, μια σχέση τρυφερή, δυο νέοι διψασμένοι για ζωή. Μια ζωή, όμως, που είχε διαφορετικά σχέδια για τους δυο τους. Η μοίρα, που πολλές φορές γράφει τα δικά της σενάρια χωρίς να μας ρωτήσει επιφύλασσε ένα άσχημο τέλος στην ιστορία τους. Ο Νότης έφυγε νικημένος από μακροχρόνια ασθένεια και η Ρίτα έμεινε πίσω να ζει με τις αναμνήσεις. Γύρισε την πλάτη στη ζωή μέχρι που μια σπίθα αισιοδοξίας άναψε στην πληγωμένη της καρδιά και την έβγαλε από τον σκοτεινό κόσμο της κατάθλιψης. Η σπίθα έγινε φωτιά και κάπως έτσι ξεκίνησε να γράφει την ιστορία τους και η ανούσια ζωή της απέκτησε νόημα.
– «… Και χρειάζεται μεγάλο θάρρος να λες την αλήθεια όποια κι αν είναι όσο κι αν πονά», γράφετε στο τέλος του βιβλίου. Κρατήσατε μόνο για σας κάτι από όλα αυτά που ζήσατε και μας περιγράφετε; Κάτι που θα μείνει για πάντα φυλαγμένο στην καρδιά σας;
Ναι, όντως χρειάζεται θάρρος να εκθέσεις τη ζωή σου και να μπεις στο στόχαστρο φίλων και γνωστών. Και η δική μου σας διαβεβαιώνω δεν ήταν και η πιο άνετη. Από καμία πλευρά. Όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι κι εγώ αποφάσισα να κρατήσω βαθιά μέσα στην ψυχή μου κάποιες στιγμές. Μικρές ή μεγάλες δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως ήταν σπουδαίες και ανήκουν μόνο σε μένα. Στιγμές από το παρελθόν, που θα φυλάξω για πάντα φυλαγμένες στο μυαλό και την καρδιά μου. Όσο ζω θα ζουν μέσα μου και θα συντροφεύουν την μοναξιά μου.
– Μέσα από την ιστορία της πρωταγωνίστριάς σας της Ρίτας μας περιγράφετε τη δική σας ζωή. Αν σας ζητούσα να την κλείσετε σε μια φράση, ποια θα ήταν αυτή;
Στην καρδιά μου έχω ακόμη τις πληγές αυτών που έζησα. Δεν ξέχασα … Θυμάμαι. Η Ρίτα σαν παιδί έζησε στερημένη απ’ όλα. Περικλείω αυτά που νιώθω στη φράση «δεν έζησα, δεν χάρηκα».
– Γεννηθήκατε στις προσφυγικές παράγκες της Καλαμαριάς όπου βρήκε καταφύγιο η οικογένειά σας όταν εγκατέλειψε τη Σμύρνη. Όταν στη συνέχεια δόθηκαν με κλήρο τα πρώτα καταλύματα εσείς ήδη τελειώνατε το δημοτικό. Έχετε αναμνήσεις από εκείνη την εποχή;
Γεννήθηκα σε μια παράγκα στου Βότση του Δήμου Καλαμαριάς. Την είχε φτιάξει με τα χέρια του ο πατέρας μου όταν ήρθε από τη Σμύρνη όπου βρέθηκε ως στρατιώτης. Εκεί, στον συνοικισμό των Ελλήνων γνωρίστηκε με την μητέρα μου και όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, ζώντας κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Στην παράγκα γεννήθηκαν και τα αδέρφια μου, δυο αγόρια αλλά και η μεγαλύτερη αδερφή μου. Αρκετά χρόνια αργότερα, δόθηκαν θάλαμοι (τους έχω περιγράψει σε σκίτσο στο βιβλίο) στις οικογένειες των Ποντίων και των Μικρασιατών κι έτσι αποκτήσαμε το πρώτο μας σπιτικό. Εκεί πρωτοπήγα και στο σχολείο. Χρόνια δύσκολα … Πρέπει να πω, όμως, ότι παρά τη γεμάτη στερήσεις ζωή μας, καταφέραμε να επιβιώσουμε και να γίνουμε χρήσιμοι στην κοινωνία.
– Περιγράφοντας τη ζωή σας, σίγουρα πολλοί αναγνώστες θα συναντήσουν δικές τους αναμνήσεις ή θύμισες των γονιών τους. Έχετε κρατήσει επαφές με ανθρώπους που ζήσατε την πείνα και την ανέχεια, τους βομβαρδισμούς και τους καταποντισμούς του προσφυγικού σας συνοικισμού;
Εκεί, στις παράγκες της Καλαμαριάς χτίστηκαν οι πρώτες φιλίες. Άλλες κράτησαν στο πέρασμα του χρόνου και παραμένουν μέχρι και σήμερα δυνατές, άλλες ξεθώριασαν κι έμεινε μόνο η ανάμνησή τους. Η πείνα, η ανέχεια, ο πόλεμος ενώνει τους ανθρώπους γιατί έχουν κοινά προβλήματα. Η αγάπη και το ενδιαφέρον για τον διπλανό μας ήταν μεγάλη. Υπήρχε ανθρωπιά, υπήρχε δέσιμο μεταξύ μας. Άλλωστε το μόνο που μας χώριζε από το διπλανό σπίτι ήταν ένα κομμάτι κόντρα πλακέ. Σίγουρα δεν ήταν μόνο για μας, ή μόνο για την οικογένειά μου δύσκολη η ζωή. Όλη η Ελλάδα έζησε τον πόλεμο, την πείνα, το κρύο, τον φόβο, την οπισθοχώρηση του στρατού μας, τους βομβαρδισμούς, την μπότα του κατακτητή, την αντίσταση, τον εμφύλιο σπαραγμό, τα παγωμένα κορμιά που τα μάζευαν τα κάρα του Δήμου για να καταλήξουν σ’ ένα λάκκο χωρίς προσευχή, χωρίς ένα φιλί από τους δικούς τους …
– Το πόσο ανάγκη είχατε να γράψετε αυτό το βιβλίο φαίνεται στο τελευταίο κεφάλαιο. Τι ήταν αυτό που σας ξύπνησε από τον λήθαργο που η ίδια λέτε ότι είχατε πέσει;
Η ίδια η ανάγκη του γραψίματος. Η επιθυμία να πω αυτά που αισθάνομαι, όπως ακριβώς τα αισθάνομαι. Αυτό με ταρακούνησε και με ξύπνησε. Μια δυνατή ανάγκη η οποία εκδηλώθηκε στα πρώτα παιδικά μου χρόνια. Ίσως μεγαλώνοντας να μην είχα αξιολογήσει την ικανότητά μου, αλλά τελικά βρήκε το δρόμο και με … συνάντησε. Ξέρετε, εμείς τότε δεν είχαμε εικόνες, όπως οι επόμενες γενιές (με την τηλεόραση και τα υπόλοιπα μέσα). Ήμασταν θαμμένοι στα προβλήματά μας αλλά και τη λάσπη τους περισσότερους μήνες, κάνοντας όνειρα μόνο. Αυτές τις εικόνες που συνθέτουν τη ζωή μου αποφάσισα, λοιπόν, να τις κάνω βιβλίο.
– Υπήρξαν στιγμές που κάνατε πίσω όταν αποφασίσατε να γράψετε αλήθειες; Πόσο σας επηρέασε η γνώμη της κόρη σας;
Όχι, δεν έκανα πίσω. Θεώρησα σωστό να μην κρυφτώ αλλά αντίθετα να συστηθώ εκθέτοντας μόνο τον εαυτό μου και κανέναν άλλον γράφοντας αλήθειες. Πιστεύω ότι δεν χάνει κανείς την αξιοπρέπειά του όταν λέει τα πράγματα με το αληθινό τους όνομα. Η κόρη μου, το παιδί μου αυτό έζησε την χρόνια κατάθλιψή μου και με παρακίνησε πολλές φορές σ’ αυτή μου την απόφαση να γράψω και ήταν η πρώτη που το διάβασε. Έκλαψε και με παρότρυνε να το εκδώσω. Και να που ζω κι εγώ τη χαρά της δημιουργίας, της ανθρώπινης επαφής που ζουν οι συγγραφείς με τους αναγνώστες τους.
– Τι νοιώσατε όταν πιάσατε στα χέρια σας τυπωμένη τη ζωή σας;
Όταν το πήρα με τρεμάμενα χέρια, διάβαζα πολλές φορές το όνομά μου για να το εμπεδώσω ότι πράγματι ήμουν εγώ αυτή η Κλεοπάτρα. Δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματά μου. Ήταν χαρά, ήταν ενθουσιασμός, ήταν το αίσθημα της δικαίωσης ότι κατόρθωσα να ξεκινήσω αλλά κυρίως να ολοκληρώσω ένα μεγάλο όνειρο. Και αυτό το όνειρο ήταν η μεγάλη δύναμη που με κράτησε ζωντανή.
– Νοιώθετε τα δυο πράσινα μάτια του Νότη να σας ακολουθούν σε κάθε σας βήμα για την υπόλοιπη ζωή σας λέτε πριν τον επίλογο και μου ακούγεται σαν στίχος μουσικής. Ο Νότης και η Ρίτα είχαν κάποιο τραγούδι που τους εξέφραζε; Θέλετε να το μοιραστείτε μαζί μας;
Τα πράσινα μάτια του Νότη, του συζύγου μου όπως καταλάβατε είναι πάντα εδώ δίπλα μου. Νιώθω την παρουσία του έντονη σε κάθε βήμα της ζωής μου. Αισθάνομαι το χέρι του στον ώμο όταν οι σκέψεις και οι θύμισες κατακλύζουν το κεφάλι μου και βλέπω το χαμόγελό του να λειτουργεί σαν βάλσαμο σε κάθε δυσκολία μου. Πολλές φορές τον φέρνω στο μυαλό μου να τραγουδάει. Όπως και όλα τα ζευγάρια της εποχής λέγαμε τα τραγούδια που ήταν γνωστά τότε. Καθόμασταν αγκαλιά στο μπαλκόνι μας με το φεγγάρι συντροφιά και τραγουδούσαμε το «πάντα μαζί». Ακόμα και τώρα που σας γράφω νιώθω πως αισθάνομαι την αύρα του επάνω μου. Χαίρομαι που μοιράζομαι αυτήν την ιδιαίτερη στιγμή μας μαζί σας.
– Σπουδάσατε στη Σχολή Μαιών και ασκήσατε το επάγγελμα της μαίας για πολλά χρόνια. Παράλληλα κάνατε και τοκετούς κατ΄ οίκον. Πως είναι η στιγμή εκείνη που φέρνετε εσείς στον κόσμο μια ζωή;
Φοίτησα στη Σχολή Μαιών, ένα επάγγελμα λειτούργημα, με αγωνία, εμπειρίες άγνωστες για μένα που γελούσα ή έκλαιγα ανάλογα με την έκβαση του τοκετού. Τους περισσότερους τοκετούς τους έκανα ως 3ετής. Με την αποφοίτησή μου, οι τοκετοί στα σπίτια περιορίστηκαν, επειδή διορίστηκα στο Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης, αρχής γενομένης από το ιατρείο Καλαμαριάς. Μετά το γάμο μου πήρα μετάθεση για την Αθήνα γιατί είχε μετατεθεί ο σύζυγός μου στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, εργάστηκα στο κεντρικό του Ι.Κ.Α. Πειραιώς. Είναι μια μυσταγωγία ο ερχομός ενός παιδιού. Ένα μυστήριο της συνέχισης του ανθρώπινου γένους, που η αναμονή, η αγωνία τελειώνει μόνο όταν ακουστεί το κλάμα του μωρού. Το να κρατάς μια νέα ζωή που βοήθησες εσύ να έρθει στον κόσμο, έχεις όλη την ευθύνη, η καρδιά σου χτυπά ακατάπαυστα.
– Αν κάτι μαθαίνουμε από το βιβλίο σας είναι πως δεν είναι αργά για να τολμήσουμε να κάνουμε αυτό που ονειρευτήκαμε. Και τώρα που το κατανοήσατε πως η ζωή συνεχίζεται ακόμη και όταν χάνουμε αγαπημένα πρόσωπα, σκέφτεστε να συνεχίσετε το γράψιμο;
Ποτέ δεν είναι αργά να κάνουμε πράξη ό,τι αγαπάμε, αρκεί να υπάρχει θέληση, αγάπη, μεράκι. Οι παλαιοί έλεγαν πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Πράγματι η ζωή συνεχίζεται το πώς είναι το ερώτημα αλλά καλά – κακά το ρολόι πηγαίνει πάντα μπροστά. Ναι, συνεχίζω ήδη έχω έτοιμο ένα αισθηματικό μυθιστόρημα. Τελειώνοντας, συμπληρώνω, ευτυχώς έχω ιδέες στο μυαλό μου, δουλεύει πλάθοντας ιστορίες. Έχω όμως εχθρό τον χρόνο δεν είναι σύμμαχός μου αλλά έχω μάθει να πολεμώ από μικρή, τώρα θα λυγίσω; Έχω πίστη, κάνω όνειρα και πού ξέρετε ίσως τα καταφέρω!
Βιογραφικό Η Κλεοπάτρα Σάμψων γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Τελείωσε τη Σχολή Μαιών έχοντας την ικανοποίηση ότι βοήθησε πολλές φορές να έρθει στον κόσμο μια νέα ζωή. Ζει εδώ και χρόνια στην Αθήνα και έχει μια κόρη. Αποφάσισε να κάνει πράξη αυτό που πάντα αγαπούσε. Να γράφει.
Χρησιμοποιούμε cookies για την παροχή των υπηρεσιών και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, αποδέχεστε τη χρήση των cookies.ΕντάξειΌροι Χρήσης
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.