Πόσες φορές αλήθεια δεν έχουμε συναντήσει κάποιον και αισθανθήκαμε τόσο οικεία μαζί του, σαν να γνωριζόμαστε από πάντα. Αντίστοιχα, κάποιες φορές η αντιπάθεια ακόμη και ο φόβος μας ζώνουν αντικρίζοντας ένα ζευγάρι μάτια που μας κοιτούν σαν να μας ζυγίζουν από πάνω μέχρι κάτω.
Τελικά, ο άνθρωπος γεννιέται ή γίνεται αυτό που είναι; Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που οδηγούμαστε σε πράξεις καλές ή κακές; Υπάρχουν κρυμμένα βιώματα μιας προηγούμενης ζωής, κουβαλάμε ίσως στο αιώνιο ταξίδι μας στο σύμπαν κάποια ανεκπλήρωτα όνειρα ψυχών που το μόνο που επιζητούν είναι το μέσο το οποίο θα τους επιτρέψει να ολοκληρώσουν ό,τι άφησαν μισό;
Ερωτήματα που είμαστε ανίκανοι να απαντήσουμε, που δεν γνωρίζουμε κανέναν να μπορεί να δώσει με σιγουριά μια ικανοποιητική απάντηση.
Με ιδιαίτερη μαεστρία λοιπόν, για ακόμη μία φορά, η κυρία Ιωάννου ξετυλίγει την ιστορία της δοσμένη σε δύο χρόνους, στο σήμερα και στο 17ο αιώνα, ενώνοντας μοναδικά χαρακτήρες που έζησαν στο πολύ μακρινό παρελθόν, με ανθρώπους που ζουν στο τώρα. Τι μυστικά μπορεί να κουβαλάει ένα σώμα φθαρτό που υποφέρει από την κακία όσων θέλουν να το εξαφανίσουν για δικό τους όφελος; Κι αν αυτό το φθαρτό σώμα κρύβει μέσα του μια ψυχή που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει διέξοδο σε αιώνια μυστικά που πρέπει να αποκαλύψει;
Το να αναφέρω πόσο συγκλονιστική είναι η ιστορία, πόσο ωραία δοσμένη, πόσο δεμένη χρονικά με σωστές αναλογίες του παρόντος και του παρελθόντος χρόνου, θα ήταν τετριμμένο. Ένας λόγος που ρέει, μια πλοκή που δεν σου επιτρέπει να αφήσεις από τα χέρια σου το βιβλίο παρά μόνο με παράπονο, γιατί δεν μπορείς να «ρουφήξεις» στην κυριολεξία και τις 448 σελίδες μέχρι να δεις τη λέξη ΤΕΛΟΣ.
Το κυρίαρχο στοιχείο της υπόθεσης του βιβλίου, χωρίς όμως να είναι ένα ακόμη ερωτικό μυθιστόρημα, είναι ο έρωτας. Όμως δεν λείπουν οι ίντριγκες, οι δολοπλοκίες, τα κρυφά πάθη, οι δολοφονίες, μεγάλες αλήθειες για θέματα που απασχολούν τον καθένα από μας.
Η ιστορία που εκτυλίσσεται στα ενετοκρατούμενα Επτάνησα του 17ου αιώνα καταφέρνει να μας ταξιδέψει σε μια μαγευτική εποχή, με την τραγουδιστή ντοπιολαλιά, τις υπέροχες φορεσιές, τα ήθη και έθιμα μιας ζωής τόσο διαφορετικής από τη δική μας. Όμως οι άνθρωποι πάντα κουβαλούσαν μέσα τους τις ίδιες φοβίες, τις ίδιες ανησυχίες, είχαν ανάγκη να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, χωρίς να ενδιαφέρονται για τα πρέπει της κοινωνίας.
Η ιστορία του σήμερα θίγει ένα τεράστιο θέμα που έχει απασχολήσει πολλές φορές την κοινωνία, καθώς η ανθρώπινη δυστυχία βρίσκεται αντιμέτωπη με αδίστακτα κυκλώματα που εκμεταλλεύονται τους ανίσχυρους, με μοναδικό σκοπό το κέρδος. Και που φυσικά δεν υπάρχει κανένα συναίσθημα ικανό να τους σταματήσει, ακόμα κι όταν πρόκειται για δικούς τους ανθρώπους που ανυποψίαστα πέφτουν σε λάθος επιλογές.
Όταν μια γυναίκα δεν έχει καταφέρει να εκπληρώσει το ρόλο της σ’ αυτή την κοινωνία, που δεν είναι άλλος από το να αποκατασταθεί και να τεκνοποιήσει, είναι πολλοί εκείνοι που θα την κρίνουν για τους λόγους του ο καθένας.
Τι είναι σωστό όμως και τι λάθος, γιατί συμβαίνουν κάποια γεγονότα και με ποια λογική να τα εξηγήσει κανείς;
Το μυθιστόρημα αυτό έχει μεγάλη δύναμη κρυμμένη μέσα στις σελίδες του. Τη δύναμη της πραγματικής και αιώνιας αγάπης, της αλύτρωτης αγάπης, της αδικοχαμένης ζωής. Της κακίας που βρίσκει πάντα τρόπο να διαιωνίζεται παράλληλα με την καλοσύνη. Δύο συγκοινωνούντα δοχεία που το ένα αναζητάει να μεταλαμπαδεύσει γνώση, αγάπη, δύναμη, θάρρος να αναζητήσουμε όσα ονειρευόμαστε, ενώ το άλλο βρίσκει πρόσφορο έδαφος να γεννήσει και πάλι τα μοχθηρά ζιζάνια που καιροφυλακτούν ώστε να καταστρέφουν τον υγιή σπόρο.
Αν μπορούσε ένα τραγούδι να περιέχει τους στίχους που θα συντρόφευαν το τραγούδι της Αννέτας, δεν θα ήταν άλλοι από τους παρακάτω:
Στην προηγούμενη ζωή μου είχα φτάσει
Να σ’ αγαπήσω, να σε νιώσω, να σε βρω
Κι ύστερα απ’ αυτό μ’ είχες καταδικάσει
Ως την επόμενη ζωή να σ’ αγαπώ
Γι αυτό κι εγώ ξαναγεννήθηκα μικρό μου
Τι σημασία έχει από ’δω κι εμπρός
Αν θα ’σαι εσύ που θα ορίζεις τ’ όνειρό μου
Ή θα ’ναι η μοίρα χωριστή του καθενός
Ψυχές και σώματα στο χρόνο γυρνάνε
Αλλάζουν ονόματα και πάλι απ’ την αρχή
Η μοίρα τώρα από κοντά σου δε με παίρνει
Τίποτα δε νικάει πια το παρελθόν
Κι όλο μια άγνωστη φωνή με γυροφέρνει
Μου λέει τα μάτια μη σηκώνεις απ’ αυτόν
Αυτός ο άνθρωπος θα σε καταδιώκει
Σαν ενοχή που δεν ξεπλήρωσες ποτέ
Κι αν στην επόμενη ζωή του πεις το Όχι
Πάλι μπροστά σου θα τον βρεις θέλεις δε θες.