Συγγραφέας του βιβλίου Ροζ παλ ντάλιες – Εκδόσεις Γράφημα

Το σύντομο αφήγημα «που μέχρι πρόσφατα δέσποζε στην ελληνική λογοτεχνία» είναι το είδος που εκφράζει τον Απόστολο Σπυράκη και επιδίωξή του είναι να συνεχίσει την παράδοσή του. Κάπως έτσι γεννήθηκε η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Ροζ παλ ντάλιες». Τα κείμενά του αντικατοπτρίζουν τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς, τους φόβους και τις ελπίδες του σύγχρονου ανθρώπου, που κατατρύχεται από τις αγωνίες και τα άγχη του καιρού μας. Όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας «Οι ήρωες μου είναι άνθρωποι καθημερινοί που περνούν απαρατήρητοι κι όμως κρύβουν τεράστιο πλούτο εμπειριών και γνώσεων. Θα ήθελα να πιστεύω ότι οι περισσότεροι από αυτούς αντιπροσωπεύουν τον μέσο αναγνώστη ο οποίος θα αναγνωρίσει τον εαυτό του στις αφηγήσεις τους».

  • Είκοσι τρία διηγήματα που γράφτηκαν σε διάστημα δέκα χρόνων, διαβάζουμε. Ποιος ήταν ο τίτλος του πρώτου και ποια σκέψη ή γεγονός κρύβεται πίσω από την έμπνευσή του;
    Ο τίτλος του πρώτου διηγήματος είναι ‘’Άνεμος στις Ιτιές’’ και αφορά τις αφηγήσεις κάποιου γνωστού μου που περνούσε τα καλοκαίρια του ταξιδεύοντας σε όλο το Αιγαίο με το υπέροχο ιστιοπλοϊκό του.

Τα διηγήματα «αντικατοπτρίζουν τόσο την κοινωνία της Θεσσαλονίκης, όπου ζει ο συγγραφέας, όσο και τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς, τους φόβους και τις ελπίδες του σύγχρονου ανθρώπου, που κατατρύχεται από τις αγωνίες και τα άγχη του καιρού μας». Ποιο θεωρείτε ως μεγαλύτερο άγχος του σημερινού ανθρώπου στην πόλη μας;
Σίγουρα το άγχος της επιβίωσης πίσω από το οποίο κρύβεται μια ολόκληρη σειρά απαιτήσεων της σύγχρονης ζωής για την ικανοποίηση καταναλωτικών αναγκών, την επίτευξη ενός τρόπου ζωής που να συμβαδίζει με τα γενικότερα δεδομένα σε τελική ανάλυση μια πετυχημένη πορεία που μπορεί να επιδειχτεί στους γύρω. Όλα αυτά προστιθέμενα προϋποθέτουν ένα απίστευτο ξόδεμα χρόνου και κόπου που επιβαρύνει δίχως λόγο την καθημερινότητά μας. Σε ό,τι αφορά την πόλη μας ειδικά, υπάρχει το επιπλέον άγχος που προκαλείται από ένα αστικό περιβάλλον εντελώς υποβαθμισμένο που καλλιεργεί τις πιο χαμηλές προσδοκίες.

  • Να γνωρίσουμε κάποιους από τους ήρωές σας; Και ποιος από αυτούς, πιστεύετε, αγγίζει με τα βιώματά του περισσότερο τους αναγνώστες σας;
    Οι ήρωες μου είναι άνθρωποι καθημερινοί που περνούν απαρατήρητοι κι όμως κρύβουν τεράστιο πλούτο εμπειριών και γνώσεων. Θα ήθελα να πιστεύω ότι οι περισσότεροι από αυτούς αντιπροσωπεύουν τον μέσο αναγνώστη ο οποίος θα αναγνωρίσει τον εαυτό του στις αφηγήσεις τους.
  • Σε ποιο βαθμό τα διηγήματά σας είναι προσωπικά βιώματα ή βιώματα δικών σας ανθρώπων;
    Σε μεγάλο βαθμό όμως από κάποιο σημείο και μετά ένας συγγραφέας που θέλει να έχει κάποια εξέλιξη πρέπει να δημιουργήσει μια ευρύτερη μυθολογία με βάση τα στοιχεία που τον γοητεύουν και που λαμβάνει από τις πιο απίθανες πηγές.
  • Δέκα χρόνια πριν βρισκόμασταν καταμεσής της κρίσης και τίποτε δεν προμήνυε όλα αυτά τα δυσάρεστα που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια. Πόσο σας απασχολεί το δέκα χρόνια μετά, μιας και όπως λέτε επηρεάζεστε από ταινίες, ντοκιμαντέρ και σειρές του διαδικτύου;
    Πάρα πολύ, νομίζω ότι έχουμε ξεφύγει από κείνη την τρομερή εσωστρέφεια όμως ταυτόχρονα η κοινωνία μας δεν έχει καταφέρει να λύσει πολλά από τα προβλήματα που προκάλεσαν την κατάρρευση του κοινωνικού οικοδομήματος. Νομίζω ότι σαν έθνος βρισκόμαστε μπροστά σε ένα δίλλημα, ένα σταυροδρόμι και πρέπει να αποφασίσουμε: Θέλουμε να αλλάξουμε και να επιβιώσουμε ή θέλουμε να παραμείνουμε στο επώδυνο τέλμα που κληρονομήσαμε; Πιστεύω ότι για μια ακόμη φορά θα καταφέρουμε να αναγεννηθούμε μέσα από τις στάχτες μας.
  • Επιδίωξή σας ήταν να συνεχίσετε την παράδοση του σύντομου αφηγήματος που μέχρι πρόσφατα δέσποζε στην ελληνική λογοτεχνία και όπως γράφετε «Με την πάροδο των χρόνων και κάτω από την πίεση των σύγχρονων εκδοτικών αναγκών τείνει να χάσει τη θέση που κατείχε». Μιλήστε μας για την προσπάθειά σας αυτή αλλά και την «πίεση» που αναφέρετε.
    Όταν άρχισα να εκδίδω τα διηγήματα μου άκουγα γύρω μου κουβέντες του τύπου ‘’εντάξει το διήγημα δεν είναι τόσο δημοφιλές πλέον’’ κι αυτή η φράση μου έκανε τεράστια εντύπωση, θυμόμουν την δεκαετία του ογδόντα και του ενενήντα όταν τα σύντομα αφηγήματα του Σκούρτη, του Σουρούνη, του Λευτέρη Παπαδόπουλου και άλλων γνωστών συγγραφέων έκαναν θραύση. Όμως φαίνεται ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και οι εκδότες αναζητούν μεγάλα κείμενα που μπορούν να καταναλωθούν χωρίς σκέψη σαν φαστ φουντ λογοτεχνικό. Είναι μια τάση πολύ ισχυρή στη οποία είναι δύσκολο να αντισταθείς.
  • Κριτικές σας για βιβλία έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Πόσο σας επηρεάζει σ’ αυτή τη διαδικασία το γεγονός, πως ενώ είστε υπέρμαχος του σύντομου αφηγήματος πρέπει να αξιολογήσετε μυθιστορήματα τετρακοσίων ακόμη και πεντακοσίων σελίδων;
    Είναι δυο διαφορετικά πράγματα, στη μία περίπτωση έχεις να κάνεις με ένα σύντομο αφήγημα όπου ισχύουν οι νόμοι της τέχνης, είναι μια διαδικασία εντελώς δημιουργική. Στη περίπτωση των κριτικών πρέπει να μελετήσεις το υλικό -η έκταση του ποτέ δεν με τρόμαζε- να αξιολογήσεις τα πιο σημαντικά του σημεία, και κατόπι να συνθέσεις ένα κείμενο. Κι αυτή η διαδικασία έχει μια δημιουργική πλευρά, όμως, η γραφή μιας κριτικής διέπεται από άλλους κανόνες, είναι ένα κείμενο περισσότερο τεχνικό στο ύφος του δοκιμίου. Και πρέπει να πω, τέλος, ότι υπήρχαν περιπτώσεις όπως η αυτοβιογραφία της Αγκάθα Κρίστι, όπου το έργο μου ήταν εξαιρετικά εύκολο και ευχάριστο παρά την μεγάλη έκταση του βιβλίου.
  • «Κάθε λογοτέχνης είναι φορέας των επιδράσεων και του κλίματος της εποχής του» ισχυρίζεστε και θα ήθελα να μας πείτε τι γίνεται όταν οι επιδράσεις και το κλίμα έχουν αρνητικό πρόσημο.
    Αναπόφευκτα ο συγγραφέας θα εκφράσει αυτό το αρνητικό περιβάλλον, ο Ντοστογιέφσκι μιλούσε για τη κατάσταση των απάνθρωπων ρωσικών κέντρων κράτησης, ο Γκυ Ντε Μωπασάν για τα άθλια πορνεία των γαλλικών μεγαλουπόλεων. Στη δική μου περίπτωση αφού πέρασα από ένα στάδιο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μελαγχολικό, επεδίωξα να γράφω περισσότερο αισιόδοξα πράγματα, αυτό βέβαια είχε σαν προϋπόθεση μια ισορροπημένη προσωπική ζωή που είναι απολύτως απαραίτητη για κάθε συγγραφέα.
  • Εργάζεστε ως καθηγητής αγγλικών στον ιδιωτικό τομέα και θεωρώ βέβαιο πως διαβάζετε και ξενόγλωσσα βιβλία. Με την εμπειρία που έχετε αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια μπορείτε να μας δώσετε τη μεγαλύτερη διαφορά που έχετε διαπιστώσει ανάμεσα στους Έλληνες και ξένους δημιουργούς;
    Οι Έλληνες συγγραφείς απευθύνονται σε ένα μικρό σχετικά αναγνωστικό κοινό και αναπόφευκτα δυσκολεύονται να αφομοιώσουν τις παγκόσμιες επιδράσεις που καθορίζουν την εξέλιξη του πολιτισμού. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς στα σενάρια ταινιών και σειρών που βασίζονται σε βιβλία, δύσκολα θα βρεις κάποιο ποιοτικό σενάριο βασισμένο σε βιβλίο Έλληνα συγγραφέα, που να μπορεί να σπάσει τα όρια της χώρας και να εκφράσει μια τάση περισσότερο παγκόσμια.
  • Βεβαίως, ως εκπαιδευτικός γνωρίζετε πολύ καλά πως τα παιδιά μας δε διαβάζουν βιβλία. Θεωρείτε πως είναι αναστρέψιμη η κατάσταση με δεδομένη την παντοδυναμία του διαδικτύου;
    Πολλοί μου θέτουν αυτό το ζήτημα, οι μεγαλύτεροι από μας ανησυχούν ότι οι νέα γενιά θα χάσει την δυνατότητα ανάγνωσης και γραφής όμως πιστεύω ότι αυτή είναι μια απαισιόδοξη, μοιρολατρική προσέγγιση. Οι νέοι βρίσκουν πάντα τους δικούς τους τρόπους να μάθουν για το χτες και το σήμερα, θέλουν πάντα να λειτουργούν ριζοσπαστικά και ανατρεπτικά κι αυτό δεν είναι πάντα αρνητικό. Όπως και να έχει η ευθύνη για την έλλειψη παιδείας των νέων και την έλλειψη αγάπης τους για το βιβλίο αφορά περισσότερο εμάς, τι αξίες δώσαμε στα παιδιά μας, τι ποιότητα πολιτισμού καλλιεργήσαμε, πόσο υποχωρήσαμε στην πανίσχυρη δύναμη του μαζικού καταναλωτικού πολιτιστικού προϊόντος.
  • Ποιο γεγονός του οποίου γίνατε μάρτυρας τελευταία θα αποτελούσε την πρώτη ύλη για το 24ο διήγημα αυτής της συλλογής;
    Το φετινό καλοκαίρι φυσικά το οποίο θεωρείται από τα θερμότερα όλων των εποχών. Το καλοκαίρι πάντα με προβλημάτιζε, ήταν μια δύσκολη εποχή που προσπαθούσα να κατανοήσω και να αντιμετωπίσω, εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις τόσο της ζωής όσο και της συγγραφικής μου δημιουργίας.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Τα 23 διηγήματα αυτού του βιβλίου γράφτηκαν σε ένα διάστημα περίπου δέκα χρόνων και αντικατοπτρίζουν τόσο την κοινωνία της Θεσσαλονίκης, όπου ζει ο συγγραφέας, όσο και τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς, τους φόβους και τις ελπίδες του σύγχρονου ανθρώπου, που κατατρύχεται από τις αγωνίες και τα άγχη του καιρού μας. Οι εμπνεύσεις για τη σύνθεσή τους προέρχονται από πραγματικά γεγονότα αλλά και από ιστορίες κλασικές, από αφηγήσεις ανθρώπων καθημερινών αλλά και από άλλες πηγές όπως ταινίες, ντοκιμαντέρ και σειρές του διαδικτύου – κάθε λογοτέχνης είναι φορέας των επιδράσεων και του κλίματος της εποχής του. Επιδίωξη του γράφοντος ήταν να συνεχίσει μια παράδοση του σύντομου αφηγήματος που μέχρι πρόσφατα δέσποζε στην ελληνική λογοτεχνία, αλλά με την πάροδο των χρόνων και κάτω από την πίεση των σύγχρονων εκδοτικών αναγκών τείνει να χάσει τη θέση που κατείχε.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση εντάσσονται και οι υποθέσεις που αναπτύσσονται στις σελίδες του βιβλίου σε μια προσπάθεια δημιουργίας μύθων, οι οποίοι αποτελούν τη βάση της λογοτεχνίας από το ξεκίνημα του πολιτισμού. Ρόλο σημαντικό στη σύλληψη των ιδεών που μετασχηματίστηκαν σε αφηγήσεις, έπαιξαν οι παραδόσεις των κλασικών της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Άντον Τσέχωφ, Γκυ ντε Μωπασσάν), αλλά και της ελληνικής διηγηματογραφίας (Α. Παπαδιαμάντης, Φ. Κόντογλου), μαζί με μια διάθεση άρθρωσης ενός σύγχρονου αφηγηματικού λόγου που εκφράζει τη σημερινή πραγματικότητα.

Βιογραφικό
Ο Απόστολος Σπυράκης γεννήθηκε στην Νικήσιανη Παγγαίου Καβάλας το 1968 και από το 1987 ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε οικονομικά στο ΑΠΘ και εργάζεται ως καθηγητής αγγλικών στον ιδιωτικό τομέα. Έχει εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων («Το Φιλί», εκδ. Ιωλκός, 2011) ενώ κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και σε συλλογές («Αστυνομικές Ιστορίες», εκδ. 24 Γράμματα, 2020, «40 Αστυνομικές ιστορίες», εκδόσεις Λέμβος, 2022, «1821 Μέσα από τα μάτια σύγχρονων συγγραφέων», εκδ. 24 Γράμματα, 2022). Για περισσότερο από μια δεκαετία είναι τακτικός συνεργάτης του ενημερωτικού site για το βιβλίο και το πολιτισμό diastixo.gr όπου δημοσιεύονται κριτικές, μεταφράσεις και διηγήματά του. Κριτικές του επίσης έχουν δημοσιευτεί σε μια σειρά από περιοδικά και για εφτά χρόνια ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας του ηλεκτρονικού περιοδικού Στίγμα Λόγου. Έχει συμμετάσχει σε ένα συλλογικό τόμο για τον φιλόσοφο Ρότζερ Σκρουτόν («Φωτίζοντας τον ελέφαντα στο δωμάτιο», εκδ. Παπαζήση, 2021) κι έχει εκδώσει ένα e-book με τον τίτλο «Η Κάθοδος των Δωριέων». Οι «Ροζ Παλ Ντάλιες» είναι το δεύτερο βιβλίο του.