Συγγραφέας του βιβλίου Όνειρο αληθινό – Εκδόσεις Αιώρα

Το Όνειρο αληθινό του Βασίλη Κιμούλη είναι ένα βιβλίο που «ψάχνει και ψάχνεται» κινούμενο μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Είναι αφιερωμένο στη συγγραφέα Μαργαρίτα Καραπάνου και στα είκοσι ένα αφηγήματά του μεταξύ μυθοπλασίας και αυτό-μυθοπλασίας, παρελαύνει μια λεγεώνα προσώπων, υπαρκτών και φανταστικών. «Ψήγματα της ζωής και των πράξεών τους, οι λέξεις και οι στίχοι τους, ανεκδοτολογικές πληροφορίες κι αληθινά στοιχεία αναμειγνύονται με εντελώς φανταστικές επινοήσεις σε βαθμό που ούτε ο συγγραφέας μπορεί να ξεχωρίσει ποιος είναι ποιος, τι είναι τι…» λέει στο Vivlio-life ο δημιουργός. Από τη συνομιλία μας κράτησα πολλά, όπως την ενδιαφέρουσα απάντησή του στην ερώτηση αν πιστεύει πως στην λογοτεχνία πρέπει να υπάρχουν κάποια όρια στην υπερβολή: «Με εκφράζει η Παροιμία της Κόλασης του Ουίλιαμ Μπλέικ: «Ο δρόμος της υπερβολής οδηγεί στο παλάτι της σοφίας».

  • Άκουσα αρκετά αφιερώματα ραδιοφωνικών παραγωγών αλλά και κριτικών βιβλίων να μιλούν για το Όνειρο αληθινό. Κάποιοι το χαρακτήρισαν συλλογή διηγημάτων, κάποιοι άλλοι αφηγήματα, κάποιοι μεταμορντέρνο. Όλοι, όμως, μίλησαν για «κάτι ιδιαίτερο». Ήταν στις προθέσεις σας να μας βάλετε δύσκολα;
    Σε μια λέσχη ανάγνωσης όπου με κάλεσαν να συζητήσουμε για το βιβλίο μου, μια αναγνώστρια μου είπε κατά λέξη, μιλώντας κατά κάποιον τρόπο εξ ονόματος των αναγνωστών εν γένει, ότι «θέλουμε να ακούμε το παραμύθι μας» (όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο). Αν κάποιος περιμένει να βρει στο Όνειρο αληθινό συνηθισμένες ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος, θα απογοητευθεί. Θα έδινα σε κάθε πιθανό αναγνώστη την ίδια συμβουλή που δίνω και στον εαυτό μου: αν δεν του μιλήσει το βιβλίο, να το παρατήσει – δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο.
  • Ξεχωρίζω την πρόταση του κριτικού βιβλίου Βαγγέλη Χατζηβασιλείου: “Είναι ένα βιβλίο που ψάχνει και ψάχνεται”. Συμφωνείτε μαζί του; Και αν, ναι, τι μπορεί να ψάχνει και τι αναζητά στην πορεία του προς τον αναγνώστη το Όνειρο αληθινό;
    Η κριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου με χαροποίησε πάρα πολύ και με εξέπληξε γιατί μου έδειξε πράγματα που δεν είχα φανταστεί. Γενικά είμαι ο πλέον ακατάλληλος να σχολιάσω το βιβλίο μου, αφού ούτε κι εγώ ο ίδιος το πολυκαταλαβαίνω. Πάντως σίγουρα «ψάχνει και ψάχνεται», με την έννοια ότι προσπαθώ να βρω και να μιλήσω στη δική μου γλώσσα. Πρόκειται για μία πράξη επικοινωνίας που ως τέτοια αναζητά τους αποδέκτες της. Και είναι μαγική αυτή η συνάντηση με τους αναγνώστες, καθώς εκείνοι ουσιαστικά είναι που ολοκληρώνουν το έργο, ερμηνεύοντάς το καθένας με τον δικό του τρόπο. Μια άλλη αναγνώστρια με ρώτησε γιατί στην τελευταία, ερωτική ιστορία, τη «Λώρα», βάζω τους πρωταγωνιστές να πεθαίνουν σε τροχαίο. Αυτό μου φάνηκε καταπληκτικό: πουθενά δεν γράφω ότι σκοτώνονται!
  • Επιλέξατε ως μότο σας μία φράση του Λόρδου Μπάιρον: «Είδα ένα όνειρο, που όνειρο δεν ήταν εντελώς». Το νιώσατε κι εσείς, να έχετε δηλαδή, συνείδηση ότι ονειρεύεστε ενώ το όνειρό σας βρίσκεται σε εξέλιξη και, τελικά, πόσο δημιουργικό μπορεί να αποδειχτεί ένα συνειδητό όνειρο για έναν ψαγμένο συγγραφέα;
    Με ιντριγκάρει το πάντρεμα πραγματικού και φανταστικού στη λογοτεχνία, γι’ αυτό το λόγο το βιβλίο κινείται μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Αλλά μήπως και στη ζωή δε γράφουμε (και ξαναγράφουμε) την πραγματικότητά μας; Το ερώτημα εντέλει ίσως είναι πόση αλήθεια αντέχουμε, πόσο «ισιώνουμε» την πραγματικότητα στα μέτρα μας. Τις περισσότερες φορές γυαλίζουμε τον καθρέφτη μας για να μας βλέπουμε ωραίους.
    Κατά τον Ησίοδο, τα όνειρα είναι παιδιά της Νύκτας και αδέλφια του Θανάτου και του Ύπνου. Ο Όμηρος περιγράφει τον Όνειρο ως δαίμονα του Άδη. Και ο Μπόρχες λέει ότι «τη νύχτα όταν ονειρευόμαστε είμαστε ο ηθοποιός, ο συγγραφέας, ο θεατής, το θέατρο ολάκερο. Είμαστε τα πάντα» («Μπόρχες-Σάμπατο. Διάλογος», εκδ. Printa 2010, μετάφραση: Δήμητρα Παπαβασιλείου).
    Διάλεξα αυτό τον τίτλο για το βιβλίο επειδή εμπεριέχει μια ηθελημένη αντίφαση. Το όνειρο είναι απλά και μόνο όνειρο. Όσο για την αλήθεια…
    Είναι όμως κι ένα αυτοσαρκαστικό κλείσιμο ματιού σ’ έναν στίχο της σπουδαίας Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
  • Έχουμε δει πολλές φορές το φανταστικό να μπλέκεται με το πραγματικό και την ιστορική πραγματικότητα με την μυθοπλασία. Η αλήθεια είναι ότι δεν πετυχαίνει πάντα το… μπλέξιμο. Πιστεύετε πως στην λογοτεχνία πρέπει να υπάρχουν κάποια όρια στην υπερβολή;
    Με εκφράζει η Παροιμία της Κόλασης του Ουίλιαμ Μπλέικ: «Ο δρόμος της υπερβολής οδηγεί στο παλάτι της σοφίας».
  • Αφιερώνετε το βιβλίο σας στη συγγραφέα Μαργαρίτα Καραπάνου. «… υπάρχει πίσω από και μέσα σε όλα με πολλούς τρόπους», έχετε πει σε μία συνέντευξη. Πόσο σας έχει επηρεάσει συγγραφικά και ποια ατάκα της μέσα από την πολύχρονη φιλία σας θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας;
    Η γραφή της Καραπάνου είναι κοφτερή σαν διαμάντι. Σάρκινη και αέρινη. Ανθρώπινη και δαιμονική. Τραγική και ανάλαφρη. Σ’ όλα τα έργα της, όχι μόνο στην αριστουργηματική Κασσάνδρα, κρύβεται ένας λύκος.
    Θα έλεγα ότι το Όνειρο αληθινό είναι και δικό της, με κάποιον μεταφυσικό τρόπο. Κάτι είχε διακρίνει και με ενθάρρυνε στα γραπτά μου – τα οποία συνήθως κατέστρεφα, αφού άργησα πολύ να την πιστέψω. Αυτό το βιβλίο είναι μια μορφή συνομιλίας με τη Μαργαρίτα, μια κάποιου είδους οφειλή, μια επικοινωνία στο επέκεινα, πάντα με χιούμορ.
    Θυμάμαι κάποτε μου έλεγε ότι δε δουλεύει πια το μυαλό της.
    «Κι εγώ το ίδιο, Μαργαρίτα», της είπα. «Εδώ δε θυμάμαι τι έφαγα χθες».
    «Εγώ θυμάμαι τι έφαγα χθες», μου απάντησε. «Αύριο δεν ξέρω τι θα φάω».
    Και μια άλλη φορά, την εποχή που δουλεύαμε μαζί τα ημερολόγιά της, Η ζωή είναι αγρίως απίθανη: «Όταν γράφεις αληθινά, συνομιλείς με τη μητέρα σου».
    Αυτό το πέρασμα απ’ τη σοβαρότητα στην ελαφρότητα, που ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα, προσπάθησα να βάλω κι εγώ στο βιβλίο μου – όπως και τον λύκο.
  • Στο Όνειρο αληθινό βρίσκονται κρυμμένοι ανάμεσα σε λέξεις και μνήμες πολλοί συγγραφείς. «Αμφιβάλλω αν θα τους ανακαλύψει κανείς…» σας άκουσα να λέτε χαμογελώντας! Αναρωτιέμαι αν το κριτήριο με το οποίο τους επιλέξατε είναι πως όλοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σας έχουν επηρεάσει θετικά ή αρνητικά ως άνθρωπο και ως δημιουργό.
    Στο Όνειρο αληθινό παρελαύνει μια λεγεώνα προσώπων, υπαρκτών και φανταστικών. Ψήγματα της ζωής και των πράξεών τους, οι λέξεις και οι στίχοι τους, ανεκδοτολογικές πληροφορίες κι αληθινά στοιχεία αναμειγνύονται με εντελώς φανταστικές επινοήσεις σε βαθμό που ούτε ο συγγραφέας μπορεί να ξεχωρίσει ποιος είναι ποιος, τι είναι τι. Σε τελική ανάλυση όμως αυτό το παιχνίδι δεν αφορά τον αναγνώστη ούτε είναι αυτό που κάνει ένα βιβλίο καλό ή λιγότερο καλό.
    Πιστεύω ότι όλα είναι λογοτεχνία από τη στιγμή που τα γράφεις. Ίσως μόνο εκτός από τα μαθηματικά. Κατ’ αυτή την έννοια, τόσο τα βιώματα όσο και οι ονειροφαντασίες δεν είναι παρά δομικά υλικά για να χτίσεις το γραπτό σου– λάσπη και πέτρες. Απ’ αυτό το «υλικό» δεν εξαιρούμαι ούτε κι εγώ.
    Επιλέγω συνειδητά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στις περισσότερες ιστορίες επειδή είναι απατηλή. Αυτό το «εγώ» που μιλάει, δεν είμαι εγώ, αλλά συγχρόνως είναι κι εγώ.
    Απ’ όλα τα παραπάνω αρκεί να κρατήσουμε τη λέξη «παιχνίδι».
  • … Και όπως πάντα υπάρχει στο βάθος η Αμοργός. Να υποθέσουμε πως η σχέση σας με το Κυκλαδίτικο νησί κρατά χρόνια και παραμένει ιδιαίτερη και ζωογόνα;
    Η Αμοργός είναι ο πραγματικός μου τόπος, παρ’ όλο που είμαι Αθηναίος, με ρίζες απ’ την Πόλη. Είναι μια βαθιά υπαρξιακή σχέση που δεν κατανοώ ούτε με ενδιαφέρει να κατανοήσω. Απλώς επιστρέφω πάντα εκεί, εδώ και δεκαετίες. Με συγκινεί η άγρια ομορφιά της που αντιστέκεται στην έξαλλη τουριστικοποίηση. Τα κοφτά, λιτά τοπία της, όπου τίποτα δε λείπει ούτε περισσεύει, αξίζουν όσο χίλια μαθήματα δημιουργικής γραφής. Και έναν χειμώνα πριν από δύο χρόνια, σε εκείνην αναζήτησα καταφύγιο και τελικά μπόρεσα να ολοκληρώσω αυτές τις ιστορίες. Για να το πούμε κάπως ποιητικά, αν το πνεύμα της Μαργαρίτας φουσκώνει αυτές τις σελίδες σαν μελτέμι, τα βράχια της Αγίας Άννας είναι το διάστιχο ανάμεσα στις αράδες.
  • Είστε στο χώρο του βιβλίου εδώ και χρόνια. Επομένως είστε από εκείνους που γνωρίζετε από πρώτο χέρι, πως είναι πολλά τα βιβλία που εκδίδονται κάθε χρόνο. Το κακό, είναι, πως ενώ αυξάνονται οι εκδοτικοί οίκοι, ενώ νέοι συγγραφείς καταθέτουν το δείγμα γραφής τους κατά εκατοντάδες, οι Έλληνες αναγνώστες παραμένουμε ένα απογοητευτικό ποσοστό, που κάποιοι το προσδιορίζουν στο 8%. Σε τι μπορούμε να ελπίζουμε ώστε να φθάσουμε τουλάχιστον σε διψήφιο νούμερο;
    Μόνο σε μια εθνική πολιτική βιβλίου και φιλαναγνωσίας, με γνώση, ευαισθησία, πρόγραμμα και συνέπεια. Ας ευχηθούμε ο νέος φορέας βιβλίου που έχει εξαγγείλει το ΥΠΠΟ να είναι ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Τα βράδια πετάνε σαν βράδια. Μυρίζουν τη βροχή όλων των αιώνων κι ανασηκώνουν τους ώμους. Αναρωτιέμαι αν θα την ξαναδώ κι αν θα είμαι αναγνωρίσιμος. Δεν φοβάμαι το σκοτάδι. Το επαναλαμβάνω εκατό φορές. Κάνω τον σταυρό μου καλλιτεχνικά, όπως άλλοι σφαγιάζονται για πολύ πιο ασήμαντες αφορμές.
Απ’ το βράδυ ως το πρωί παίζω το παλιό μας παιχνίδι “Ονειρεύομαι-με-την-κοιλιά-γεμάτη”. Καταστρώνω σχέδια ονειρικά. Επαναστατώ πιο ώριμα από κάθε άλλη φορά. Νιώθω σίγουρος και σε εγρήγορση. Αρκεί να πέσει κάτω ένα φύλλο για να ξημερώσει. Τα μάτια μου σιγοβράζουν. Αυτός ο ύπνος καμιά φορά ονομάζεται θλίψη».
Χελωνόμορφα τέρατα στην Αμοργό κι αλλόκοτοι καθηγητές γλωσσολογίας σ’ αόρατες ανεμόσκαλες, παρανοϊκοί στρατηγοί-περφόρμερ και μοναχοί-Δον Χουάν, τσακισμένοι από έρωτα αναχωρητές και πόλεις-φαντάσματα, συνοριακοί βαρκάρηδες και γοργόνες, καθεστωτικοί ψυχίατροι κι αποσυνάγωγοι πολιτικάντηδες, ανεξήγητες επιδημίες μ’ άσπρα λουλούδια-γύπες, σκύλους-πρόβατα και βουλευτές-κομπρεσέρ – και συγγραφείς, πολλοί συγγραφείς.

Βιογραφικό
Ο Βασίλης Κιμούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει κι εργάζεται στον εκδοτικό χώρο. Κυκλοφορούν η ποιητική του συλλογή View-Master (εκδόσεις Σαιξπηρικόν) και η συλλογή αφηγημάτων Γκανιάν (εκδόσεις Λογότυπο).