Γράφει η Κατερίνα Σιδέρη

Όταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου, δεν ήξερα τι με περιμένει. Είχα μεν διαβάσει τη σύντομη ιστορία του οπισθόφυλλου και ήμουν προϊδεασμένη για κάτι δυνατό, αλλά αυτό που κυοφορούσε στους κόλπου του, ξεπερνούσε κάθε μου φαντασία.
Μια ιστορία δυνατή, ξέχειλη συναισθήματα ικανά να σε καθηλώσουν, μια ιστορία που πονάει, συγκινεί και δίνει μαθήματα ζωής.
Η Ευγενία, είναι μια όμορφη νεαρή. Θα την χαρακτήριζα ρομαντική, δυναμική, κοινωνική, αλέγρα και συνάμα ατίθαση γυναίκα που βρήκε πρόσφορο έδαφος στην αγκαλιά του Ζαννή. Ο Ζαννής σπούδασε ιατρική στη Γαλλία και επέστρεψε στον τόπο του τη Χίο για να εργαστεί. Ανιδιοτελής χαρακτήρας ο ίδιος, προσφέρει τη βοήθειά του σε οποίον έχει ανάγκη και ζει ευτυχισμένος πλάι στη γυναικά του που υπεραγαπάει.


Η ζωή όμως έχει άλλα σχέδια για το νεαρό ζευγάρι. Τους προσφέρει πίκρες και στεναχώριες, τους πετά μέσα σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα με μόνη σανίδα σωτηρίας την αγάπη τους, σε καιρούς πολέμου, στα χρόνια του 1821 που η Ελλάδα ετοιμάζεται να πετάξει από πάνω της τον τουρκικό ζυγό.
Η Ευγενία βίαια αφήνει την οικογενειακή εστία και μετακομίζει στο Σήφι, στο κομμάτι εκείνο που θέση έχουν μονάχα οι λεπροί. Αυτή η εξέλιξη κομματιάζει τους δύο νέους που πασχίζουν να κρατήσουν την ελπίδα και την αγάπη τους ζωντανή με όποιο κόστος.
Έχουμε να διαβάσουμε πολλά. Πρόκειται για μια κυριολεκτική και μεταφορική σφαγή του έρωτα, του ανθρώπου, της ελπίδας, της ίδια της ζωής. Ποιος θα αντέξει; Μη ρωτάτε, είναι ακόμη νωρίς για να σας πω…

ποια μοίρα ζήλεψε την αγάπη τους και τους καταδίκασε σε αυτό το βασανιστήριο;

Η αφιλοκερδής φροντίδα στους ανθρώπους του λεπροκομείου από τον Ζαννή, η απερισκεψία της Ευγενίας που συνοδεύεται από μια πτώση και μια πρόωρη γέννα, η Καντέρ σύζυγος του Εμρέ που ξεχνά να προφυλαχτεί, το νέο μέλος της οικογένειάς τους που έρχεται στη ζωή συνοδευόμενο με ανάμεικτα συναισθήματα, αλλά και η γνωριμία του Δημήτρη με τον Εμμανουήλ Ξάνθο, είναι στοιχεία του βιβλίου που πυροδοτούν δύο διαφορετικές εστίες οι οποίες θα καίνε καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης πλάι – πλάι.
Η εμφάνιση της ασθένειας της Ευγενίας αλλάζει τα πάντα. Οι γρήγορες αποφάσεις σηματοδοτούν μια νέα αρχή για το ζευγάρι που καλείται να δείξει σθένος στη νέα τάξη πραγμάτων.
Νέα πρόσωπα κάνουν την εμφάνισή τους ανάμεσα στις λέξεις πλαισιώνοντας τα υπόλοιπα, κάποια από τα οποία θα σας παρουσιάσω και άλλα που μπορεί να μείνουν αφανείς ήρωες, όμως θα δώσουν το δικό τους στίγμα στην πολύκροτη ιστορία μας.
Ο πατέρας Άνθιμος θα σταθεί αρωγός της Ευγενίας στο λεπροκομείο και η προσφορά του δωματίου κοντά στο ναό της Παναγίας θα αποβεί μια πράξη σωτήρια για την ψυχή της και η κόρη της Σουλτάνας Κορνηλία θα αποτελέσει τον παιδικό έρωτα του Κωστή που οι διαστάσεις του ξεπερνούν κάθε προηγούμενο.
Ένας τάφος που θα αποτελέσει κρυψώνα για κάποιον αθώο, οι μυημένοι Χιώτες στην Φιλική Εταιρεία, ένα αυτοσχέδιο δαχτυλίδι από κλαδιά γιασεμιών, η συνάντηση μάνας και γιου γεμάτη αγωνία και αδημονία που δεν κράτησε παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα, αλλά και η κρυφή προετοιμασία για την εξέγερση και την αιματηρή επανάσταση, κρατούν γερά τα σκήπτρα της αγωνίας του αναγνώστη, ενόσω ο τελευταίος ρουφά τις λέξεις με λαιμαργία.
Ακολουθεί η εξομολόγηση της Ειρήνης και του έρωτά της για τον Μουσταφά, μια φυγάδευση για τη Σπιναλόγκα, σχέδια που μένουν ανεκτέλεστα, η Παναγία Υπακοή και η σπηλιά στα θεμέλιά της, το αρρωστημένο πάθος του Τούρκου που τρέφεται με το αίμα του Έλληνα και κάπου εδώ τη σκυτάλη παίρνουν οι φρικαλεότητες του πολέμου που πραγματικά με συγκλόνισαν.

Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση που μου κίνησε το ενδιαφέρον για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο της Ελπινίκης Καλαγκιά, ένα σύντομο βιογραφικό της οποίας θα βρείτε στο τέλος του άρθρου, επέλεξα την παρακάτω:
μη σκέφτεσαι τι δεν θα έχουμε απόψε. Σκέψου τι θα έχουμε αύριο το πρωί

Ποιος αποκεφαλίζει μικρά παιδιά χωρίς ίχνος συναισθήματος;
Ποιος ατιμάζει γυναίκες μπρος στα μάτια των γονιών τους;
Ποιος δίνει σε ένα παιδί να κρατά το κομμένο κεφάλι του πατέρα του;
Ποιο μίσος οπλίζει χέρια, κλείνει μάτια και αφτιά, πετρώνει καρδιές και προσκυνά τον θάνατο;

Δεν υπάρχουν απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα. Μάλλον υπάρχουν αλλά είναι ξεπερνούν κάθε φαντασία κι ας έγιναν πράξη. Αφότου έκλεισα το βιβλίο, κράτησα παρακαταθήκη τις προσευχές των πιστών που παρακαλούσαν για βοήθεια, το θάρρος της Ελπινίκης, το σθένος του Κωστή μπροστά στο θάνατο και την άσβεστη αγάπη της Ευγενίας που αψηφά τα πάντα.
Η ελπίδα πολλές φορές περπατά πλάι – πλάι με την απελπισία κάτι που θα συναντήσουμε και στο σημερινό βιβλίο. Εσείς ως αναγνώστες καλείστε να διαλέξετε το πρόσημο που θα βάλετε στον επίλογο του βιβλίου, αφότου ολοκληρώσετε την ανάγνωση. Αν ρωτάτε εγώ πως έπραξα, θα σας πω ότι επέλεξα να κλείσω θετικά την αυλαία, σκεπτόμενη ότι η ζωή θα φερθεί με φροντίδα και στοργή στην παιδική αγάπη που βλάστησε μέσα στον πόλεμο, γιατί τους το χρωστάει!

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα του βιβλίου.
Η Ελπινίκη Καλαγκιά γεννήθηκε στη Χίο το 1980, όπου και ζει με την οικογένειά της. Σπούδασε στα Ιωάννινα στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Της αρέσουν τα ταξίδια και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία. Η λατρεία της για τον τόπο της την ενέπνευσε να ασχοληθεί με τη συγγραφή.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΞΗ.

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρει:
Στην τουρκοκρατούμενη Χίο, που το μίσος του εχθρού παραμονεύει σε κάθε γωνιά, δύο νέοι ορκίστηκαν «μαζί στη ζωή, μαζί και στον θάνατο». Ο Ζαννής και η Ευγενία βίωναν την απόλυτη ευτυχία και ονειρεύονταν μια ελεύθερη ζωή. Υπάρχει, όμως, αγάπη που να μη γίνει ζηλευτή από τη μοίρα;
Λίγο καιρό μετά τον γάμο τους, η Ευγενία θα διαβεί τις πύλες του λεπροκομείου. Η ζωή τής στέρησε απότομα ό,τι της είχε χαρίσει απλόχερα ως τώρα και την ανάγκαζε να ζήσει σαν μια ζωντανή νεκρή. Όμως, η Ευγενία δεν λύγισε ούτε στιγμή. Ήξερε ότι ο Ζαννής δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ και πως θα στεκόταν στο παιδί τους σαν μάνα και πατέρας. Αυτό που δεν ήξερε, ήταν ότι το λεπροκομείο του Αγίου Λαζάρου σε λίγα χρόνια θα παραδιδόταν στις φλόγες της καταστροφής… Στις 30 Μαρτίου 1822, ο Βαχίτ πασάς θα κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Επιτέλους, η εντολή και οι ενισχύσεις του Σουλτάνου είχαν καταφτάσει. Από το σπαθί του δεν θα ξέφευγε κανείς, μήτε γυναίκα, μήτε παιδί. Η κτηνωδία είχε μόλις ξεκινήσει, το χώμα βάφτηκε κόκκινο από το αίμα αθώων…
Σαράντα χιλιάδες ψυχές αφανίστηκαν από την τουρκική λεπίδα. Ο Ζαννής και η Ευγενία είχαν δώσει όρκο να προστατέψουν ό,τι πολυτιμότερο είχαν, ακόμα και με τη ζωή τους. Το βλέμμα τους την ύστατη στιγμή έλαμψε από αγάπη και περηφάνια. «Μαζί στη ζωή, μαζί και στον θάνατο…» και ας μην αντάμωσαν ποτέ ξανά… Όμως, ακόμα και η σφαγή δεν μπορεί να θανατώσει την ελπίδα. Γιατί τι είναι το αύριο χωρίς αυτήν;