Ένα βιβλίο με είκοσι τρία διηγήματα που αναφέρονται στις γυναίκες, διηγήματα που ισορροπούν μεταξύ ονείρου και φαντασιακού, αρχέγονων ενστίκτων και δεισιδαιμονίας, αστικού τοπίου και της ζωής στην επαρχία, εσωτερικών κι εξωτερικών δαιμόνων, τόπων που κρατούν ζωντανούς τους ίσκιους των ανθρώπων, που βάρυναν περισσότερο από όσο εκείνοι μπορούσαν να αντέξουν, που όσο αυτοπεριοριζόμαστε στον ζωτικό μας χώρο τόσο συρρικνώνεται ο κόσμος τριγύρω μας, στην αναζήτηση λύσεων και αυτό-περιορισμών, που η γυναίκα είναι πιασμένη στα «γιατί» και «πώς»…


Πίσω από τον ήχο του νερού μια μάνα -σκλάβα και το χωράφι της γεμάτο πέτρες, η μητέρα που ακούει το τραγούδι του παιδιού που θέλει να φέρει στον κόσμο, η προσμονή, η αγωνία και η συντριβή όταν εκείνη αντίκριζε το κόκκινο της περιόδου, τα καταραμένα κόκκινα μαλλιά της αδελφής, το κορίτσι που ζούσε για τρεις μήνες, τι κάναμε στη ζωή μας λάθος, η καταραμένη απότομη στροφή για το χωριό, τα σκαλοπάτια στα Θολάρια της Αμοργού, η «γάτα» και οι γοφοί της σε ένα λίκνισμα ηδονικής ναυτίας, τα παιδιά ,που γεννήθηκαν από τους βιασμούς Ελληνίδων από τους Γερμανούς κατακτητές, το κλειδί δίπλα στο φλιτζάνι, η γυναίκα φύλακας του εγκαταλειμμένου οικισμού, ενώ είμαστε πια μια παγκόσμια κοινότητα συνδεδεμένη μέσω του διαδικτύου στήνουμε ακόμα φράκτες ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, ο κέδρος που φύτεψε η μάνα η Σύρια όταν γεννήθηκε ο γιος της, για να ψηλώνουν μαζί, αλλά ο κέδρος δεν τα κατάφερε, μια οβίδα έκοψε το κορμί του στη μέση και ο γιός της χάθηκε στον βυθό του Αιγαίου, εκείνη που απαγγέλλει στίχους, ερμηνεύει μονολόγους, σκηνοθετεί τον εαυτό της και βρίσκει λίγο χρόνο για να βουτήξει στις χάρτινες ζωές των ηρωΐδων της, η μνήμη από πορσελάνη, το δάσος με το ξωτικό, όσο γεροδεμένα κι αν είναι τα πλεούμενα, όσο σκληροτράχηλα, μια γυναίκα προεξάρχει, κατευθύνοντάς τα, το κέντημα και η χαρακιές στα μαστιχόδεντρα και η βαθιά πληγή κάθετη στη φλέβα, μικρή παιδούλα, μάνα, κόρη αυριανή που μέσα στα σπλάχνα της βογγούνε οι σκοτωμένοι της Μακρονήσου, η Κωπαΐδα θα ήταν μια όμορφη πεδιάδα, εάν δεν ήταν εκείνες οι λεύκες να διακόπτουν τη συνέχειά της, να επιβάλλουν ένα φραγμό στο βλέμμα, που στέκουν σε αλληλουχία, ψηλές αγέρωχες, με λευκό δέρμα, η μία δίπλα στην άλλη, καθαρό ασήμι, χάρισμα στον ήλιο…


Ο θάνατος εναλλάσσεται με τη ζωή, το καλό με το κακό, οι λέξεις με τους στίχους, η παύση δίνει πάντα χώρο στο αέναο, η πραγματικότητα γίνεται τέχνη, εμείς που είμαστε και οι Άλλες, ο ρεαλισμός μετατρέπεται σε ποίηση, η αρετή και η φαυλότητα, ο φθόνος και το μίσος, η ζήλια και η ψευτιά, οι θύμησες και οι απωθήσεις, οι ελπίδες και οι φόβοι, η ευγνωμοσύνη και η σαγήνη, γυναίκες και ασημένιες λεύκες, να στέκεις άπραγη ενώ γύρω σου τα πάντα σαλεύουν, το άσχημο που είναι να καταλήγεις ξένη στους δικούς σου ανθρώπους, αβάσταχτη καταλήγει η ζωή χωρίς αυταπάτες…
Εξερευνά το βιβλίο αυτό τις ιδέες της μοναξιάς, της αποξένωσης, της κακοποίησης, της ανασφάλειας, της ζήλειας, της πληγής, της ζωής, της ανθρωπιάς, τις ηθικές αξίες, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις γυναίκες πρόσφυγες.


Τα κείμενα της Βίκυς Κλεφτογιάννη αντικατοπτρίζουν την κοινωνία σήμερα. Οι ηρωΐδες της βιώνουν δυσκολίες σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Παλεύουν με τους προσωπικούς τους δαίμονες αλλά και με όσα εμπόδια η ζωή σπέρνει στον δρόμο τους. Που μέσω των ηρωΐδων της η συγγραφέας καθρεπτίζει με γλυκόπικρο χιούμορ την ελληνική πραγματικότητα ως μια κοινωνία που αδυνατεί να ωριμάσει. Μεταφέρει η συγγραφέας στο κέντρο του ενδιαφέροντος την αγωνία και την ανάσα των λιγότερων ευνοημένων και κυρίως των γυναικών, δίνοντάς τους φωνή. Αυτών των γυναικών που πηγαίνουν να γίνουν βορά και να αλεστούν από τα γρανάζια ενός συστήματος, το οποίο δεν δείχνει κανένα έλεος και καμία κατανόηση για τους ανθρώπους που δεν μπορούν να τα καταφέρουν.
Ένα έργο που μιλάει ότι ζούμε σε μια πεζή εποχή χωρίς οράματα, που η σπίθα δεν γίνεται φωτιά και που ο τρόμος και η κακοποίηση του άλλου φύλου είναι το μεγαλύτερο μέσο χειραγώγησης.
Ένα έργο πέρα από το χρόνο και τον τόπο.
Ένας ύμνος στον αέναο κύκλο της σπαρακτικής γυναικείας περιπέτειας.
Λόγος λιτός και δωρικός.
Γυναικείες ιστορίες αιχμηρές, αφήγηση στα άκρα με ένταση.
Σε τεντωμένες στο σκοινί όλες οι αισθήσεις από την αρχή ως το τέλος.
Ένα έργο τέχνης που μας καθήλωσε και μας γοήτευσε.
Τα βιβλία που έχουν φλέβες χτυπάνε στον ρυθμό της καρδιάς αυτού του κόσμου. Ακόμα δε χάθηκαν όλα…
Διαβάστε το.


Η Βίκυ Κλεφτογιάννη γεννήθηκε στην Άσκρη Βοιωτίας. Είναι βιολόγος με μεταπτυχιακή ειδίκευση στην περιβαλλοντική βιολογία και διδακτορική διατριβή σε θέματα συμμετοχικής περιβαλλοντικής διαχείρισης (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης). Έχει συμμετάσχει στο συλλογικό έργο Θεσσαλονίκη 2012: Διαγωνισμός διηγήματος (εκδόσεις Ιανός, 2011) και έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων 14 ζωές στη Σαλονίκη (εκδόσεις Κέδρος, 2015) και Λεύκες (εκδόσεις Κέδρος, 2022). Έχει δημοσιεύσει διηγήματα και άρθρα σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.