Συγγραφέας του βιβλίου «Ξεφλουδισμένα στόρια» – Εκδόσεις «Πηγή»

Δύο στενοί και υποφωτισμένοι δρόμοι του κέντρου της Θεσσαλονίκης έδωσαν την ιδέα του εξωφύλλου, στον Νίκο Βαβδινούδη, ενώ οι ξεφλουδισμένες ιστορίες ανθρώπων που κινούνται σ’ αυτούς την ιδέα να συγκεντρώσει σ’ ένα βιβλίο τις αυτοτελείς ιστορίες τους. Ένα βιβλίο πλημμυρισμένο από άρωμα Σσαλονίκης –όπως προτιμά να την αποκαλεί ο συγγραφέας- που αποτελεί για κείνον αρχέτυπο της μάνας και της ερωμένης. Όπως λέει στο Vivlio-life, «Μοιράζομαι μνήμες μαζί της. Απιστώ αλλά επανέρχομαι μεταμελημένος στη συγκατάβαση της σιωπής της». Πάντως δεν νομίζω πως υπάρχει ένας …Σσαλονικιός που να μη συμφωνεί με την πρότασή του «Η πόλη με έμαθε να κλειδώνω και να ξεκλειδώνω τους πιο δύσκολους κώδικες. Προσφέρει έναν κρυπτογραφικό κώδικα επικοινωνίας των κατοίκων της μεταξύ τους».

Ο κεντρικός τίτλος που επιλέξατε για τις αυτοτελείς ιστορίες σας, ταιριάζει απόλυτα με τις φωτογραφίες εξωφύλλου και οπισθόφυλλου. Οι φωτογραφίες σας έδωσαν τον τίτλο ή ο τίτλος σας έκανε να αναζητήσετε τις φωτογραφίες;
Ο τίτλος προηγήθηκε των φωτογραφιών. Στις βόλτες που κάνω στην πόλη συναντώ ανθρώπους με ξεφλουδισμένα χείλη το χειμώνα και ξεφλουδισμένο δέρμα το καλοκαίρι. Σκέφτηκα να τους ντύσω με ξεφλουδισμένες ιστορίες, να γράψω τις δικές τους προεκτάσεις, να αφήσω στους πολλούς τα ίχνη τους, να γίνω ένας αγγελιαφόρος των αδυναμιών, της απόγνωσης αλλά ταυτόχρονα και της επιθυμίας να ξαναβάψουν τα στόρια τους.


Όσοι ζούμε σ’ αυτή την πόλη γνωρίζουμε πως ξεφλουδισμένα στόρια βρίσκονται ακόμη σ’ εκείνα τα στενά δρομάκια του κέντρου που σφύζουν από ζωή κυρίως το πρωί ενώ το βράδυ τα λες και επικίνδυνα. Πού τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες αυτές;
Οι εξαιρετικές φωτογραφίες αποτελούν προϊόν κοπιώδους αναζήτησης που πραγματοποίησε ο πολυτάλαντος φίλος Δημήτρης Δρένος. Οι δρόμοι είναι η Παύλου Νιρβάνα και Πολυξένης Αντωνίου στενοί και υποφωτισμένοι από το ύψος των κατασκευών. Τοποθεσίες του κέντρου από όπου ξεκινούμε όλοι κυκλοδίωκτοι
Η πόλη μου στον χάρτη ή από ψηλά μοιάζει με λεπιδόπτερο, ολομετάβολο στον χρόνο. Ένας στενός κορμός το κέντρο της, ένα μεγάλο κεφάλι η άνω πόλη με κεραίες τα τείχη και δυο μεγάλα φτερά σε ανατολή και δύση που όλο και διογκώνονται, ψάχνοντας άλλοτε συγχρονισμένα το τέλειο τίναγμα ή και άλλοτε ασυγχρόνιστα απαιτώντας την πρωτοκαθεδρία στην πτήση. Όμως στο τέλος της διαδρομής δεν είναι η πόλη μα οι άνθρωποι που την κατακτούν και κατακτιούνται από αυτήν.

Οι ιστορίες σας είναι όλες εμπνευσμένες από την πόλη που γεννηθήκατε, μεγαλώσατε και εργάζεστε. Νιώθετε πως της χρωστούσατε αυτή την έκδοση για ό,τι σας προσφέρει εδώ και 48 χρόνια;
Η Θεσσαλονίκη είναι ένα θηλυκό που αποτελεί το αρχέτυπο της μάνας και της ερωμένης. Μεγαλώνω κι αλλάζω κοντά της. Μοιράζομαι μνήμες μαζί της. Απιστώ αλλά επανέρχομαι μεταμελημένος στη συγκατάβαση της σιωπής της. “Αν θες να μάθεις τη γυναίκα, πρέπει να μάθεις τους δρόμους που τα τακούνια της χτυπούν. Δε γίνεται αλλιώς, θέλει πνευμόνι. Το φθινόπωρο τα παπούτσια σου να σπρώχνουν πεσμένα φύλλα, το χειμώνα να περπατήσεις από τους πρώτους πριν βρωμίσει το χιόνι, το καλοκαίρι να σηκώσεις πιο ψηλά από τον αστράγαλο τη σκόνη”.

Γνωρίζετε όλους τους ήρωες των αυτοτελών ιστοριών σας;
Οι ήρωες των ιστοριών είναι προϊόντα ενός κυνηγητού όχι τόσο προσωπικών εμπειριών αλλά κυρίως παρατήρησης και μελέτης. Στην Αμερική κυριαρχεί το live and write. Στην Ευρώπη βαστάμε ακόμη το read, walk, observe and write. Είναι η ομορφιά της δημιουργίας, όπου συλλέγεις στοιχεία από πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες για να πλάσεις έναν. Ο αναγνώστης ταυτίζεται με κάποια στοιχεία, προβληματίζεται με άλλα, θυμώνει, χαμογελά και ψάχνει τις καταλήξεις και τις ανατροπές.

Μήπως τελικά τα «Ξεφλουδισμένα στόρια» είναι η ζωή σας όλη σε 156 σελίδες;
Όχι σε αυτές τις 156 σελίδες δεν παρελαύνει η ζωή μου. Άλλωστε οι περισσότεροι συγγραφείς είμαστε μάλλον συνηθισμένα ανιαρές υπάρξεις των οποίων οι ζωές εξαντλούνται σε ένα φύλλο χαρτί.

Γιατί Σσαλονίκη και όχι Θεσσαλονίκη ή Σαλονίκη; Εξηγήστε μας το δεύτερο σίγμα.
Το Σσαλονίκη για να είμαι απολύτως ειλικρινής μαζί σας προήλθε από ένα παρατεταμένο πάτημα του γράμματος “Σ”. Όταν το ξαναείδα μου άρεσε πολύ και το κράτησα. Στο Βορρά τραβάμε τα σύμφωνα, στο Νότο τα φωνήεντα.

Στο τέλος του κεφαλαίου αυτού γράφετε: «Η Σσαλονίκη μου έμαθε να ξεκλειδώνω και να κλειδώνω τους πιο δύσκολους κώδικες». Μιλήστε μας γι αυτή τη σκέψη.
“Η πόλη με έμαθε να κλειδώνω και να ξεκλειδώνω τους πιο δύσκολους κώδικες”. Προσφέρει έναν κρυπτογραφικό κώδικα επικοινωνίας των κατοίκων της μεταξύ τους. Κάτι φαινομενικά ράθυμο, κάτι επιπόλαια γκρινιάρικο για όσους το αγνοούν.

Η γραφή σας σε πολλά σημεία είναι ποιητική ενώ σε πολλά σημεία ο αναγνώστης διαπιστώνει πως είστε καυστικός. Είστε από τους δημιουργούς που θέλουν να αφήσουν στον αναγνώστη ένα μήνυμα με το βιβλίο τους; Και αν ναι ποιο θα ήταν αυτό το μήνυμα;
Μόνο ένας ματαιόδοξος πιστεύει ότι μεταφέρει μηνύματα στον αναγνώστη. Όχι δεν είναι έτσι, οι λέξεις είναι ένα επικίνδυνο υλικό με διπλή κόψη. Ένα μέσο αμφίσημο. Ο συγγραφέας είναι αυτός που πιστεύει την αλήθεια του αλλά είναι ο αναγνώστης που την ερμηνεύει, προσαρμόζοντάς την στους πολύ προσωπικούς του πονόδοντους.

Σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Διηγήματα µε ήρωες νεότητας από καιρό ξοδεμένης και μέσης ηλικίας που ξεπέφτει.
Ξεφλουδισμένες ιστορίες, σαν περιπλανήσεις σκιών που οδηγούν σε απόγνωση, κάποιες σε κάθαρση, αλλά ποτέ στη λήθη.
Ξενάγηση σε δρόμους που φωνάζουν και ανθρώπους που μένουν σιωπηλοί. Γειτονιές όπου το λούμπεν αναμειγνύεται µε το καθωσπρέπει, σε µια πόλη του ’60 ως το σήμερα. Αναιμικές φαινομενικά υπάρξεις, σε χώρους κρυμμένους από τα περιθώρια στο ημίφως.
Τι συμβαίνει σ’ έναν ταξιτζή νυχτερινής βάρδιας, ποια είναι η φιλία α λα αγγλικά, ποιες είναι οι αποδείξεις αγάπης, πόσες παλιές φωτογραφίες χρειάζεται κάποιος;

Βιογραφικό
Ο Νικόλαος Κ. Βαβδινούδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη πριν 48 έτη και για χρόνια πλάγιαζε νωρίς. Στα δεκαοκτώ χώρισε εγκαρδίως με το Αμερικανικό Κολλέγιο για την Πολυτεχνική Σχολή του Αριστοτελείου. Μετά από πενταετή σχέση με το τμήμα Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών και παρά τις διαρκείς του απιστίες προς αυτό, με ωφελούμενη τη συγγραφή και την ανάγνωση περισσότερο λογοτεχνικών παρά ακαδημαϊκών στύλων σοφίας, κατόρθωσε να αποκτήσει ως προικοθήρας την ικανότητα του μηχανικού, τη σοφία της βέλτιστης προσπάθειας και την υπομονή στην επαναληπτική συνόρθωση προς ελαχιστοποίηση των λαθών. Το συρτάρι του γραφείου ήταν ανοιχτό και άδειο στα είκοσί του αλλά τώρα διαμαρτύρεται, εκλιπαρώντας για αποσυμφόρηση. Άρχισε να φλερτάρει με το ταχυδρομείο και τους εκδοτικούς οίκους, αναμένοντας ως επίδοξος «ιδαλγός» νυμφίος, το «ναι», προσφέροντάς σας αναγνώστες, όχι δαχτυλίδι, αλλά τις σελίδες μιας κατάδυσης, με ύφος πολύ πιο σκοτεινό από το κεχαριτωμένο που σας απευθύνεται. Διηγήματά του βραβεύτηκαν στους διαγωνισμούς: «Παράξενες μέρες στη Θεσσαλονίκη 1ο βραβείο, «Σοσιαλιστικές ιστορίες», 1ο βραβείο, «Ένα βιβλίο για τη Θεσσαλονίκη», 4ο βραβείο.