Ίσως είναι από τις λίγες φορές που θέλω να διαβάσω «μονορούφι» ένα βιβλίο. Και για να μην παρεξηγηθώ, … εξηγούμαι. Όσα χρόνια ήμουν στη δημοσιογραφία άκουγα, ρωτούσα, προσπαθούσα να επεξηγήσω υπονοούμενα, βλέμματα, μισόλογα. Να, λοιπόν, που ήρθε η ώρα μέσα σε 244 σελίδες να γνωρίσω την αθέατη πλευρά της δημοσιογραφίας των τελευταίων σαράντα χρόνων, για την οποία όλοι είχαν άποψη εδώ στη Θεσσαλονίκη αλλά πολλές φορές κρύβονταν μαζί με αυτήν πίσω από ένα αινιγματικό χαμόγελο. Ο Νίκος Δημαράς μέσα από το βιβλίο του «Δημοσιογραφικά παρασκήνια» ρίχνει φως σ’ αυτήν την αθέατη πλευρά, με πολύ χιούμορ και σαρκασμό, με πολλά στιγμιότυπα αλλά και πολλές αλήθειες, που για χρόνια μοιράζονταν με την «άτακτη παρέα» της Τσιμισκή. Ρεπόρτερς, αρθρογράφοι, φωτορεπόρτερς, που κάλυψαν όλα τα σπουδαία γεγονότα της Μακεδονίας και κατόρθωσαν να συνδυάσουν το «κυνήγι» της είδησης με μια ανθρώπινη ζεστή παρέα, που αν και με απουσίες κρατάει μέχρι σήμερα. Σ’ αυτήν τη κιβωτό των αναμνήσεων όπως χαρακτηρίζει το βιβλίο ο εκδότης Αντώνης Μαλλιάρης, κρύβεται η ιστορία του τύπου της Θεσσαλονίκης και αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως οι αναγνώστες θα περάσουν καλά ταξιδεύοντας με τον συγγραφέα και την … άτακτη παρέα του.

Πρέπει να σας πω ότι το Vivlio-life και η Ιουλία Ιωάννου που στηρίζει κάθε νέα συγγραφική προσπάθεια καλωσορίζουν το πρώτο σας βιβλίο. Κατάγεστε κι οι δυο από την Αιτωλοακαρνανία, πώς νιώθετε που θα σας διαβάσουν συντοπίτες σας μέσα από την ιστοσελίδα που διαχειρίζεται;

Νιώθω πολύ όμορφα επειδή η αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα είναι γνήσια και αιώνια, αλλά και γιατί θα δοθεί η ευκαιρία σε συντοπίτες μου, όπως λες Μαρία, να διαβάσουν και να πάρουν μια ιδέα για την αθέατη πλευρά της δημοσιογραφίας, αλλά και να γελάσουν λίγο με τα χιουμοριστικά περιστατικά. Άλλωστε αυτοί ξέρουν πολύ καλά να εκτιμούν το χιούμορ και το έχουν βάλει στην καθημερινή τους ζωή. Ύστερα είναι και το άλλο: Θα δικαιώσω τις προτροπές πολλών για να γράψω ένα βιβλίο. Μου έλεγαν μερικοί φίλοι στο χωριό: “Καλά τι καν΄ς εκεί σα παν στ΄ Σαλονίκη; Ούτι ένα βιβλίου δεν έχ΄ς γράψ. Δε βλέπ΄ς τσ αλλνούς; Γράφνει κάθι μέρα….


• Μόνο με χαρά και ικανοποίηση – δε σας κρύβω και με μεγάλη προσωπική περιέργεια – ξεφυλλίζω τα «Δημοσιογραφικά παρασκήνια». Αλήθεια πού κρατούσατε φυλαγμένα τόσα μαργαριτάρια και περίεργα στιγμιότυπα του δημοσιογραφικού κόσμου της πόλης μας;

Έχω μια μανία με το μάζεμα χαρτιών, φωτογραφιών, βιβλίων, μικροπραγμάτων κ.τ.λ. Δεν τα αποχωρίζομαι εύκολα. Κάθε φορά λοιπόν που τελειώναμε τη δουλειά κρατούσα για το αρχείο μου κάποια “άχρηστα” για τους άλλους υλικά. Είτε χειρόγραφα, είτε φωτογραφίες, είτε προσκλήσεις από εκδηλώσεις. Ακόμη και προγράμματα από το Φεστιβάλ Τραγουδιού έχω. Μερικά περιστατικά, βέβαια, τα συγκράτησα στη μνήμη μου, ενώ άλλα μου αφηγήθηκαν μερικοί καλοί συνάδελφοι.

• Μπορούν να χωρέσουν 40 χρόνια μαχόμενης δημοσιογραφίας σε 244 σελίδες;

Φυσικά και όχι, αλλά εδώ μιλάμε για μια γεύση αυτής της ζωής, για ένα απάνθισμα από περιστατικά με φάρσες, πλάκες, αλλά και σοβαρά γεγονότα. Καμιά φορά με χιούμορ μπορείς να πεις τα πιο σοβαρά πράγματα. Αυτό το διδαχτήκαμε από τον πατέρα μας, στη μνήμη του οποίου αφιερώνω το βιβλίο.

• Ποιά γεύση σας άφησαν αυτά τα σαράντα χρόνια;

Υπερίσχυσαν οι γλυκιές στιγμές. Μπορεί να είχαμε δυσκολίες, τρεχάματα, ξενύχτια μπροστά στις γραφομηχανές και στο μάρμαρο της σελιδοποίησης, καυγάδες, εντάσεις, αγωνίες και παράπονα, αλλά στο τέλος μένει η γεύση της ικανοποίησης από μια διαδρομή, που είχε μεν αγκάθια, αλλά όχι τόσο μεγάλα για να πληγώσουν την καρδιά σου. Οι μικρόψυχοι, οι κακεντρεχείς, οι έχοντες σύνδρομα και εμμονές, έμειναν στην άκρη…

• Μικρά και μεγάλα ρεπορτάζ, σπουδαία ιστορικά γεγονότα, απώλειες, χαρές και λύπες στη δημοσιογραφική οικογένεια της Θεσσαλονίκης. Αν ταξιδεύαμε μαζί σας πίσω στο χρόνο, ποιο ρεπορτάζ θα βρίσκαμε να σας έχει επηρεάσει περισσότερο ως άνθρωπο και όχι ως επαγγελματία;

Με “σακάτευαν” τα δράματα των ανθρώπων. Αυτά, που αποκαλύπτονταν μπροστά μου την εποχή, που έκανα δικαστικό ρεπορτάζ. Είχα κάνει ένα οδοιπορικό στις φυλακές Κασσάνδρας με άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης Γ.Α. Μαγκάκη και γνώρισα δεκάδες ισοβίτες, που τους έλεγαν “λογοτιμήτες”. Έδιναν λόγο τιμής και έπαιρναν άδεια από τη φυλακή σε σοβαρές περιπτώσεις. Περίπου 30 άνθρωποι, “ναυάγια” της ζωής μου αφηγήθηκαν τις ιστορίες τους. Δημοσιεύτηκαν περιλήψεις σε ένα τετρασέλιδο στις “Επιλογές” της Μακεδονίας. Έφυγα ράκος. Ούτε να οδηγήσω δεν μπορούσα…

• Ποια είναι η «άτακτη» παρέα της Τσιμισκή και πόσο «άτακτη» ήταν;

Επικεφαλής φυσικά ο πρύτανης του φωτορεπορτάζ Γιάννης Κυριακίδης. Το μέγα πειραχτήρι, ο συνάδελφος Δημήτρης Γουσίδης, επί πολλά χρόνια πρόεδρος της ΕΣΗΕΜ-Θ. Ακολουθούσαν ο Γιάννης Παπαμίχος, όλοι οι συνάδελφοι από τα ανταποκριτικά γραφεία του οργανισμού Λαμπράκη και της Ελευθεροτυπίας, οι “εξωσχολικοί” , Αντώνης Δούδος επιχειρηματίας, Κ. Σαμαράς επιχειρηματίας και Ανέστης Πεταλίδης αθλητικός παράγοντας, στο μαγαζί του οποίου συνήθως μαζεύονταν τα βράδια. Την ονομάζουμε άτακτη, διότι σε αυτές τις συνάξεις γινόταν πανζουρλισμός. Οι φάρσες και τα πειράγματα δεν είχαν τέλος. Μια φορά έχτισαν με τούβλα την είσοδο του εργαστηρίου φωτογραφιών του Κυριακίδη στην οδό Τσιμισκή, ενώ αυτός κοιμόταν μέσα. Όταν ξύπνησε και πήγε να φύγει βρήκε τοίχο μπροστά του. Βγήκε στο μπαλκόνι και κραύγαζε: “ Είστε αδελφές, ούστ κοπρόσκυλα…” Μια άλλη φορά στην αίθουσα της διοίκησης της ΔΕΘ παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου ο Κυριακίδης είχε ανεβεί στη γνωστή σκάλα του για να τραβήξει φωτογραφίες, αφού έβγαλε τα παντοφλέ παπούτσια του. Πήγε κρυφά – κρυφά ο Γουσίδης, πήρε τα παπούτσια και τα έκρυψε. Σε λίγο έξαλλος ο Κυριακίδης φώναζε από τη σκάλα: Κύριε πρόεδρε, κύριε πρόεδρε, αυτοί οι αλήτες μου έκλεψαν τα παπούτσια. Και φυσικά ο Παπανδρέου γέλασε με την καρδιά του. Υπάρχουν άπειρα τέτοια περιστατικά, που όταν γίνονταν καθ΄ οδόν μας άκουγε όλη η Τσιμισκή…

• «Ανέκδοτα, μαργαριτάρια, περίεργα στιγμιότυπα, πλάκες και φάρσες …», διαβάζω και ήδη χαμογελώ, κάτι που όλοι οι συνάδελφοι πιστεύω πως θα κάνουν. Υπάρχει κάποιο μεγάλο δημοσιογραφικό «μαργαριτάρι» που θέλετε να μοιραστείτε με τους φίλους του Vivlio-life;

Ναι, σε μια εκφώνηση πολιτιστικών ειδήσεων η συνάδελφος είπε: Θα ανεβεί η παράσταση “Ο ματωμένος …γάτος” του Λόρκα!

• Ο εκδότης σας, ο κύριος Αντώνης Μαλλιάρης γράφει στο σημείωμά του πως αποτελεί το βιβλίο σας ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Και πράγματι τα «Δημοσιογραφικά παρασκήνια» βαδίζουν παράλληλα με την ιστορία της Θεσσαλονίκης. Θα θέλατε να μείνει και στο μυαλό των αναγνωστών σας έτσι; Είναι το βιβλίο σας ένα ιστορικό ντοκουμέντο;

Σε ό,τι αφορά στον τύπο και στη δημοσιογραφική οικογένεια για τέσσερις δεκαετίες νομίζω ότι είναι ντοκουμέντο. Μπορεί να εκληφθεί ως τέτοιο και γενικότερα για την εικόνα της Θεσσαλονίκης, το κλίμα της εποχής κ.τ.λ. Από την άποψη αυτή έχει δίκιο ο Αντώνης Μαλλιάρης, που με την ευκαιρία θέλω να τον ευχαριστήσω γιατί έχει τέτοιου είδους ευαισθησίες.

• Λέει ακόμη ο Αντώνης Μαλλιάρης: «Για τους παλαιότερους επαγγελματίες του κλάδου, σίγουρα, θα συμπεριληφθεί στην «κιβωτό των αναμνήσεών τους». Οι αναγνώστες του βιβλίου, που δεν είναι ή δεν υπήρξαν δημοσιογράφοι θεωρώ βέβαιο πως θα περάσουν καλά διαβάζοντάς το. Όλοι εμείς οι «σχετικοί», όμως, πιστεύω πως θα περάσουμε πολύ – πολύ καλύτερα. Κάπου εκεί, ανάμεσα σε αναμνήσεις, φωτογραφίες και … μαργαριτάρια θα δούμε τον εαυτό μας και σας ευχαριστούμε που μας επιβιβάσατε σ’ αυτήν τη δημοσιογραφική κιβωτό. Πιστεύετε, ωστόσο, ότι θα υπάρξει κάποιος που θα ενοχληθεί από τις αλήθειες σας;

Νομιζω ότι ο κόσμος έχει να μάθει αρκετά πράγματα για την αθέατη πλευρά της δημοσιογραφικής ζωής, ειδικά αυτές τις δεκαετίες εδώ στη Θεσσαλονίκη. Και οι έχοντες σχέση με τον χώρο θα “δουν” κάπου μέσα στις σελίδες τον εαυτό τους. Τώρα δεν πιστεύω ότι θα ενοχληθεί κάποιος, διότι τα περιστατικά, στα οποία αναφέρομαι δεν είναι μειωτικά για κανέναν. Το αν υποπέσαμε όλοι σε λάθη, αν μας ξέφυγαν σαρδάμ και μαργαριτάρια, ε, αυτό ανθρώπινο είναι. Ίσως βέβαια ενοχληθούν κάποιοι, γιατί δεν έγραψα γι’ αυτούς ή δεν συμπεριέλαβα περισσότερα περιστατικά από αυτά, που μου είπαν. Τι να κάνουμε; Στην επόμενη έκδοση, που λένε…

• Σας κάλυψε η ιδιωτική σας συλλογή από το μοναδικό υλικό και το σπουδαίο φωτογραφικό αρχείο ή χρειάστηκε να συνδράμει και η … «άτακτη» παρέα;

Ναι συνέδραμαν αρκετοί συνάδελφοι. Ο Άγγελος Κολοκοτρώνης, ο Γιάννης Παπαμίχος, ο Νίκος Μέρτζος, ο Κώστας Μπλιάτας, ο Κωνσταντίνος Γουσίδης, γιος του Δημήτρη και φυσικά ένα μέρος του υλικού είναι από φωτογραφίες συναδέλφων, που τους αναφέρω ονομαστικά στα περιεχόμενα του βιβλίου.

• Πάντα άκουγα τους παλαιότερους συναδέλφους να λένε πως οι μεγαλύτερες πλάκες γινόταν στις δημοσιογραφικές αποστολές. Ποιο ταξίδι θα σας μείνει αξέχαστο;

Ένα από αυτά είναι στη Δανία με τους Γιώργο Δουατζή, Κώστα Γιαννόπουλο, Δημήτρη Ρίζο και άλλους συναδέλφους. Σκαρώναμε φάρσες οι μεν στους δε και περάσαμε υπέροχα, παράλληλα με το ρεπορτάζ για τις νέες ενεργειακές ύλες.

• Ποιοι ήταν οι βασικοί πρωταγωνιστές όλων αυτών των στιγμιότυπων που θα διαβάσει ο αναγνώστης;

Σε κάθε κεφάλαιο υπάρχει και ένας πρωταγωνιστής. Στο πρώτο είναι ο επί πολλά χρόνια διευθυντής της Μακεδονίας Κώστας Δημάδης. Στο δεύτερο και στο τρίτο πρωταγωνιστής είναι το χιούμορ. Στο τελευταίο είναι η αναζήτηση άλλων κόσμων.

• Γιάννης Κυριακίδης. Ένα κεφάλαιο από μόνος του; Τι χώρο καταλαμβάνουν στις σελίδες του βιβλίου σας τα καμώματα του θρύλου του φωτορεπορτάζ;

Ένα ολόκληρο κεφάλαιο με την “άτακτη παρέα” της Τσιμισκή και τα απίθανα συμβάντα στα ρεπορτάζ, που κάναμε με τον Γιάννη, όπως αυτό στη νησίδα Τσιγκέλι του Έβρου. Είχε γίνει ανταλλαγή πυροβολισμών με τους Τούρκους, που αμφισβητούσαν τη νησίδα. Ο Γιάννης με ένα κόλπο κατάφερε να ανέβει στο ανάχωμα και να φωτογραφήσει το ελληνικό φυλάκιο με την σημαία μας και την περίπολο πιο πέρα, ενώ απλωνόταν μπροστά η νησίδα. Η φωτογραφία έγινε οκτάστηλο την άλλη μέρα στην πρώτη σελίδα της “Μακεδονίας”.

• Και στην ψυχή σας;

Ναι, θυμόμαστε τον Γιάννη με αισθήματα αγάπης, εκτίμησης και ευγνωμοσύνης. Του οφείλουμε πολλά για την βοήθειά του στα ρεπορτάζ και την ανάδειξη των θεμάτων μας με τις καταπληκτικές φωτογραφίες του.

• Φεστιβάλ τραγουδιού. Δώστε μας το στίγμα αυτού του μεγάλου κεφαλαίου της Θεσσαλονίκης και απ’ ότι φαίνεται και του βιβλίου σας …

Το Φεστιβάλ Τραγουδιού ήταν μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄80 η μεγαλύτερη συλλογική καλλιτεχνική έκφραση στην Ελλάδα. Δεν ήταν ένας απλός διαγωνισμός. Ήταν το τεράστιο μουσικό γεγονός. Συνθέτες, ενορχηστρωτές, διευθυντές ορχηστρών, στιχουργοί και όλοι οι κορυφαίοι τραγουδιστές εδώ, στο Παλαί Ντε Σπορ. Μιλάμε για εκατοντάδες ανθρώπους. Όλη η Ελλάδα “κρεμόταν” στα ραδιόφωνα από τη δεκαετία του ΄60 για να απολαύσει αυτή την πανδαισία ηχοχρωμάτων και καλλιτεχνικής ζωντάνιας. Και μετά όταν ήρθαν οι τηλεοράσεις αυτός ο ωραίος κόσμος φωτίστηκε και ξεπρόβαλε ο χαρισματικός Άλκης Στέας, που σκορπούσε εκρηκτικές διαθέσεις ψυχαγωγίας και ασυγκράτητης χαράς στον απλό κόσμο. Έζησα και κατέγραψα μερικές τέτοιες στιγμές άλλοτε από τα παρασκήνια του Φεστιβάλ, άλλοτε μέσα από τις επιτροπές και άλλοτε από το γραφείο τύπου. Κρίμα, που οι μετέπειτα διοικήσεις της ΔΕΘ, έχοντας άλλες εμμονές, το υποβάθμισαν και προσπαθούσαν να αλλάξουν τον χαρακτήρα του με κριτήρια, κάθε άλλο παρά καλλιτεχνικά.

• Μεταξύ άλλων διαβάζω πως το βιβλίο σας καταπιάνεται με τα ψέματα και αλήθειες για το συγκρότημα Βελλίδη; Υπάρχουν αλήθειες που πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σας;

Προσπαθώ να βάλω τα πράγματα στη θέση τους. Η αλήθεια, ως γνωστόν, είναι κάπου στη μέση. Έχουν ακουστεί υπερβολές για τα αίτια της κρίσης, αλλά και για τον βίο και την πολιτεία των πρωταγωνιστών της παρακμής του συγκροτήματος.

• Το κενό που άφησαν η «Θεσσαλονίκη» και η «Μακεδονία» αναπληρώνεται με κάποια δημοσιογραφική … εναλλακτική;

Η ζωή εξελίσσεται και συνεχίζεται. Η “Μακεδονία” επανακυκλοφορεί από τον Σεπτέμβριο και ίσως σταθεί και πάλι στα πόδια της. Το ευχόμαστε όλοι. Αλλά οι εποχές αλλάζουν. Τώρα θα πρωταγωνιστήσει η ηλεκτρονική ενημέρωση. Όσοι προνοήσουν και προλάβουν να κάνουν σοβαρές επενδύσεις σ΄ αυτόν τον χώρο θα αποτελέσουν την “δημοσιογραφική εναλλακτική”, όπως λες.

• Μιλήστε μας για τις «ραδιοφωνικές παρέες». Τι διαφορετικό έχουν από τις εφημεριδοπαρέες εκείνης της εποχής δηλαδή; Κάτι ενδιαφέρον … μυρίζομαι εδώ …

Οι ραδιοφωνικές παρέες είχαν σχηματιστεί πιο νωρίς, ακόμη από την εποχή της πειρατείας. Μερικές μετεξελίχθηκαν και κατέλαβαν τα ερτζιανά της Θεσσαλονίκης με άτακτο τρόπο. Όμως μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον πειραματισμών και αγωνιών σφυρηλατήθηκαν δυνατές φιλίες και διαμορφώθηκαν νέα σχήματα. Μια μεγάλη παρέα στο Ράδιο Θεσσαλονίκη, μια άλλη στο Πανόραμα 9,84, μια στο Ράδιο 105 της ΔΕΘ, άλλη στο ¨Ενατο Κύμα, άλλη στον Παρατηρητή, άλλοι στον 102 F.M. Μοιραζόμασταν ωραίες στιγμές μέσα και έξω από το στούντιο. Κλείναμε τα δικά μας μικρόφωνα και τρέχαμε να απολαύσουμε φωνές από τα μικρόφωνα της αρχοντορεμπέτισσας Λιλής στο “Μινουί”…

• «Είναι σαν να κάνουμε μια ακτινογραφία της δημοσιογραφικής ζωής για μισό αιώνα …», σημειώνετε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου και το ερώτημά μου αφορά τη γνωμάτευση αυτής της ακτινογραφίας.

Η υγεία στη ζωή και στη δημοσιογραφία περιφρουρείται με το χιούμορ και με το χαμόγελο. Αυτή είναι η συνταγή.

• Πόσο σας λείπει το ρεπορτάζ και η εφημερίδα;

Είναι σαν τους μεγάλους χωρισμούς. Στην αρχή πονάς και υποφέρεις, αλλά μετά συνηθίζεις. Μένουν οι ωραίες αναμνήσεις και από την άποψη αυτή νιώθεις πλήρης.

• Δημοσιογραφία με σημειωματάριο και στυλό στο χέρι ή ηλεκτρονική δημοσιογραφία χωρίς τη μυρωδιά της μελάνης;

Η πρώτη μορφή είχε μια άλλη αίσθηση. Το μπλοκάκι και το στυλό “πρόδιδαν” ότι είσαι δημοσιογράφος, που έδειχνες υπευθυνότητα και σοβαρότητα. Το κινητό, η ταμπλέτα και το λάπτοπ είναι για όλους. Όλοι γράφουν, όλοι σχολιάζουν, όλοι κάνουν αναρτήσεις, όλοι έχουν την καλύτερη άποψη για όλα. Και μέσα στην οχλαγωγία χάνεται η αλήθεια.

• Πώς βλέπετε τις νέες δημοσιογραφικές γενιές; Πιστεύετε πως η σημερινή δημοσιογραφία αφήνει περιθώρια να ακολουθήσουν τη συμβουλή σας ώστε «να κρατήσουν ψηλά το ήθος, το μεράκι, την αγάπη και την αφοσίωση στις αρχές και τις αξίες αυτού του λειτουργήματος»;

Ναι νομίζω ότι η σημερινή γενιά έχει τα εχέγγυα να κάνει μεγάλα άλματα στον κλάδο μας. Έχει παιδεία, τεχνογνωσία και επίγνωση των συνθηκών. Καλά είναι όμως, καθώς πορεύεται με μεγάλες ταχύτητες προς το μέλλον, να γυρίζει κάπου – κάπου το κεφάλι προς τα πίσω για να μην ξεχνά τις αρχές και τις αξίες, που έκαναν το επάγγελμά μας λειτούργημα.

• Ο γιός σας ο Χάρης Δημαράς, ο οποίος έκανε τις διορθώσεις στα «Δημοσιογραφικά παρασκήνια», ακολούθησε τα βήματά σας και υπηρετεί εδώ και χρόνια τη δημοσιογραφία. Ποια ήταν η πρώτη συμβουλή που του δώσατε όταν έγραφε το πρώτο του ρεπορτάζ;

Αυτό, που έλεγα σε όλους τους σπουδαστές, όταν δίδασκα επί 30 χρόνια σε σχολές δημοσιογραφίας: Γνώσεις, ήθος και συνέπεια. Σε μερικούς, που ήταν πολύ συνεσταλμένοι, όπως ο Χάρης, έλεγα και κάτι παραπάνω: Τόλμη και μαχητικότητα με όπλο την “ευγενική θρασύτητα”… Κάτι, που σημαίνει ότι να χτυπάτε την πόρτα του εισαγγελέα και να ανοίγετε. Διότι αν περιμένετε να σας δεχθεί αυτός μετά φανών και λαμπάδων χάσατε… Τα έλεγα αυτά στον Χάρη, διότι αγαπάει το επάγγελμα, έχει γνώσεις με πτυχίο Φιλοσοφικής και μεταπτυχιακό, έχει αρχές, αλλά δεν φτάνουν αυτά… Είμαι όμως υπερήφανος για την πορεία του και για το επίπεδο της δουλειάς του.

• Τώρα που νιώσατε και αυτήν την πλευρά της δημιουργίας και κρατήσατε στα χέρια το πρώτο σας συγγραφικό «παιδί», σκέπτεστε να προχωρήσετε ένα βήμα παρακάτω; Να γράψετε, ίσως, ένα δεύτερο βιβλίο;

Γράφω ανάλογα με τις διαθέσεις. Όταν έχω τις “μαύρες” μου γράφω κάτι με δραματικό χαρακτήρα από τις αφηγήσεις των “ναυαγίων” της ζωής, όπως σας είπα νωρίτερα. Αυτό μπορεί να ολοκληρωθεί και να γίνει κάποια στιγμή βιβλίο, εντελώς διαφορετικό από τα “Δημοσιογραφικά Παρασκήνια”. Όταν έχω καλή διάθεση ανασκευάζω τα “Δικαστικά Ευτράπελα”, που έγραφα κάθε Κυριακή στη “Μακεδονία”. Ήταν ευχάριστες δικαστικές ιστορίες, που τις ξαναδιαβάζω και μου φέρνουν γέλιο. Πιθανόν να αποτελέσουν το δεύτερο βιβλίο μου. Πάντως δεν γράφω για να λέω ότι είμαι συγγραφέας. Μου αρκεί η δημοσιογραφική ιδιότητα.

• Το χιούμορ που κληρονομήσατε από τον πατέρα σας και σας χαρακτηρίζει ως άνθρωπο, όχι μόνο το εισπράττουμε αλλά και το απολαμβάνουμε από τον πρόλογο μέχρι τον επίλογο του βιβλίου σας. Γι αυτό και θα ήθελα να κλείσουμε τη συνέντευξή μας, έτσι. Με χιούμορ! Γράψατε, λοιπόν, σε μια ανάρτησή σας: «Τελικά είναι μια περίεργη και πρωτόγνωρη αίσθηση να βλέπεις το βιβλίο σου στις προθήκες ενός τεράστιου βιβλιοπωλείου, μαζί με άλλες εκδόσεις γνωστών συγγραφέων! Λέτε να την “ψωνίσω” κι εγώ;». Λέτε να την «ψωνίσετε» κύριε Δημαρά;

Τίποτα δεν κοροϊδεύουμε σ΄αυτόν τον κόσμο, διότι όλα μπορούν να μας συμβούν. Αλλά μάλλον ξέφυγα από την ηλικία, που θα μπορούσε να μου συμβεί κάτι τέτοιο. Μια καλοσυνάτη κυρία στο χωριό έλεγε: “Εγώ δεν έγινα ψώνιο στα νιάτα μ΄, θα γίνω στα γηράματά μ΄;”

Βιογραφικό

Ο Νίκος Δημαράς γεννήθηκε στο Κουτσοχέρι Μεσολογγίου από γονείς αγρότες. Φοίτησε στην Παλαμαϊκή Σχολή και σε επτατάξιο νυχτερινό γυμνάσιο της Αθήνας. Παράλληλα εργάστηκε σε μεγάλες διαφημιστικές εταιρίες, απ΄ όπου στη συνέχεια ανοίχτηκαν οι δρόμοι για τη γνωριμία του με τον χώρο των εφημερίδων της εποχής και με το ραδιόφωνο του ΕΙΡ. Παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας, διαφήμισης και μάρκετινγκ. Από το 1974 άρχισε να εργάζεται στην εφημερίδα «Μακεδονία», περνώντας από διάφορες θέσεις (δικαστικό ρεπορτάζ, ελεύθερο, εξωτερική πολιτική και εθνικά θέματα). Δημοσίευσε πλήθος ρεπορτάζ και άρθρων στο περιοδικό «Επιλογές». Εργάστηκε για ένα διάστημα και στην εφημερίδα «Πρώτη» ως ένας εκ των ανταποκριτών της στη Θεσσαλονίκη. Για πρώτη φορά συνεργάστηκε με το ραδιόφωνο το 1977 όταν άρχισε να μεταδίδεται από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Μακεδονίας σε αυτοτελή επεισόδια η σειρά «Εύθυμες δικαστικές ιστορίες», που βασιζόταν στα κείμενα της κυριακάτικης στήλης του στη «Μακεδονία» με τίτλο «Δικαστικά Ευτράπελα». Διετέλεσε διευθυντής ενημέρωσης στα ραδιόφωνα 105 ΔΕΘ, Πανόραμα 98,4, Α-103 και 102 FM. Επί 12 χρόνια ήταν διευθυντής Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ 3, ενώ για μια τριετία είχε την επιμέλεια και παρουσίαση της εκπομπής «Απόψεις – Απόψε» στην ΕΤ-3, εναλλάξ με άλλους δημοσιογράφους. Επί σειρά ετών εργάστηκε στο Γραφείο Τύπου της HELLEXPO –ΔΕΘ και συμμετείχε πολλές φορές στις Επιτροπές του Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, έχοντας συνεργασία με σπουδαίους συντελεστές της καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς και με την «ψυχή» της διοργάνωσης, τον Άλκη Στέα. Πραγματοποίησε δεκάδες αποστολές στο εξωτερικό και κατέγραψε πλήθος γεγονότων και ανθρώπινων ιστοριών.