«Εάν η Ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση,
και δη στους καιρούς τους μικρόψυχους,
είναι ακριβώς αυτή:
ότι η μοίρα μας παρόλα αυτά βρίσκεται στα χέρια μας».

Ο Οδυσσέας Ελύτης μας δίδαξε μια καινούρια γλώσσα για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Διδάσκοντάς μας αυτή τη γλώσσα, μας έμαθε να βλέπουμε έναν άλλο κόσμο κι έναν άλλο άνθρωπο.
Ο Ελύτης είναι ένας ποιητής που αναπτύσσεται ηλιοκεντρικά μπροστά στο θαύμα μιας εντοπιότητας, που είναι της Μεσογείου ∙ του Αιγαίου καταρχάς και στη συνέχεια της Μεσογείου. Είναι η εντοπιότητα των νησιών, η εντοπιότητα του φωτός, η εντοπιότητα της αγάπης προς τη ζωή.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος…
                                                      Προσανατολισμοί, 1940

Η στενή σχέση του με τη θάλασσα είναι κάτι φυσικό, αν σκεφτεί κανείς ότι η καταγωγή του είναι από τη Λέσβο, γεννήθηκε στην Κρήτη και πέρασε τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων στις Σπέτσες. Αυτό, μάλιστα, δημιούργησε στον ποιητή την εντύπωση ότι σ’ όλη του τη ζωή, όταν άνοιγε ένα παράθυρο έβλεπε τη θάλασσα,  ακόμη και στον ύπνο του.
Αυτές οι εικόνες βρίσκονται και στα πρώτα του ποιήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο πρώτες λέξεις του πρώτου ποιήματός του, από την πρώτη ποιητική του συλλογή «Οι Προσανατολισμοί» είναι: Ο έρωτας Το αρχιπέλαγος. Κατά ένα μαγικό τρόπο αυτές οι λέξεις θα καθορίσουν, με προεκτάσεις φυσικά που έφερε η ωριμότητα, όλο το υπόλοιπο έργο του.
Ο Οδυσσέας Ελύτης δεν είναι τοπιογράφος. Ανασυνθέτει το ελληνικό τοπίο και αυτό το οφείλει στον υπερρεαλισμό. Βασίζεται κυρίως σ’ αυτήν την λεγόμενη διαφάνεια.  Η διαφάνεια, μέσα στην ποίησή του, είναι άμεση συνέπεια του φωτός, όπως το βλέπουμε στην Ελλάδα, και του μυστηρίου της ζωής, που δεν είναι απλώς μια σκηνοθεσία, όπως μας παρουσιάζεται πολλές φορές στη δυτική αντίληψη, αλλά είναι αυτό που μένει μυστήριο και μες στο απόλυτο φως.
Δύο Έλληνες που τον επηρεάζουν είναι ο Σεφέρης και ο Εμπειρίκος. Ο Εμπειρίκος φέρνει στην Αθήνα τον αέρα ενός βιωματικού υπερρεαλισμού, που ενθαρρύνει τον Ελύτη να εκφραστεί ποιητικά. Ο Σεφέρης είναι ακριβολόγος από τη μία και με μια εκφραστική εγκράτεια από την άλλη. Δίνει πολύ μεγάλη σημασία στην παράδοση. Είναι αυτός που πρωτομιλάει για τον Μακρυγιάννη, τον Ερωτόκριτο και όλα τα ζωντανά στοιχεία της ελληνικής παράδοσης.
Ελληνικότητα για τον Ελύτη είναι ένας ορισμένος τρόπος να βλέπεις τα πράγματα. Όλη η παράδοση η ελληνική, όπως ο ίδιος πιστεύει, βρίσκεται στην κοιτίδα αυτή,  που λέμε Αιγαίο. Για κείνον και το κύμα ακόμη μιλάει ελληνικά…
Συνδυάζει τη φυσιοκρατική παράδοση, που είχε από τους Αιολείς, με την Αγιότητα, όπως την ορίζει η Ορθοδοξία. Στηρίζεται στις αισθήσεις, διότι οι αισθήσεις αποτελούν μια γλώσσα κοινή, που μας επιτρέπουν να επικοινωνούμε.
Ο Οδυσσέας Ελύτης αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην ποίηση. Υπήρξε ποιητής. Δεν υπάρχουν πολλοί εργάτες του λόγου, για τους οποίους θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο. «Έζησε ως ποιητής» και με το ποιητικό του έργο σφράγισε την ελληνική λογοτεχνική παράδοση με μοναδικό τρόπο.
Όταν το 1979 στέκεται ενώπιον της Σουηδικής Ακαδημίας παραλαμβάνοντας το Βραβείο Νόμπελ,  κλείνει κάπως έτσι την ομιλία του:
 “Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η Ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση,  και δη στους καιρούς τους dürftiger (μικρόψυχους), είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρόλα αυτά βρίσκεται στα χέρια μας ”.

Αγγελική Σωτηρίου Μπαλαούρα
                          Δασκάλα, ΜΕd.
       Εκπαιδευτήρια «Παναγία Προυσιώτισσα»

elitis1