Συγγραφέας του βιβλίου Ημερολόγιον Nτελίβερι – Εκδόσεις Ατρειδών Κύκλος
Αν μπορούσα να βάλω τίτλο σ’ αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη θα έβαζα: «Σάκης Αποστολάκης. Ένας ελεύθερος άνθρωπος». Μετά από τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια στη δημοσιογραφία, απογοητευμένος από την ανεργία που του χτύπησε την πόρτα και χορτασμένος από υποσχέσεις και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, έκανε κάτι που του άλλαξε τη ζωή αλλά και την οπτική με την οποία την κοιτούσε. Υπάρχει ζωή και μετά τη δημοσιογραφία και μπορεί να είναι καλύτερη σκέφτηκε και όντως η ίδια η ζωή επαλήθευσε την σκέψη του δίνοντάς του την ιδανική λύση. Τι έκανε ο καλός συνάδελφος; Πήρε το μηχανάκι του και βγήκε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης ως διανομέας. Ανάμεσα σε παραγγελίες και δρομολόγια ξεκίνησε να κρατά και ημερολόγιο με όσα απίστευτα βίωνε καθημερινά. Τα βιώματά του πρώτα έγιναν θεατρική παράσταση που τα πήγε εξαιρετικά και τώρα, πια, ως βιβλίο βρίσκονται στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Όπως λέει στο Vivlio-life o συγγραφέας «Κάνω μια δουλειά τίμια και κουραστική και έχω τη συνείδησή μου καθαρή. Με απελευθέρωσε από εμμονές, από αναγνωρισιμότητα, από εγωισμό, από επαγγελματικές φιλοδοξίες, από “πρέπει”, μέχρι και από πράγματα, όπως ρούχα, παπούτσια, έπιπλα, εμβαδό ενός “καθωσπρέπει” σπιτιού. Με έκανε να δω τα ουσιώδη, τις πραγματικές μου ανάγκες και να καταλάβω πόσο λίγα πράγματα χρειάζομαι για να είμαι καλά. Ε, όλο αυτό είναι απίστευτα απελευθερωτικό!»
«Κατάντησα ντελιβεράς μετά από 35 χρόνια δημοσιογραφίας; Όχι! Κατάντησα ελεύθερος άνθρωπος».
- Ένα διαφορετικό ημερολόγιο. Το ημερολόγιο ενός ντελιβερά που υπήρξε για χρόνια επαγγελματίας δημοσιογράφος. Ξεναγήστε μας στις σελίδες του.
Πρόκειται για συμπεριφορές ανθρώπων που χαρακτηρίζονται είτε από αγένεια, είτε από παραξενιές, είτε από περίεργες απαιτήσεις. Αλλά δίνουν και μια εικόνα για το ποιοι είμαστε πραγματικά, όταν πηγαίνουμε στο σπίτι μας και, εκτός από τα ρούχα και τα παπούτσια μας, βγάζουμε και το προσωπείο που φοράμε έξω. Το πώς συμπεριφέρεται κάποιος σε αυτόν που του φέρνει την παραγγελία του στην πόρτα του με κάθε καιρό, είναι αποκαλυπτικό για το ποιοι αποτελούν την κοινωνία μας και προς τα πού πηγαίνει αυτή. - Ας μιλήσουμε καλύτερα στον ενικό και στη γλώσσα μας αγαπητέ συνάδελφε: Πώς – πότε – πού και γιατί αποφάσισες να κάνεις βιβλίο όσα έχεις καταγράψει σ’ αυτό το δεύτερο επάγγελμά σου;
Φίλοι στους οποίους διηγούμουν τις καθημερινές μου “περιπέτειες” στη δουλειά, με προέτρεψαν να τις γράψω γιατί ο κόσμος δεν γνωρίζει. Ξεκίνησα λοιπόν να τις γράφω στο Facebook με χιουμοριστικό τρόπο. Πολλοί με προέτρεψαν να τις εκδώσω. Έγιναν θεατρική παράσταση που πήγε πάρα πολύ καλά και αυτό με έκανε να εξετάσω το ενδεχόμενο του βιβλίου. Και ιδού τ’ αποτελέσματα! - “Το ντελίβερι είναι κοινωνιολογική έρευνα”, γράφεις και πρέπει να μας αιτιολογήσεις το γιατί.
Καθημερινά συναντούμε πολλούς ανθρώπους σ’ αυτή τη δουλειά. Ευγενικούς, αγενείς, παράξενους, περίεργους, απαιτητικούς. Και ανάλογες συμπεριφορές. Οι περισσότεροι βλέπουν τους διανομείς σαν υποδεέστερους που πρέπει να τους υπηρετούν και όχι ως εργαζόμενους που καλύπτουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Επίσης, στο ντελίβερι αντανακλώνται κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές. Το τι και πότε θα παραγγείλει κάποιος. Πόσο κάποιοι προλαβαίνουν ή βαριούνται να πάνε στο σούπερ μάρκετ. Το αν θα παραγγείλουν άμμο για τη γάτα τους ενώ έξω βρέχει καταρρακτωδώς. Όλες οι αλλαγές στην κοινωνία και την οικονομία αντανακλώνται στο ντελίβερι. - Ντελιβεράς. Είναι, πράγματι, ένα περιθωριοποιημένο επάγγελμα, όπως το χαρακτηρίζουν πολλοί;
Μπορεί να το θεωρούν, αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το ντελίβερι κράτησε όρθιες πολλές οικογένειες στην εποχή των μνημονίων, όταν πολλοί έμειναν άνεργοι. Το ίδιο και στις μέρες του εγκλεισμού λόγω κορονοϊού. Έδωσε στις οικογένειες τη δυνατότητα, ενώ δεν μπορούν να βγουν έξω, να παραγγείλουν στο σπίτι. Το ίδιο και σε παρέες που μαζεύονταν σε σπίτια και μπορούσαν να παραγγείλουν γιατί ήταν ακριβό το να βγουν έξω και να πάνε σε μια ταβέρνα. Κράτησε ζωντανά κάποια μαγαζιά που δεν είχαν ντελίβερι και με τον κορονοϊό δεν μπορούσαν να λειτουργούν με πελάτες. Έδωσε λύσεις σε περιόδους δύσκολες. Οπότε, ας το θεωρούν περιθωριοποιημένο. Αλλά όλοι αυτοί, εμάς περιμένουν να τους φέρουμε την παραγγελία τους.
Επίσης, υπάρχει προσφορά εργασίας στο ντελίβερι. Γιατί ο κόσμος έχει μάθει να παραγγέλνει τα πάντα. - Η αλήθεια είναι πως τελευταία υπάρχει μια ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για όλους εσάς οι οποίοι βγάζετε μεροκάματο πάνω σ’ ένα δίκυκλο. Βεβαίως, υπάρχει άλλη μία αλήθεια: Πως σας θυμόμαστε στον παγετό, στον καύσωνα και σε κάποιο θανατηφόρο ατύχημα. Πόσο σας ενοχλεί ως επαγγελματικό κλάδο και ποιες κινήσεις κάνετε;
Υπάρχουν πιέσεις και πολλές φορές αποφέρουν αποτέλεσμα, να μην λειτουργεί το ντελίβερι όταν υπάρχουν επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα. Το είδαμε με τον καύσωνα που εκδόθηκε και υπουργική απόφαση και έγιναν και έλεγχοι.
Κάποιους τους ενοχλεί να είναι στο δρόμο με ακραία καιρικά φαινόμενα, κάποιους άλλους όχι. Το θέμα είναι ότι μπορεί να γίνεις επικίνδυνος και για τον εαυτό σου, αλλά και για άλλους.
Προσωπικά, προτιμώ να χάσω ένα μεροκάματο, από το να χάσω τη ζωή μου. Κι αν κάποιοι πιστεύουν ότι δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια επειδή έχουν παιδιά και έξοδα, αυτό που έχω να πω είναι ότι, τα παιδιά έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τον πατέρα τους, από ένα ζευγάρι παπούτσια ή ένα μπουφάν. Ο πατέρας θα τους λείψει περισσότερο… - Δεν έπαψες ποτέ να είσαι δημοσιογράφος και αυτό το γνωρίζουμε όλοι στη δική μας «πιάτσα». Άλλωστε 35 χρόνια στο κυνήγι της είδησης, δεν ξεχνιούνται εύκολα. Ποια ήταν, όμως, η στιγμή που είπες εδώ και τώρα “ΤΕΛΟΣ”;
Όταν πια είχαν εξαντληθεί οι οικονομίες τα χρόνια που ήμουν άνεργος και έψαχνα για δουλειά στη δημοσιογραφία. Είχα χορτάσει βέβαια από υποσχέσεις, αναγνώριση και χτυπήματα στην πλάτη. Δεν πειράζει. Ήταν ένα χαστούκι που έπρεπε να δεχτώ για να ξυπνήσω από την εμμονή με τη δημοσιογραφία. Αλλά υπάρχει ζωή και μετά τη δημοσιογραφία. Και μπορεί να είναι και καλύτερη. - Το να βγεις στο δρόμο όχι με το δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι αλλά μεταφέροντας πίτσες ή γύρους ήταν η εύκολη λύση τη συγκεκριμένη στιγμή;
Ήταν δύσκολο. Πρώτον, γιατί δεν ήξερα τους δρόμους τόσο καλά, όσο χρειάζεται για να κάνεις αυτή τη δουλειά. Δεύτερον, γιατί κι εγώ ντρεπόμουν που “κατάντησα ντελιβεράς” μετά από 35 χρόνια δημοσιογραφίας και αναγνωρισιμότητας. Φοβόμουν μην με πετύχει στο δρόμο κανένας παλιός συνάδελφος και δω τη λύπη στο βλέμμα του. Αλλά πολύ γρήγορα απαλλάχτηκα απ’ αυτή τη σκέψη – που ουσιαστικά ήταν βάρος – γιατί το ντελίβερι μου έφερε μισθό και ηρεμία. Και έφτασα να σέβομαι τη δουλειά που με θρέφει. Γιατί μπορεί να είναι δύσκολη, αλλά είναι έντιμη. - Πώς υποδέχτηκαν οι συνάδελφοί σου ντελιβεράδες την έκδοση του βιβλίου σου; Δε ρωτώ για τους δημοσιογράφους επειδή είμαι σίγουρη πως γνωρίζεις πόσο χαρήκαμε αλλά και πόσο πολύ περιμέναμε πως θα έρθει η στιγμή που θα «χτυπήσεις».
Δεν μπορώ να δώσω πλήρη απάντηση γιατί πολλοί δεν το έχουν πάρει χαμπάρι. Άλλοι, αδιάφορα. Αλλά και πολλοί, πολύ θετικά, γιατί ουσιαστικά, ήθελα να φέρω στο φως τις δυσκολίες, τις αναποδιές και την καθημερινότητα των ανθρώπων που κάνουν μια δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά. - Μπουρμπουάρ. Μια πονεμένη ιστορία;
Προσωπικά, το θεωρώ ηθική υποχρέωση να δώσεις κάτι σε αυτόν που σου φέρνει στην . πόρτα σου οτιδήποτε επιθυμήσεις, οποιαδήποτε ώρα και με οποιονδήποτε καιρό. Και είναι μια ενίσχυση στο εισόδημα για να καλύψεις ανάγκες όπως βενζίνη κάθε μέρα, συχνά σέρβις και συχνές φθορές, γιατί διανύουμε τουλάχιστον 100 χλμ και παραπάνω κάθε μέρα. - Πολύ θα θέλαμε να μας πεις το μεγαλύτερο αλλά και το μικρότερο φιλοδώρημα που πήρες από πελάτη αλλά και την πιο «αλλόκοτη» στιγμή που έζησες;
Το μεγαλύτερο φιλοδώρημα ήταν 13 ευρώ για μια παραγγελία των 20. Έχω πάει επίσης παραγγελία που κόστιζε 49,90 ευρώ, ο πελάτης μου έδωσε 50ρικο και μου είπε “τα ρέστα δικά σου”. Φυσικά τα επέστρεψα. - Επεισόδιον 42ον (Επετειακόν) και εδώ θα μείνουμε λίγο παραπάνω φίλε Σάκη. «Θα συνέχιζα να χτυπάω πόρτες; Θα πήγαινα από τη μια υποαμειβόμενη δουλειά στην άλλη; Θα έκανα 3-4 δουλειές για να βγάλω έναν αξιοπρεπή μισθό; Θα δούλευα 30 ώρες το 24ωρο; Θα κυνηγούσα τον κάθε τυχάρπαστο εκδότη, ραδιοφωνατζή, φραγκάτο κρεατέμπορα, τυρέμπορα ή επιχειρηματία της νύχτας που άνοιξε ραδιόφωνο, τηλεοπτικό σταθμό ή σάιτ, να τηρήσει τη συμφωνία μας και να με πληρώνει αυτά που συμφωνήσαμε;» Πόση πικρία κρύβουν τα λόγια σου! Ή μήπως θα έδινες άλλο χαρακτηρισμό στο συναίσθημά σου;
Θα έλεγα, απογοήτευση για την κατάσταση στην οποία περιήλθε η δημοσιογραφία. Δεν είναι τυχαίο που η Ελλάδα κατατάσσεται στην 107η θέση παγκοσμίως. Και παλιότερα υπήρχαν εκδότες που είχαν σχέσεις με τις κυβερνήσεις. Αλλά ήταν πρώτα εκδότες και μετά επιχειρηματίες. Για την κατάπτωση του επαγγέλματος όμως δεν φταίνε μόνο οι επιχειρηματίες εκδότες. Φταίνε και οι δημοσιογράφοι, αλλά φταίει και ο κόσμος που δεν απαιτεί να μαθαίνει την αλήθεια και καταπίνει αμάσητο ό,τι του σερβίρουν. - Θα μπορούσε η παραπάνω πρότασή σου να είναι ο ορισμός της δημοσιογραφίας του σήμερα;
Ελπίζω να μην είναι γιατί απέχω 4 χρόνια από το επάγγελμα. Αλλά, δυστυχώς, πιστεύω ότι είναι και ότι η κατάσταση θα γίνει πολύ χειρότερη. Υπάρχουν εξαιρέσεις βέβαια. Αλλά, δυστυχώς, είναι ελάχιστες. - «Εσύ με σήκωσες από το πάτωμα που είχα πέσει, εσύ με στήριξες, εσύ με ανάστησες. Ήσουν εκεί στο πρώτο μου αβέβαιο βήμα. Ήσουν εκεί και στο δεύτερο. Και είσαι ακόμα δίπλα μου. Με στήριξες, μου έδωσες δουλειά, μου έδωσες ηρεμία, με τάισες, με ανάστησες, μου ξανάδωσες χαμόγελο. Κι είσαι ακόμα εκεί». Πριν ο καθένας μας δώσει τη δική του εξήγηση, ας ξεκαθαρίσουμε πως αυτά τα υπέροχα λόγια τα έγραψες για το μηχανάκι σου…
Μα το μηχανάκι μου με έζησε! Και με ζει ακόμα. Αν δεν το είχα, αν δεν ήξερα να οδηγάω μηχανάκι, δεν ξέρω πού μπορεί να βρισκόμουν τώρα. Τι θα έκανα. Γιατί, στο ντελίβερι, και αυτό είναι ένα θέμα, δεν απαιτείται επαγγελματικό δίπλωμα. Ουσιαστικά, τα μηχανάκια με το κουτί του ντελίβερι επάνω, είναι παράνομα και επικίνδυνα. Αν πας να περάσεις ΚΤΕΟ με το κουτί πάνω στο μηχανάκι, θα σε κόψουν. Δεν προβλέπεται. Υπάρχει νομικό κενό. Δεν είμαστε επαγγελματικές οδηγοί, αν και κάνουμε επάγγελμα. - Πίτσα ή πιτόγυρο ψηφίζουμε εμείς οι Θεσσαλονικείς τις νύχτες με πανσέληνο, τελικό μουντιάλ, τελικό σαρβάιβορ και γενικά νύχτες μεγάλης τηλεθέασης και αναμονής;
Η πίτσα και το πιτόγυρο είναι θεσμοί. Και μπορείς να καταλάβεις πολλά από τις παραγγελίες που συνήθως είναι μοιρασμένες στα ίσα. Αυξάνονται πολύ όταν έχει τελικό σε κάποιο τηλεπαιχνίδι ή σε κάποιον αγώνα ποδοσφαίρου. Για παράδειγμα, στο ντιμπέιτ πριν τις εκλογές, δεν είχαν αυξηθεί οι παραγγελίες. Καταλαβαίνεις δηλαδή ποιο ήταν το ενδιαφέρον των ανθρώπων που σε λίγες μέρες θα πήγαιναν να ψηφίσουν για τη νέα τους κυβέρνηση… - «Κατάντησα ντελιβεράς μετά από 35 χρόνια δημοσιογραφίας; Όχι! Κατάντησα ελεύθερος άνθρωπος». Έντεκα λέξεις σε παρένθεση με μεγάλο ειδικό βάρος. Ας κλείσουμε μ’ αυτή την πρόταση την όμορφη συνομιλία μας.
Νομίζω τα λέει όλα. Το ντελίβερι με απάλλαξε από εμμονές του ότι μια “αξιοπρεπής” δουλειά, όπως η δημοσιογραφία, μπορεί να σου εξασφαλίσει μια καλή ζωή. Όταν κατάφερα να απαλλαγώ από αυτή την κοινωνική επιταγή, μου έφυγε ένα βάρος. Κάνω μια δουλειά τίμια και κουραστική και έχω τη συνείδησή μου καθαρή. Με απελευθέρωσε από εμμονές, από αναγνωρισιμότητα, από εγωισμό, από επαγγελματικές φιλοδοξίες, από “πρέπει”, μέχρι και από πράγματα, όπως ρούχα, παπούτσια, έπιπλα, εμβαδό ενός “καθωσπρέπει” σπιτιού. Με έκανε να δω τα ουσιώδη, τις πραγματικές μου ανάγκες και να καταλάβω πόσο λίγα πράγματα χρειάζομαι για να είμαι καλά. Ε, όλο αυτό είναι απίστευτα απελευθερωτικό!
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το ντελίβερι είναι κοινωνιολογική έρευνα. Και όχι μόνο. Γιατί στο ντελίβερι αντανακλώνται πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Το ντελίβερι πέρασε και αποτύπωσε τις καλές εποχές της οικονομικής φούσκας, τα μνημόνια, την πανδημία και, τώρα, τη μεταμνημονιακή εποχή. Όποια κατάσταση κι αν περνάει η χώρα και οι κάτοικοί της, αποτυπώνονται στο ντελίβερι.
Το αν αλλάζει η κοινωνία και πώς και με τι ρυθμό, αντανακλάται στο τι παραγγέλνουμε, πώς παραγγέλνουμε και πότε παραγγέλνουμε. Κι αυτό μπορεί να είναι είτε εξοργιστικό, είτε αστείο, είτε τραγελαφικό, είτε ξεκαρδιστικό. Και μπορεί καμιά φορά, να αποτελέσει υλικό για βιβλίο.
Την πρώτη φορά που μου άνοιξε κάποιος με το βρακί, έπαθα σοκ! Δεν μπορούσα να αντιληφθώ την αγένεια, το πόσο μπορεί κάποιος να υποτιμά τον ντελιβερά. Έκτοτε βέβαια, προέκυψαν κι άλλα περιστατικά. Αγένειες, παραξενιές, θράσος, προσβλητική συμπεριφορά, αλλά και ευτράπελα περιστατικά. Ζούμε ανάμεσά τους, ή ζουν ανάμεσά μας; Το θέμα είναι ότι, όπως διαπίστωσα, πολύς κόσμος, όταν πάει σπίτι του, εκτός από τα ρούχα και τα παπούτσια του, βγάζει και το προσωπείο του. Και είναι ο πραγματικός του εαυτός. Τον οποίο, ο ντελιβεράς έχει το δυσάρεστο προνόμιο να αντικρίζει. Γι αυτό και θεωρώ ότι το ντελίβερι είναι κοινωνιολογική έρευνα. Και όχι μόνο. Γιατί στο ντελίβερι αντανακλώνται πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Το ντελίβερι πέρασε και αποτύπωσε τις καλές εποχές της οικονομικής φούσκας, τα μνημόνια, την πανδημία και, τώρα, τη μεταμνημονιακή εποχή. Όποια κατάσταση κι αν περνάει η χώρα και οι κάτοικοί της, αποτυπώνονται στο ντελίβερι. Στο τι παραγγέλνουμε, πώς παραγγέλνουμε, πώς συμπεριφερόμαστε, τι τρώμε, πώς τρώμε, πόσοι έχουν, πόσοι δεν έχουν, ποιοι μπορούν να κάνουν διακοπές το καλοκαίρι και ποιοι όχι. Όλες οι συνήθειες, παλιές ή νέες, αποτυπώνονται στο ντελίβερι. Το αν αλλάζει η κοινωνία και πώς και με τι ρυθμό, αντανακλάται στο τι παραγγέλνουμε, πώς παραγγέλνουμε και πότε παραγγέλνουμε. Κι αυτό μπορεί να είναι είτε εξοργιστικό, είτε αστείο, είτε τραγελαφικό, είτε ξεκαρδιστικό. Και μπορεί καμιά φορά, να αποτελέσει υλικό για βιβλίο.
Οπότε, “Καλησπέρα! Η παραγγελία σας. Και καλή σας όρεξη!”
Βιογραφικό
Γεια χαρά! Γεννήθηκα στη Σαλονίκη στις 5/6/1967. Από μία σειρά συμπτώσεων που ξεκίνησαν με τον σεισμό του 1978, βρέθηκα στα 18 μου, στο Γραφείο Βορ.Ελλάδας της εφημερίδας “Ελευθεροτυπία” ως “ο μικρός του γραφείου”. Τα πρώτα μου δημοσιογραφικά καθήκοντα ήταν να αγοράζω γραφική ύλη (ναι, τότε χρησιμοποιούσαμε χαρτί και στυλό) και άλλα αναλώσιμα του γραφείου σημαντικά για την εύρυθμη λειτουργία του, όπως πχ καφέ (ναι τότε δεν παραγγέλναμε φρέντο εσπρέσσο). Έγινα δημοσιογράφος. Δούλεψα στην “Ελευθεροτυπία” μέχρι που έκλεισε, το 2011 και ξανάκλεισε το 2013. Έμεινα άνεργος, έκανα διάφορες “δημοσιογραφικές” δουλειές του ποδαριού, χτύπησα πολλές πόρτες, έκανα συλλογή από υποσχέσεις και χτυπήματα στην πλάτη. Έφαγα τις οικονομίες μου περιμένοντας να εκτιμήσουν την δουλειά και το ήθος μου. Δεν ήξερα να κάνω τίποτ’άλλο πέρα από ρεπορτάζ και να οδηγάω μοτοσικλέτα. Και, μια και μας τελείωσε το ένα, αναγκάστηκα, με πολλή απογοήτευση, να κάνω το άλλο. Γιατί ήμουν δημοσιογράφος. Ε τώρα λοιπόν, είμαι διανομέας. Κι όλα πάνε καλά. Ίσως και να είμαι ακόμα δημοσιογράφος. Ένα είναι σίγουρο. Είμαι καλά! Ήρεμος και με δουλειά. Και με καθαρή συνείδηση. Δύσκολη δουλειά μεν, αλλά έντιμη. Με πολλά αρνητικά και πολλά ευτράπελα να συμβαίνουν καθημερινά, προϊόν των οποίων είναι το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Ελπίζω να σας αρέσει. Να περνάτε όμορφα!
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.