Σκέψεις για το Αγρίνιο από το Χρήστο Μποκόρο
Μου ζήτησαν να γράψω ένα κείμενο μικρό για τη γενέτειρα, αν είναι έμπνευση και τι κρατάω μέσα μου να ξεχωρίζει, τι είναι ιδιαίτερο σ’ αυτήν, τι μου ‘χει μείνει. Αλλά τί να χωρέσει ένα κείμενο;
Δεν είναι έμπνευση ο παιδικός μας τόπος, είναι βίωμα ανεξίτηλο που πάντα αναβλύζει και βάφει απρόσμενα τις καθαρές σελίδες μας να τις κρατάει ζωντανές, να τις αρδεύει νόημα. Γενέθλιος τόπος της επιθυμίας, της κρίσης, της αλήθειας μας. Εκεί ετοιμάζονται όλα και, ακόμα κι αν ωριμάσουνε κι αναδειχθούν αλλού, πάλι εκεί θα έρθει η ώρα να κοιτάξουν, να ιδωθούν. Εκεί μένει δεμένο το νήμα που μας κρατάει γειωμένους όσο μακρυά και αν βρεθήκαμε πετώντας, όσο κι αν ανεβαίνει ο νούς. Σαν τα πουλιά φωλιά ζητάει, φυλλώματα, κλαδί ή σύρμα, ότι βρεθεί, ν’ αναπαυθεί, να θυμηθεί εκείνη την αρχή που τού ‘δωσε τη δύναμη να ονειρευτεί και να ξαναπετάξει.
Λίγα πιά τα σημάδια της παιδικής μου πόλης στο Αγρίνιο όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Τα πέτρινα σχολεία, το μυστικό μας πάρκο, αμήχανα κλειστές καπναποθήκες και τα ανοίγματα που ήτανε οι πλατείες, αλλαγμένα. Το πατρικό μου σπίτι δεν υπάρχει πιά. Άλλαξε και το όνομα της οδού Μεγάλης Χώρας. Στριμωγμένα και λίγα τα δίπατα σπίτια που μείνανε όρθια με τίς ζεστές γκριζοπράσινες πέτρες και το κοκκινόχωμα ανάμεσά τους, λιγότερα ακόμη τα χαμηλά τ’ ασβεστωμένα κι αναρωτιέμαι αν ξέμεινε καμμία απ’ τις μάντρες μπροστά απ’ τις ευάερες κι ευήλιες αυλές με τα πηγάδια και τις κληματαριές. Ούτε κρυφές παράγκες και στενά ούτε άδειοι δρόμοι του μεσημεριού γι’ αληταρία του κορμιού και του μυαλού. Το ψηλογέφυρο χωμένο μεσ’ στη σκόνη και το Ζαπάντι χαμένο σε μια Νεάπολη. Κρυμμένη μέσ’ στη λήθη η μνήμη καιροφυλακτεί. Δεν ξεχωρίζεις πιά συνοικισμό προσφύγων κι Ερυθραία, ούτε μπορείς να φανταστείς στους φανοστάτες της πλατείας κρεμασμένους. Έγινε πόλη σύγχρονη. Καινούργιοι άνθρωποι τη ζούνε και τη χαίρονται και τη διαμορφώνουν πολύχρωμοι, επωχούμενοι και ενημερωμένοι.
Στον εκσυγχρονισμό αλλάξανε κι οι μυρωδιές του κέντρου που θυμάμαι. Η τσίκνα των ψητοπωλείων, ψαράδικα, μανάβικα, η οχλοβοή της λαχαναγοράς, το ανθοπωλείο της μαμάς, τα ζαχαροπλαστεία, τα καραβάκια των ξηρών καρπών ζεστά απέναντι απ΄το σινέμα, καφές φρεσκοκομμένος, καπνομάγαζα, ο λιναρένιος σπάγγος στα παντοπωλεία με τα σακκιά, τις πλάστιγγες και τα καντάρια, σφυριά κι αμόνια, φυσερά σιδηρουργεία και ‘κει που τρίζαν ρυθμικά κορδέλλες και πριόνια, ανάδιναν ρετσίνι κι ευωδιά ορεινής ξυλείας δίπλα στα ροκανίδια και την καζεΐνη, στιμόνια που άπλωναν στα πεζοδρόμια των αργαλειών οι υφάντρες και νήματα που στάζανε βαμμένα στα βαφεία του μπαμπά, ασπρόρουχα πλυμένα, σαπούνι και χλωρίνη κι ύστερα απ’ τα χωράφια μαζί του στις οσμές των χημικών στο σκοτεινό θάλαμο της αρχαιολογικής εταιρείας, να κρατηθεί αναδυόμενο φως στη σκιά, ασπρόμαυρη, η εικόνα του τόπου που άλλαζε αμείλικτα. Η γλυκιά πίκρα του άφιλτρου στα χείλη και η πολύτιμη λιτότητα στα καταφύγια ουζερί και τα κρασοπουλειά με τα βαρέλια. Χαράματα αχνίζαν πατσατζίδικα και τ’ απογεύματα γιαούρτι φρέσκο στα γαλακτοπωλεία. Η ευωδιά φρέσκου ψωμιού στους φούρνους το πρωί, κούτσουρα που πυρώνονταν να ξεραθούν το βράδυ. Βρεμμένος χωματόδρομος στη γειτονιά μοσχοβολούσε και ο καπνός που ανέβαινε ολημερίς, φθινόπωρο, απ΄το κάψιμο των σκάρτων στα χωράφια. Αρώματα στους κήπους, πρασινάδες και τενεκέδες με λουλούδια στις αυλές και απ’ έξω στα χαντάκια κυλούσανε τ’ απόνερα σε υπόνομους και ‘ρέμματα. Πετούσαν πεταλούδες, σφήκες και μέλισσες κι αστράφταν λιβελούλες. Νύχτα, οι πυγολαμπίδες. Δεν φτάνει πια το τραίνο εδώ, χορτάριασε τ΄αεροδρόμιο, φύγαν και τα σφαγεία. Μεγαλοβδόμαδο ερχόντουσαν κοπάδια μεσ’ στην πόλη, ξύπναγα με βελάσματα κουδουνιστά και μυρωδιές προβάτων. Γαϊδούρια και μουλάρια κι άλογα σέρναν ακόμη κάρα για τις μεταφορές, μετά ήρθανε τα τρίκυκλα μέχρι που απέκτησε καθένας μας δικό του μέσο. Μού έμεινε η βαθειά η μυρωδιά η χωμάτινη της ιστορίας χρόνων πολλών ζωής, απ’ τα σπίτια που τα ‘ριχναν σ’ ένα πρωΐ θηρία μηχανήματα, γκρεμίδια, πέτρες, ξύλα, σκουριά και κεραμίδια, μπάζα για φορτηγά που έφερναν πίσω σίδερα και τσιμέντα, βουνά από άμμο και χαλίκια για να ξαναχτιστεί καινούργια η πόλη. Κι εγώ μαζί στο ρεύμα πρωτοπόρος να φύγω, να σωθώ απ’ τον παλιό, μικρό μου τόπο συνεπαρμένος απ’ τον άλλο τον μεγάλο του θεάματος, τον νέο κόσμο, που παρίστανε το μέλλον.
Και τώρα εδώ …στο μέλλον, στο άδειο πίσω του θεάματος και του θορύβου, νά που ανασταίνεται η ψυχή με ότι πάντα ήταν δικό της. Την πόλη που κουβαλάω μαζί μου, άχρονη κι ακατάλυτη και τις διαδρομές που έπαιρνα παιδί να ‘βγω έξω στα λιβάδια, αερικό, για ν’ ανασαίνω την υγρασία στην απλωσιά του τόπου, την άλλοτε καπνοθάλασσα του κάμπου με τ’ αγροτόσπιτα στα χωριουδάκια, ανάμεσα στα νερά του Αχελώου, της Τριχωνίδας, της Λυσιμαχίας, τους γύρω λόφους τ’ Αηλιά, τ’ς Αγιαπαρασκευούλας, τα πεύκα τ’ Αηχ’στόφορου, πιό κάτω τον Βλοχό, τ’ς Αγια’λεούσας την κλεισούρα στο Ζυγό και πιό ψηλά, όλα να τα φωτίζει η ανατολή απ’ την κυρά Βγένα, το όρος Παναιτωλικόν.