της Ιουλίας Ιωάννου

Υπάρχουν στιγμές που καθορίζουν αποφάσεις που μια ολόκληρη ζωή προσπαθούμε και παλεύουμε να αποφύγουμε, να απωθήσουμε στο πίσω μέρος του μυαλού, που αρνούμαστε να παραδεχτούμε ότι μόνο έτσι θα έπρεπε να είχε γίνει. Και μπορεί να χρειαστεί να φτάσει η πιο κρίσιμη στιγμή, η πιο όμορφη ηλικία, η ωριμότητα των σαράντα εννέα χρόνων για να κάνεις αυτό που πάντα ήθελες μα αρνιόσουν να δεις κατάματα. Όπως και να ’χει όμως, εμείς έχουμε το πινέλο εμείς και τα χρώματα και είναι στο χέρι μας να πιάσουμε τον πίνακα της ζωής μας από την αρχή, από εκεί που εμείς θα οριοθετήσουμε…
Η πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι μια ώριμη γυναίκα, επιτυχημένη, πανέμορφη, ανεξάρτητη αλλά μόνη! Και η μοναξιά της ψυχής δεν παλεύεται με τίποτα… Όσες παρουσίες και αν έχεις γύρω σου, αν η ουσιαστική συντροφιά που αναζητάς δεν είναι δίπλα σου, τότε όλοι και όλα σου μοιάζουν μίζερα…
Μέσα από ένα έντεχνο φλας μπακ ο συγγραφέας καταφέρνει με τρόπο ουσιαστικό, να μας παρατάξει τη ζωή τριών γυναικών, της μάνας και των δύο θυγατέρων της, με κάθε λεπτομέρεια από τη στιγμή που η ίδια ήταν κορίτσι ανέμελο και ελεύθερο μέχρι του να γίνει μια γυναίκα με μεγάλα κενά μνήμης.
Ο τρόπος άμεσος, σουρεαλιστικός, χιουμοριστικός, σε προδιαθέτει να παρακολουθήσεις τη ζωή που εξελίσσεται σαν ταινία. Οι θανατηφόρες ατάκες, οι ολοζώντανοι διάλογοι, οι στιχομυθίες που εναλλάσσονται μεταξύ των μελών της οικογένειας, με μόνιμο αρχηγό και δυνάστη συγχρόνως τη μάνα που θέλει να έχει τον τελικό έλεγχο στα πάντα.
Με τρόπο απλό και καθημερινό παρακολουθούμε μια τυπική μεσοαστική οικογένεια, με έναν πατέρα που απλά ακολουθεί το τι θα αποφασίσει ο πραγματικός αρχηγός του σπιτιού και δυο παιδιά ατίθασα, με τα ξεσπάσματά τους, τους έρωτές τους, τις ανησυχίες τους.
Η Στέλλα είναι μια γυναίκα με τις δικές της ιδεολογίες και απόψεις, σκληρή με τον εαυτό της πολλές φορές, αποφασισμένη να φέρει εις πέρας όσα αντιλαμβάνεται ότι θέλει να πετύχει. Και έχει ένα συγκεκριμένο τρόπο που αναζητάει και διεκδικεί τα πιστεύω της. Ο έρωτας παίζει καταλυτικό ρόλο στη ζωή της, όμως ο εγωισμός αποδεικνύεται ακόμη πιο ισχυρός και έτσι μια λάθος κίνηση τη σπρώχνει στο να καταστρώσει τη ζωή της πάνω σε άλλη βάση από αυτή που ίσως θα ακολουθούσε αν έριχνε και λίγο νερό στο κρασί της.
Η ζωή της έχει συγκεκριμένες σταθερές που ακολουθεί με ευλάβεια: γάμος, παιδί, καριέρα, προσωπική επανάσταση, ειλικρίνεια. Μια γυναίκα σαν και κείνη δεν γίνεται να μην βιώνει στο έπακρο τα έντονα συναισθήματά της. Όμως ποια θα είχε τη δύναμη να είναι και απόλυτα ειλικρινής ακόμη και μπροστά σε ένα στραβοπάτημά της;
Ο Απρίλης παίζει το δικό του ρόλο σε όλα, εκεί πάντα σε κάθε στιγμή, να αναγεννάει τα πάντα όπως η γη το πράσινο χορτάρι, τα δέντρα την δική τους αναγέννηση, να φέρνει την ανάσταση στα όσα λάθος ακολούθησε και τη λύτρωση στον χαμένο χρόνο της…
Και ο χρόνος σαν αλήτης κι εκείνος να στέκεται εκεί και να της κλείνει το μάτι, να της δείχνει ότι τίποτα δεν τελειώνει αν πρώτα δεν ολοκληρωθεί, αν δεν του δώσουμε τη δυνατότητα που περιμένει…

 

aprilis

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Ένας Απρίλης πλανευτής, μια γυναίκα που ωριμάζει σαν ακριβό κρασί, ένα νησί γεννημένο από λάβα η Σαντορίνη κι ένας οριστικός έρωτας που δεν κουράστηκε ποτέ να περιμένει, συνθέτουν το παζλ των τριάντα ωρών που θα χρειαστεί η Στέλλα μέχρι να δει ολοκάθαρα μέσα της και γύρω της.
Πώς περνάνε έτσι εύκολα κι απλά ολόκληρα κομμάτια μιας ζωής, που θεωρείς απροσμέτρητη σε μάκρος, αλλά κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι καθόλου;
Σαράντα εννέα χρόνια ωριμότητας είναι αναγκαία για να καθαρίσει αίφνης η ομίχλη που κουκουλώνει συναισθήματα, ανάγκες και όσα η ίδια αντιλαμβάνεται ως φυσικό κόσμο γύρω της.
Ίσως γιατί τη στιγμή που αισθάνεται ότι έχει κατορθώσει την αντιστροφή του χρόνου, τα πάντα φαντάζουν φωτεινά, ανεπηρέαστα από τις στροφές των ρολογιών.
Τριάντα ώρες στην καρδιά ενός Απρίλη υπόσχονται να φυσήξουν καινούριο άνεμο, να ξεσκονίσουν μνήμες που χρειάστηκε να κρατηθούν κρυμμένες, εγκλωβισμένες στο κουτάκι με τα παλιά θέλω της, που ξέμειναν απραγματοποίητα.
Γιατί έρχεται κάποτε η ώρα, που αντιλαμβάνεσαι ότι πρέπει ν’ αντιστρέψεις τον χρόνο, να κερδίσεις όσα δεν έπαψες να διεκδικείς στ’ αλήθεια ποτέ.