Το έκτο μυθιστόρημα της Τέσυς Μπάιλα με τίτλο «Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ. Πρόκειται για ένα κοινωνικό μυθιστόρημα ενταγμένο απόλυτα στο ιστορικό πλαίσιο του τέλους του δεκάτου ενάτου αιώνα και στην μετάβαση προς στον εικοστό, έναν αιώνα που ξεδιπλώνεται μέσα από σημαντικά ιστορικά γεγονότα, ορόσημα μιας εποχής που άλλαξε τον κόσμο δραματικά.
Από την Κρητική Πολιτεία στην Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, κι από εκεί στον Εθνικό Διχασμό, και από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και τον Δεύτερο, ο κόσμος γκρεμίζεται και δημιουργείται συνεχώς. Αποσυντίθεται και αναβιώνει από τις στάχτες του και μέσα σ’ αυτόν ο άνθρωπος προσπαθεί να βρει τα προσωπικά του ίχνη μέσα στον χρόνο, να αφήσει τα αποτυπώματά του προτού χαθεί στη δίνη του παραλογισμού.
«…Ναι, Μυρσίνη, ο πόλεμος αυτό κάνει. Κόβει τις κλωστές που συγκρατούν τη ζωή μας. Κι εμείς γινόμαστε μαριονέτες στα χέρια του. Και μάθαμε να βλέπουμε τις κινήσεις της μαριονέτας αλλά δεν μπορούμε να δούμε ποια χέρια κρατούν τα σκοινιά και τις ρυθμίζουν. Ούτε γιατί…».


Ο Ανέστης, ο κύριος ήρωας αυτού του βιβλίου είναι ένας από αυτούς τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους. Γεννημένος πάνω σε ένα καΐκι την ημέρα της τελευταίας μεγάλης σφαγής των χριστιανών από τους Τουρκοκρητικούς θα μεγαλώσει με τη φροντίδα του παππού του και της θείας του και θα γνωρίσει από την πρώτη στιγμή της ζωής του την απόρριψη από τον πατέρα του.
Από τον παππού του θα μυηθεί στην τέχνη του ξύλου, θα μάθει να φτιάχνει καραβάκια και να τα βάφει τις νύχτες που οι δυο τους περνούν στη σοφίτα του σπιτιού. Κι εκεί θα γνωρίσει μια πτυχή του εαυτού του που θα γίνει για τον Ανέστη η λύτρωση και η διαφυγή του σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής του. Θα καταλάβει την αγάπη του για τη ζωγραφική. Κι αυτή η αγάπη θα γίνει το όχημα που θα τον οδηγήσει μακριά από το σπίτι του προς αναζήτηση της τύχης του, ύστερα από ένα τραυματικό συμβάν που θα προκαλέσει ο πατέρας του. Όπως θα μάθει ακόμα ότι η ελευθερία είναι πολύτιμη και πως «τίποτα δε φοβάται κανείς παρά μόνο την ελευθερία του» σ’ αυτή τη ζωή.
Στον αντίποδα της αφήγησης έρχεται ο Μικέλε. Ένας διαμετρικά αντίθετος χαρακτήρας που θα γνωρίσει ο Ανέστης όταν βρεθεί στα Χανιά. Η συνάντησή τους θα σηματοδοτήσει τη γνωριμία του Ανέστη με την αληθινή φιλία, την αφοσίωση και τη δέσμευση, με μια πλευρά της ζωής απαλλαγμένης από τα πρέπει που θα διστάσει να ακολουθήσει και παράλληλα θα του γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο της Ισιδώρας.


Αυτή είναι μόνο η αρχή μιας καταιγιστικής αφήγησης που θα αναδείξει την ανησυχία του Ανέστη για την τέχνη και τη δύναμή της να επαναφέρει τον άνθρωπο στις πραγματικές του διαστάσεις. Για την ανάδυση της καλλιτεχνικής έκφρασης στις ώρες των μεγάλων κινδύνων, για τη μοναχικότητα ως μια υποχρεωτική ανάγκη καθολικής έκφρασης, αυτοπροσδιορισμού αλλά και αυτογνωσίας.
«…Όταν τόσο καιρό ζει κανείς στην οδύνη και στον πόνο, τότε υπάρχει μόνο μία διέξοδος. Να δραπετεύσει με κάθε ευκαιρία από ό,τι νιώθει. Να χαθεί στη σκέψη του, κι εκεί να αφήνεται σε παιχνιδίσματα του νου, νομίζοντας ότι αυτή είναι πραγματικότητα. Ότι εκεί ζει. Και μόνο με αυτό τον τρόπο καταφέρνει να επιβιώσει. Αλλιώς, αν αφεθεί βουτηγμένος στο φόβο τότε εκείνος σκαρφαλώνει μέσα στα μάτια του κι αλλάζει τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα γύρω του. Ματώνει η συνείδησή και όσα χρόνια και να περάσουν μένει κρυμμένος κάτω από τα βλέφαρά του. Και κανείς, καμιά διαταγή δεν μπορεί να τον κάνει να σωπάσει…»
Οι τόποι εναλλάσσονται το ίδιο και οι άνθρωποι. Από την Κρήτη, στον Πειραιά, στην Αθήνα και στη Μακεδονία για να κλείσει ο κύκλος ξανά στην Κρήτη. Από τον παππού Λεωνίδα και τη θεία Λουλουδιά μέχρι τη Χριστίνα την κυρά Ευτέρπη και τον Δημήτρη, τη Μυρσίνη με την τραγική της μοίρα που θα την κάνει να χάσει τη μιλιά της, την Ισιδώρα και κυρίως τον Μικέλε, ο Ανέστης θα βιώσει τον αγώνα του ανθρώπου της εποχής να επιβιώσει μέσα σε έναν ανελέητο κόσμο που αλλάζει συνεχώς. Θα μάθει πως τα όρια στη ζωή είναι μόνο για να τα ξεπερνά κανείς με οποιοδήποτε τίμημα, έστω και αν καμιά φορά χρειάζεται να υπακούσει στο παράλογο και ενίοτε να χαθεί μέσα σ’ αυτό.
Είναι σημαντικό να σταθούμε στις εξαιρετικά καθηλωτικές περιγραφές των ιστορικών γεγονότων. Από τη σφαγή του Ηρακλείου, μέχρι την τελετή της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, και από τις νύχτες στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τον βομβαρδισμό του νοσοκομείου ο αναγνώστης διαβάζει σπαρακτικές σκηνές που περιγράφονται με ακρίβεια και συχνά ωμό ρεαλισμό την ίδια στιγμή που η λυρική έκφραση της Μπάιλα επανέρχεται στις επόμενες σελίδες για να απαλύνει την ανάγνωση.


Και σε αυτό της το βιβλίο η Μπάιλα αποδεικνύει την αγάπη της για τη γλώσσα, εξάλλου η γλωσσική της αγωγή είχε διαφανεί από το πρώτο της κιόλας βιβλίο. Λέξεις λείες αλλά και αιχμηρές, λέξεις ποιητικές αλλά και ρεαλιστικές, λέξεις σύνθετες που ξαφνιάζουν με την αμεσότητά τους και λέξεις που οριοθετούν τον χωροχρόνο στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Πάντα ομιλούντες, ολόδροσες, έστω και αν κάποτε καταφτάνουν στις σελίδες αυτού του βιβλίου από πολύ παλιά, προσαρμόζονται στη σημερινή αφήγηση και ταυτόχρονα προσδίδουν αρτιότητα και λογοτεχνικότητα στο κείμενο.
Σημαντική είναι επίσης η φιλοσοφική διάθεση του κειμένου. Η Μπάιλα χωρίς να κάνει διδακτισμό στοχάζεται και παραδίδει τους στοχασμούς της στα λόγια των καλοδουλεμένων ηρώων της που είναι σάρκινοι και πάσχουν.
Η διακειμενικότητα είναι επίσης ένα από τα στοιχεία και αυτού του βιβλίου της Τέσυ Μπάιλα. Οι ήρωες της συνδιαλέγονται ευθέως με ήρωες άλλων, κλασικών βιβλίων, και η Μπάιλα βρίσκει την ευκαιρία να συνομιλήσει με αγαπημένους της συγγραφείς —τον Βενέζη, τον Μυριβήλη, τον Καζαντζάκη ίσως —που κληροδότησαν σπουδαία έργα στην ελληνική πεζογραφία.
Ένα πραγματικά περίτεχνο βιβλίο, που δε φλυαρεί —η συγγραφέας μάλλον λειτουργεί πλέον αφαιρώντας περισσότερο, σημάδι της συγγραφικής της ωριμότητας. Το εύρημα του άγνωστου αφηγητή, η ταυτότητα του οποίου θα αποκαλυφθεί στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου βοηθά στην οικονομία του κειμένου και εντείνει την αγωνία.
Ένα καλό βιβλίο που στέκεται αντιμέτωπο με την Ιστορία, την τέχνη, την ειρήνη και τον πόλεμο, την αντρική φιλία —το βιβλίο είναι ένας ύμνος για την αντρική φιλία —τον ανεκπλήρωτο πόθο και τη προσωπική διαφυγή από έναν κόσμο που αγωνιά να αλλάξει τη μοίρα του.
Αξίζει να αναφερθεί κανείς στον εξαιρετικό πίνακα του Μονέ (The Gorge at Varengeville by Claude Monet, 1882) που κοσμεί το εξώφυλλό του, δημιουργία των εκδόσεων ΨΥΧΟΓΙΟΣ. Και πραγματικά αξίζει να το διαβάσετε.
[ «Ο χρόνος συνεχίζει χωρίς εμάς. Έρχεται μια μέρα και ενώ όλα παραμένουν ολόιδια εμείς δεν υπάρχουμε. Κανείς δεν μπορεί να μας δει να διαβαίνουμε τους γνώριμους τόπους, ούτε να ακούσει τη φωνή μας. Μετατρεπόμαστε σιγά σιγά σε σκιά μιας ομίχλης κι η ομίχλη σκεπάζει, σβήνει ό,τι, έως εκείνη τη στιγμή, άγγιζε τον κόσμο με τη μορφή μας … Όλα είναι ίδια όπως και τότε κι όμως διαφορετικά. Κουβαλούν επάνω τους τα σημάδια της αδιαφορίας. Το ίδιο συμβαίνει και σε εμάς. Ο χρόνος χάνεται. Γίνεται ένας ανάλαφρος ίσκιος και περνά κι εμείς μένουμε περιφερόμενες σκιές όσων υπήρξαμε…»]

«Τη στιγμή που η Δαναή χάνεται στη γέννα, ο άντρας της ο Γιώργης, μαγνητισμένος από την Κίρκη του Κάστρου και από τις χάρες της, αμελεί να γυρίσει και μόλις που διαφεύγει από τη σφαγή των χριστιανών από τους Τουρκοκρητικούς στο μεγάλο Κάστρο, τον Αύγουστο του 1898. Είναι η στιγμή όπου γεννιέται ο ήρωας ενός ολόκληρου κόσμου. Και μαζί του η Κρητική Πολιτεία, που λίγα χρόνια αργότερα θα οδηγήσει στην Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Αυτός είναι ο αιώνας του ζωγράφου, του Ανέστη, και η ιστορία του είναι η διαδρομή πολλών ανθρώπων, που έζησαν και πέθαναν μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου. Δεν είναι μόνο ο Ανέστης που παρασύρει τον αναγνώστη στις ατραπούς μιας ανεξήγητης μοίρας, είναι κι εκείνοι που συνδέονται μαζί του με δεσμούς αίματος –ο παππούς Λεωνίδας, η θεια-Λουλουδιά, η Μυρσίνη–, αλλά κι εκείνοι με τους οποίους μοιράζεται εμπειρίες, πάθη, οράματα: η κυρα-Ευτέρπη, η Χριστίνα, η Ισιδώρα και προπαντός ο Μικέλε. Είναι και οι τόποι, η Κρήτη, ο Πειραιάς, η Μακεδονία, που παραδομένοι στις φλόγες και στα καπρίτσια της μεγάλης Ιστορίας δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.

Στο μυθιστόρημα της Τέσυς Μπάιλα, ο άνθρωπος γίνεται έρωτας, γίνεται πόλεμος, γίνεται θάνατος, γίνεται τέχνη, ώσπου να ξαναγίνει άνθρωπος.»
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)