Γράφει η Κατερίνα Σιδέρη

Ποιο είναι το χρώμα της βροχής; Αλήθεια έχει χρώμα η βροχή; Για τη Ζωγραφιά Τσαβέα και τους ήρωές της έχει χρώμα και μάλιστα ανεξίτηλο. Χρώμα ξέχειλο από πόνο, από δάκρυα, από μοναξιά αλλά και προσμονή.
Με το σημερινό βιβλίο, θα ταξιδέψουμε πίσω στον χρόνο, την εποχή που ναι μεν η Ελλάδα είχε διώξει από πάνω της τον Τούρκικο ζυγό, αλλά τα κατάλοιπά του ακόμη υπήρχαν. Κολίγοι, άρχοντες και επιστάτες, φόροι για μια αράδα γης.
Σε αυτήν την εποχή επωάζει ο δυνατός θεσμός της οικογένειας και η ανιδιοτελής αγάπη πλάι – πλάι με την ανείπωτη κούραση, την αδικία και την προδοσία.
Ας μη χρονοτριβώ. Θα ξεδιπλώσω το κουβάρι της ιστορίας, θα σταθώ στα δυνατά της σημεία και ευελπιστώ να σας πείσω να αναζητήσετε και να διαβάσετε το βιβλίο.

πόσο δύσκολη είναι η μοναξιά όταν έχεις συνηθίσει με παρέα

Η Φυλλιώ και ο Παναγής έχουν τέσσερα παιδιά. Τρία αγόρια και ένα κορίτσι, την Ανθή όνομα και πράμα. Ζουν στη Χαλκιδική, ασχολούνται με τη γη και το σπιτικό τους ναι μεν είναι φτωχικό, πλην όμως γεμάτο αγάπη.
Αρχιεπιστάτης της περιοχής είναι ο Θανασός Τζούμας, ένα γλοιώδες υποκείμενο, ένας κακότροπος και κακόψυχος άντρας, άδικος με όλους και αρκετά μισητός. Έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής και κανένας δεν θέλει πολλά – πολλά μαζί του. Κυκλοφορεί στους δρόμους, διατάζει και απαιτεί. Αυτό που θέλει, πάντα το κερδίζει. Δυστυχώς για την οικογένεια του Παναγή, έχει γίνει στόχος του Τζούμα και πρέπει άμεσα να πάρουν αποφάσεις και να προστατέψουν την Ανθή με κάθε τρόπο.
Έτσι αρχίζει η ιστορία μας, συνεχίζει με δυσκολίες και βάσανα που παρασύρουν τον αναγνώστη στη δίνη της ο οποίος αναζητά ένα ψήγμα φωτός, μια στάλα ελπίδας στα κακοτράχαλα μονοπάτια της μοίρας των ηρώων.
Η ορμήνια της κυράς Σεβαστής, η έγνοια του Παυλή για την αδερφή των φίλων του Ανθή, οι ορέξεις ενός αδίστακτου λιγούρη με τρεχούμενα σάλια, η μεγάλη ζωοπανήγυρη της Βόρειας Ελλάδας, ένα λεπτό δερμάτινο κορδόνι με περασμένο ένα πανέμορφο κοχύλι και μια βάρκα που θα γίνει σύμμαχος σε μια φυγή, είναι οι πρώτες εικόνες που ξεχώρισα για να μοιραστώ μαζί σας.
Η Ανθή κατακλύζεται από ντροπή και πόνο, παραιτείται μπροστά σε μια θαλασσοταραχή και αφήνεται να την οδηγήσει η μοίρα στη ζωή ή στον θάνατο. Τίποτα πια δεν την ενδιαφέρει…
Ένας ρασοφορεμένος άνδρας με όνομα Τιμόθεος, η χούφτα του Θεού που αγκαλιάζει με στοργή και αγάπη το άμοιρο κορίτσι, μια εξομολόγηση που την αφήνει κενή, η επιστροφή της βάρκας στον τόπο της, η θλίψη που έχει σκεπάσει ένα ολόκληρο χωριό αλλά και ο Στέφανος που εισβάλλει δυναμικά στην ιστορία, κρατούν το ενδιαφέρον μας στο ζενίθ χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Ακολουθεί η μεγάλη και επιτακτική απόφαση της αλλαγής πλεύσης με πόνο καρδιάς, το αντερί που πλέον πετά από πάνω της, η επίσκεψη στο λιμάνι του Βόλου, το πρώτο ταξίδι της Ανθής με το τρένο, η προφητική γνωριμία με τη Σάρα και τη Λέα, ένα γράμμα για μια μάνα και έναν αδερφό που κυοφορεί ανακούφιση και ψυχική λύτρωση, αλλά και μια νέα ταυτότητα με λιγοστά αληθινά στοιχεία.
Αντιλαμβάνομαι ότι οι πληροφορίες που σας γράφω είναι συγκεχυμένες, αλλά πιστέψτε με, κουμπώνουν απόλυτα μεταξύ τους και ακολουθούν πιστά και κατά πόδας τα βήματα της Ανθής που εξακολουθεί μέσα της να θρηνεί και να πονά για τα δεινά που πέρασε αλλά και για αυτά με τα οποία πότισε τους αγαπημένους της.
Σειρά έχουν τα μαθήματα στη Σχολή Αδελφών Νοσοκόμων, μια δυσβάστακτη απώλεια που στοιχίζει, μια μετακόμιση προς τον Βορρά για λόγους ανωτέρας βίας, τα γράμματα και οι φωτογραφίες που λαμβάνει κατά καιρούς ο Τιμόθεος, η απόφαση του τελευταίου να λυτρώσει επιτέλους την πονεμένη ψυχή της Ανθής, αλλά και ο πόλεμος του ’40 που ξεσπά με άγριες διαθέσεις και σαρώνει στο πέρασμά του.
Η συνέχεια είναι καταιγιστική από πολλές απόψεις. Οι διωγμοί των Εβραίων που δεν αφήνουν κανέναν ασυγκίνητο, μια απρόσμενη ανταλλαγή βλεμμάτων, η γάγγραινα που δεν χορταίνει όσα πόδια και χέρια κι αν καταπιεί, τα αναπάντητα ερωτηματικά ενός παιδιού για τις ρίζες του, αλλά και το μαύρο Σάββατο που ξημέρωσε στις 11 Ιουλίου του 1942, βάφουν με τα δικά τους χρώματα την ιστορία που δυστυχώς είναι βγαλμένα από τις αποχρώσεις του μαύρου και του άλικου.
Λίγο πριν πέσει η αυλαία, θα δούμε νοερά τα τρένα θανάτου με προορισμό την Πολωνία, θα αναζητήσουμε λίρες που μονάχα αυτές έχουν τη δύναμη να σώσουν ζωές, θα συμφωνήσουμε ως προς την επιτακτική πλέον επίσκεψη στα πάτρια εδάφη και θα αγωνιούμε για ένα διαμπερές τραύμα όχι τόσο επώδυνο όσο εκείνο της ψυχής.

Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση που μου κίνησε το ενδιαφέρον για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο της Ζωγραφιάς Τσαβέα, ένα σύντομο βιογραφικό της οποίας θα βρείτε στο τέλος του άρθρου, επέλεξα την παρακάτω:
όταν μια ψυχή ψάχνει απελπισμένη τον δρόμο της, δεν μπορείς να την αγνοήσεις, απλώς τη βοηθάς χωρίς νουθεσίες, χωρίς πρέπει και γιατί

Οδεύουμε προς το τέλος, όπου η κραυγή μιας μάνας από τα δύσβατα των σωθικών της που είναι ικανή να σκίσει βουνά στα δύο θα μας ταρακουνήσει συθέμελα, ένα ξύλινο αλογάκι συντροφιά μας ζωής θα βρει χρόνια πολλά μετά τον δημιουργό του και οι εναπομείναντες ήρωες της ιστορίας μας θα μαζέψουν τα κομμάτια τους και θα προσπαθήσουν να κλείσουν τις κακοφορμισμένες πληγές τους που αιμορραγούν χρόνια.
Δεν θα πω περισσότερα, ήδη έχω αποκαλύψει αρκετά. Θα κλείσω με τη φράση που επέλεξε να κλείσει το βιβλίο της η συγγραφέας, μια φράση ελπιδοφόρα και πολλά υποσχόμενη που όλοι μας θα έπρεπε να υιοθετήσουμε.
όλα θα γίνουν… ένα βήμα τη φορά…

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα του βιβλίου.
Η Ζωγραφιά Τσαβέα γεννήθηκε στη Νέα Απολλωνία Θεσσαλονίκης. Εκεί έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Σπούδασε και ασχολήθηκε με τη μικροβιολογία για ένα διάστημα.

Η αγάπη της, όμως, για τα βιβλία την ώθησε να εγκαταλείψει τη σχολή και να απασχοληθεί στο βιβλιοπωλείο του συζύγου της στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Το πολυτιμότερο πράγμα που απέκτησε όλα αυτά τα χρόνια είναι οι δύο κόρες της.
Το γράψιμο την προκαλούσε από τον καιρό που ήταν μαθήτρια, αλλά τώρα θεώρησε ότι έφτασε ο κατάλληλος χρόνος να ασχοληθεί μαζί του. Πιστεύει πως στη ζωή καθετί γίνεται μόνο άμα ωριμάσει.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΞΗ.

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρει:
Ο νους της Ανθής έχει μείνει φυλακισμένος, μην μπορώντας να ξεφύγει. Η λογική είναι σαν να μην υπάρχει τούτη την ώρα, έχει παραγκωνισθεί τελείως από το φριχτό βίωμα. Ξαφνικά κατακλύζουν τη σκέψη της τα λόγια του. Γρύλιζε το τέρας και της έλεγε πως αυτή τον ξεσήκωσε με τα καμώματά της.
Λες; Λες όντως να φταίω εγώ για ό,τι έγινε;
Έπρεπε να εξαφανιστεί. Να βάλει ένα τέλος σε αυτό το μαρτύριο. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει. Κανέναν δεν μπορούσε να αντικρύσει ξανά.
Μέσα από τον φόβο, τις αναμνήσεις και τα πρόσωπα που αναπάντεχα εμφανίζονται μπροστά της, η Ανθή θα κληθεί να ξεχάσει το πονεμένο της παρελθόν και να ζήσει της ζωής τα πολύτιμα, μέχρι τη στιγμή που όλα πάλι θα γίνουν συντρίμμια.

Πόσο ακόμα από την ψυχή της να δώσει; Πόσο πόνο να αντέξει; Πόσο φόβο ν’ αντιμετωπίσει;