“…Το 1974 δεν αφέντευε ο ορθός λόγος. Αφέντευε η παραφροσύνη. Τα γκέμια του κόσμου δεν τα κρατούσε ο Θεός, αλλά ο Τράγος του Μέντες. Ο Ασμοδαίος Άρχοντας του σκότους. Το τέρας αυτό εξουσίαζε το Σύμπαν…
Ναι! Ο Διάολος έκοβε κι έραβε…
Σήμερα μπορώ και κουμαντάρω τις πράξεις μου. Γέρασα! Έτσι και σακιάσω τα εβδομήντα χρόνια που κουβαλώ στους ώμους μου και τα βάλω στο ζύγι, το βάρος θα ξεπεράσει τις εκατό οκάδες. Δυσβάσταχτο το φορτίο. Με δυσκολία σέρνω τα πόδια μου. Το βλέμμα μου σκοτείνιασε κι αυτό. Απεγνωσμένα ψαχουλεύω να βρω το αρκοσόλιο που σκάλισε η Αίσα· να ακουμπήσω την τέφρα της ψυχής μου στον μαρμάρινο αψιδωτό τάφο. Να λευτερωθώ από σάρκες και κόκαλα. Λεύτερος να φτεροκοπήσω πέρα από τον γαλαξία της Ανδρομέδας, μήπως και συναπαντήσω τον Θεό!
Έχουμε τόσα να πούμε οι δυο μας…”

Από τις Εκδόσεις Γερμανός κυκλοφόρησε τον Ιούνιο το δεύτερο βιβλίο του Σταύρου Σιδερά με τίτλο VAE VICTIS «ΑΛΙΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΗΤΤΗΜΕΝΟΥΣ», μια διατήρηση μνήμης της τραγικής ιστορίας της Κύπρου, ένας θρήνος και μια κατάθεση ψυχής. Αυτοβιογραφία, αληθινή ιστορία, αποτύπωση μιας μαύρης σελίδας της ιστορίας μας; Ίσως όλα μαζί να δημιούργησαν το έργο του Σταύρου Σιδερά. Ένα καλοδουλεμένο έργο, γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη περιγραφική αφήγηση που δημιουργεί εξαιρετικές εικόνες και καθηλώνει, ξεχωριστό και συνάμα αξιόλογο που αξίζει να διαβαστεί.

“Μόνος, καθισμένος κάτω από μια ποντικοφαγωμένη χαρουπιά, κοιτούσα με φρίκη τις φωτιές που ξέσχιζαν τα σωθικά του Πενταδάκτυλου.

 

Η ψυχή μου, που κάποτε χωρούσε στίχους του Ελύτη, νεόπλαστους λεμονανθούς και του ήλιου τους καταρράκτες, τώρα κειτόταν έντρομη έξω από το σώμα της. Κουλουριασμένη σαν έμβρυο. Ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρει τη μήτρα που τη γέννησε. Να χωθεί και πάλι μέσα· να κρυφτεί. Μήπως σωθεί από των οχτρών τα τόξα…
Δεν είχα νταραβέρια με φονιάδες εγώ. Κι ούτε έλαχε ποτές μου να ‘ρθω φάτσα με φάτσα με τον μαντατοφόρο μπόγια του Άδη που μέρες τώρα με είχε βάλει στο μάτι ο ρουφιάνος, ανεμίζοντας το ματωμένο γιαταγάνι του πάνω από το κεφάλι μου.
Τριακόσιες σφαίρες μού είχαν δώσει όλες κι όλες. Ποιον να προλάβω να βαρέσω. Τους αλλόθρησκους Μογγόλους που βεβήλωσαν τις αμμουδιές της Κερύνειας ή τον κατά συρροή δολοφόνο του Άδη που βγήκε από τα Τάρταρα με εντολή να μακελέψει τη γραικολογιά.
Είχαν περάσει δυο ολόκληρες βδομάδες από την ημέρα της εισβολής και δεν μπορούσα ακόμη να το πιστέψω…
Η Κερύνεια χάθηκε!
Από τη μια στιγμή στην άλλη Τούρκεψε. “Η πόλις εάλω…” Σε λίγο θα Τούρκευε και το υπόλοιπο νησί. Θα αλωνόταν, όπως αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Προύσα, τα Σώκια και τ’ Αϊβαλί. Τίποτα δεν μπορούσε να μας σώσει από τη μάνητα των Οθωμανών Ογούζων που με λύσσα καραδοκούσαν να σακατέψουν την ψυχή της Ρωμιοσύνης.
“Η πατρίδα μας χάθηκε! Τη σκόρπισε της φωτιάς η ορμή…” σκέφτηκα, και σημείωσα τις σκέψεις μου σ’ ένα τεφτέρι.
Από μικρός μού άρεσε να γράφω. Κάθε φορά που με προβλημάτιζαν ψυχοφάγες σκέψεις, κλειδωνόμουν σ’ ένα δωμάτιο, έπιανα μολύβι και χαρτί και άφηνα τα δαιμόνια να ξαμοληθούν από μέσα μου. Λες κι οι λέξεις μπορούσαν να με λυτρώσουν από τους ανυπόφερτους στοχασμούς που με χτίκιαζαν.
Έτσι και τώρα. Δεν είχα άλλον τρόπο να βγάλω το άχτι μου. Στη φαρέτρα τους οι Τούρκοι είχαν μαχητικά αεροπλάνα, υποβρύχια, ελικόπτερα, βόμβες ναπάλμ και μιλιούνια από αιμοδιψείς Σελτζούκους οπλισμένους με τον πιο σύγχρονο οπλισμό. Στο δικό μου θηκάρι είχα μόνο ένα μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί.
Άιντε τώρα να βρω κουράγιο να γράψω “Μολών Λαβέ”!