Ποιος –μπορεί να -είναι ο άνθρωπος που μιλούσε με τον ήλιο; Είναι η πρώτη μας απορία όταν ήδη κρατάμε στα χέρια μας, και πριν την ξεφυλλίσουμε, τη νέα (έκτη) ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιβιτσάνου-Ντάνου. Και τι μπορεί να πει ο άνθρωπος μιλώντας με τον ήλιο; Ή τι μπορεί να πει ο ήλιος στον άνθρωπο;
Πριν η ίδια η ποιήτρια πάρει τον λόγο -με τους στίχους της- ένα ευφορικό και αισιόδοξο συν-αίσθημα έρχεται να εγκατασταθεί μέσα μας. Ο άνθρωπος-ο ήλιος! Δύο οντότητες, κορυφώσεις της δημιουργίας-της έμπνευσης, καλύτερα-της ζωής. Ο άνθρωπος, ως κορυφαία στιγμή της γένεσης και ο ήλιος το φυσικό στοιχείο που υπόσχεται τη φωτεινή εγγύηση της ζωής-σε αντίστιξη με το σκοτάδι και το τίποτα. Έρχεται στο μυαλό μου εντελώς συνειρμικά το ευφρόσυνο βίωμα φωτός της νεαρής τότε Γαλλίδας φοιτήτριας Ζακλίν ντε Ρομιγύ, όταν για πρώτη φορά ερχόταν σε επαφή με το αστραφτερό φως που ο ελληνικός ουρανός απαύγαζε στην ψυχή της και τη βοήθησε να συνειδητοποιήσει την ηθική και αισθητική ομορφιά του ελληνικού πνεύματος. Σε αντίθεση με τον -σπουδαίο επίσης-συμφοιτητή της Roger Caelois, που τον κινητοποίησε διανοητικά και ψυχικά το «σκοτάδι» των αρχέγονων ελληνικών μύθων.


Προσπαθούμε να μαντέψουμε… Πόσο αισιόδοξη η ποιητική φαντασία που συλλαμβάνει την εικόνα του ανθρώπου να κουβεντιάζει με τον ήλιο. Κι αμέσως αρχίζει να κατασκευάζεται στη σκέψη ένας θεατρικός διάλογος, που το περιεχόμενό του θα θέλαμε να αφουγκραστούμε. Και πάνω σ’αυτή την αναζήτηση ανοίγουμε το βιβλίο. Ο άνθρωπος που μιλούσε με τον ήλιο. Ξεφεύγει από τις σελίδες του (29-30) για να μας αποκαλύψει, σε τόνο παραινετικό, προτρεπτικό, όσα ο ήλιος του είπε για τη ζωή και τα νοήματά της. Οι στίχοι, σε απλή, απέριττη, διαυγή διατύπωση, στεγάζουν μιαν ηθική αντίληψη της ζωής του ανθρώπου-της ίδιας της ποιήτριας- για τον άνθρωπο και τον σκοπό του πάνω στη γη. Αγάπη, συγγνώμη, συγκατάβαση για τα πάθη και τα λάθη τα ανθρώπινα, πείσμα και γενναιότητα, σεβασμός απέναντι στην ομορφιά της φύσης: τη θάλασσα, τα βουνά, τ’αστέρια του απέραντου σύμπαντος, τις ευωδιές του Μάη…
………………………………………………………….
Ν’αγαπάς τους ανθρώπους με τους πόθους,/τα πάθη και τα λάθη τους και να λυπάσαι/γι’αυτούς που φεύγουν, αλλά να ξέρεις/πως ο καθένας τους έκανε τη δική του,/μικρή ή μεγάλη διαδρομή./
Και να προσέχεις τη θάλασσα και τα βουνά/και τ’αστέρια του απέραντου σύμπαντος/μ’όλα τα θαύματα που εκείνοι σου χαρίζουν/και να μεθάς από τις μυρωδιές του Μάη,/εκείνες τις ξεχωριστές./
Ένα θαρραλέο φρόνημα και μια γενναία στάση ζωής αναδίνουν τα ποιήματα της Κατερίνας Λιβιτσάνου –Ντάνου. Είναι το προσωπικό της βίωμα, ο προσωπικός της κώδικας αξιών με τον οποίο πορεύεται κοιτώντας συχνά-όπως ο άνθρωπος του βιβλίου της- κατάματα τον ήλιο και υπακούοντας στον παραινετικό του λόγο. Η ποιητική της έχει αφετηρία τον άνθρωπο, σ’αυτόν απευθύνεται, απ’αυτόν μπορεί να γίνει η επιλογή του καλού ή του κακού, ανάλογα. Αλλά η ηθική της ζωής-όπως τη βιώνει μέσα στο φυσικό θαύμα-τής υπαγορεύει έναν ανώτερο και διευρυμένο κώδικα αγάπης και σεβασμού για ό,τι ανήκει στο μεγαλείο της δημιουργίας. Εδώ συνυπάρχουν και συνηχούν η λαϊκή βιοθεωρία και οι ολιστικές θεωρήσεις της σύγχρονης οικοφιλοσοφίας μαζί με το δέος για την ομορφιά και τη θαυμαστή ποικιλία του κόσμου. «Τον καιρό που ήμουν μαθητής», θα γράψει ο μεγάλος ανθρωπιστής Αλβέρτος Σβάιτσερ, «μού φαινόταν αδιανόητο να προσεύχομαι μονάχα για τους ανθρώπους πριν κοιμηθώ». Όσο για τον Τολστόι, η κατάφαση της ζωής σήμαινε τη δημιουργία ενός ηθικού πολιτισμού.


Η Κατερίνα Λιβιτσάνου, όπως στο πρώτο της ποίημα -ποίημα ποιητικής- αποκαλύπτει, βρίσκεται για καιρό υπό το κράτος του φόβου μιας πρωτόγνωρης για τον μεταπολεμικό πολιτισμό μας δεινής πανδημίας-του Covid-19, η οποία επιδρά καταλυτικά πάνω της και στομώνει, τον πρώτο καιρό τουλάχιστον, τη δημιουργική της έμπνευση. Γι’αυτό και πολλά από τα ποιήματα της συλλογής είναι βιώματα της επώδυνης -και ψυχικά-πανδημίας και όλα σχεδόν τελούν, συνειδητά ή υποσυνείδητα, υπό το κράτος της. Η ποίηση ωστόσο, ισχυρότερη από κάθε βίωμα-ατομικό ή συλλογικό-επανέρχεται υποσχόμενη ότι ανυποχώρητα θα είναι δίπλα της, όσες πανδημίες κι αν μας κατακλύσουν (σ.9).
Έτσι, λύεται η πρόσκαιρη, συγκυριακή σιωπή της ποιήτριας, απελευθερώνεται μέσα της η δημιουργική πνοή κι αρχίζει να ξαναβρίσκεται εν πλήρει ακμή μέσα στον κόσμο και στη φύση, στους ανθρώπους και στα γεγονότα, στην ειδησεογραφία και στα φαιόγκριζα τοπία της, υπογραμμίζοντας τα άξια να σχολιαστούν και να μας οδηγήσουν σε σκέψεις και προβληματισμούς ή να ζωντανέψουν μέσα μας την ευγένεια της ανθρώπινης συμπόνιας και καλοσύνης, που μετατρέπεται σε πράξη αγαθή.
Το πρώτο «ποιητικό συμβάν», μετά την αφύπνιση της έμπνευσης, και όχι τυχαία, νομίζω στην αρχή της ποιητικής της συλλογής: η «Μοιραία συνάντηση» με την ιστορία του γενέθλιου τόπου, και τις συμβολικές μορφές του, η φαντασίωση συνύπαρξης στη διατομή των χρόνων με τον γερο-Φωτεινό του Κόντρου, οι μνήμες του παλιού χωριάτικου σπιτιού με τα ανοιχτόκαρδα φιλέματα και τη λαϊκή τιμιότητα, που δεν επιθυμεί να μετακινηθεί προς τον ανοίκειο κόσμο μας, προσφέροντας στην ποιήτρια το σπουδαιότερο μάθημα ζωής. Και να μας υποβάλει την ηχηρή αντίστιξη ανάμεσα στον επικό αγώνα και στις αξίες του λαϊκού ανθρώπου του αγροτικού πολιτισμού και στον παρακμασμένο, εκφυλισμένο κόσμο της σημερινής αστικής πραγματικότητας, που ο γερο-Φωτεινός δεν θέλει να γνωρίζει (σ.10). Και θα ακολουθήσει η «Ιστορική συνομιλία» με το οριακό για την εθνική μας ιστορία γεγονός της Επανάστασης του 1821, και πάλι μέσα σε μια φαντασίωση ζωντανεμένες οι ηρωικές μορφές-Μαντώ, Μπουμπουλίνα, Διάκος, Κανάρης, Ανδρούτσος, Μιαούλης, Παπαφλέσσας…-που προσέρχονται στο παρόν απαιτώντας την οφειλόμενη μνήμη και αδυνατώντας όμως να προσφέρουν βοήθεια για την απομάκρυνση του αόρατου εχθρού, που πολιορκεί ασφυκτικά την κάθε μας μέρα. (σ. 14).


Οι παλιοί ήρωες έρχονται-τους επικαλείται και τους προσκαλεί η ποιήτρια- να ορμηνέψουν, να συμπαρασταθούν, να ενδυναμώσουν τον ταλαίπωρο σύγχρονο άνθρωπο, άμαθο από τα δεινά των λαϊκών ανθρώπων του παρελθόντος και την ηρωική αναμέτρηση με τη ζωή και τους αγώνες της. Αλλά μήπως σε δυσερμήνευτους καιρούς αυτό δεν είναι σε κάθε κλίμακα το καθήκον του έντεχνου λόγου; Η άντληση δύναμης από τη συλλογική πείρα των ανθρώπων και της ανθρωπότητας εν δεινοίς; «Το καθήκον μας ως ανθρώπων είναι να βρούμε τις λίγες αρχές που θα ηρεμήσουν την άπειρη αγωνία των ελεύθερων ψυχών. Πρέπει να διορθώσουμε ό,τι διαλύθηκε, να κάνουμε ξανά τη δικαιοσύνη να την φανταστεί κανείς σε έναν κόσμο τόσο προφανώς άδικο, να δώσουμε στην ευτυχία νόημα για άλλη μια φορά στους λαούς που έχουν δηλητηριαστεί από τη δυστυχία του αιώνα…» σημειώνει ο Αλμπέρ Καμύ στις Αμυγδαλιές του, ένα δοκίμιο που γράφεται στην κορύφωση της τραγωδίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συμπύκνωση της συλλογικής κραυγής για αφύπνιση της ευγενικής ανθρώπινης φύσης.
Διαβάζοντας τα ποιήματα αυτής της συλλογής της Κατερίνας Λιβιτσάνου-Ντάνου, διαπιστώνουμε ότι ο θεματικός προσανατολισμός της παραμένει μια σταθερά της ποιητικής της. Η εποχή της σε στιγμιότυπα, ο πόνος και η αδικία σε αφηγηματικές παραδειγματικές κορυφώσεις-αντλώντας πάντα από την πραγματικότητα της καθημερινότητας, το ήθος της σταθερά προσηλωμένο στην ανυποχώρητη αγωνιστικότητα και στην προσδοκία του καλύτερου-ή του καλού, που υπάρχει στον κόσμο, οι αξίες της αταλάντευτες, αποσπασμένες από την κιβωτό της λαϊκής αυθεντικότητας, όπως την έχει εσωτερικεύσει στη μα-θητεία της στον αγροτικό πολιτισμό και στις καθαγιασμένες μνήμες γονιών και προγόνων.


Μ’αυτή την ηθική και αξιακή σκευή επαν-έρχεται κάθε φορά να ανανεώσει το ραντεβού της με το παρόν: από την ειδησεογραφία, τα ακούσματα, τα εμπειρικά παραδείγματα και τα τρέχοντα ατομικά ή συλλογικά δράματα και να υπογραμμίσει την αδικία που κουβαλούν αμετανόητα οι άνθρωποι-κυρίως οι φέροντες την όποια εξουσία και οι ισχυροί της γης-, το σκοτάδι, τη βαρβαρότητα. Για να μη μείνει όμως εκεί. Αλλά να σμιλέψει το πορτρέτο του ανθρώπου που μιλάει με τον ήλιο και να του προσφέρει την τελευταία λέξη-την πιο αλεξίσφαιρη πανοπλία: το φως!
Τι περιμένουμε λοιπόν από τον δημιουργό του έντεχνου λόγου προπάντων σε στιγμές δυσδιάκριτες και θολές και ώρες συσκοτισμένης αλήθειας; «Η προσοχή είναι η πιο σπάνια μορφή γενναιοδωρίας, είχε πει η Simone Weil (1909-1943), η Γαλλίδα φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια, την οποία ο Καμύ είχε χαρακτηρίσει ως «το μόνο μεγάλο πνεύμα της εποχής μας». Να δώσουμε την προσοχή μας, σημαίνει να μην προσπεράσουμε, να μην θεωρήσουμε ότι το κακό είναι πέρα και έξω από μας και το σπίτι μας. Να το καρφώσουμε με το ανεξίτηλο βλέμμα μας, με την ψυχή μας, να «σταθούμε» και να το προσέξουμε ως κάτι που χρειάζεται τη δύναμη της ανθρωποσύνης μας. «Ένας συγγραφέας είναι ένας επαγγελματίας παρατηρητής», το διατυπώνει εύστοχα η Susan Sontag (1933-2004).


Αυτό ακριβώς κάνει η Κατερίνα. «Σταθμεύει» το βλέμμα και την προσοχή της κατ’επιλογήν και πάντοτε με στόχο: να απομονώσει εικόνες και παραδείγματα-προς μίμηση και προς αποφυγή- ώστε να υπο-κλέψει την προσοχή μας. Να ταρακουνήσει, να προβληματίσει, να ευαισθητοποιήσει-να προλάβει τη ραθυμία, την αδιαφορία, τον εθισμό μας στο κακό και στο άσχημο, την ατομοκεντρική μας συνείδηση. Να διαπεράσει την πλαδαρή πια σχέση μας με τα δεινά του κόσμου, στον οποίο και ο καθένας από μας ταλανίζεται, γίνεται θύμα και θύτης, στην αιχμαλωσία μιας χαλασμένης συνείδησης, που έχει υποστεί την «ανοσία της αγέλης» ως κοινωνική νόσο. Γι’αυτό το ξύπνημα του μυαλού και της ψυχής μας «φωτογραφίζει» η Κατερίνα το καραβάνι των ανέστιων Αρμενίων μετά τις συγκρούσεις με τους Αζέρους στο Ναγκόρνο Καραμπάχ τον Νοέμβρη του 1920. Την επίθεση τρομοκράτη και το φονικό που ακολουθεί (σ. 24 και 66). Την ανάπηρη Τζέσικα και τον ωραίο αγώνα της να μην της λείψει τίποτα από τη ζωή (σ. 26-27). Την αφαίρεση της ζωής της μικρής Κλαούντια, του πεντάχρονου κοριτσιού, την ώρα που έκοβε ανοιξιάτικες παπαρούνες έναν άσπλαχνο Μάη. Την εκατόμβη νεκρών παιδιών και των δασκάλων τους σε σχολείο του Πακιστάν από εισβολή ένοπλων δολοφόνων. Τη βρώμικη εγκληματικότητα του κατ’εξακολούθησιν βιαστή. Το μεγαλείο ψυχής μιας μάνας. Την ιστορία του ληστή με το ταξί. Τον βίαιο δολοφόνο μέσα στο τρένο. Το μεγαλείο του πατέρα μετανάστη για χρόνια στην Αυστραλία, που γίνεται δωρητής οργάνων του σκοτωμένου παιδιού του. Το παιδί που κουβαλά με το καρότσι την ανάπηρη μητέρα του κι ο δάσκαλος-αγνοώντας το- τον τιμωρεί σκληρά επειδή φτάνει καθυστερημένος στο σχολείο. Την εικοσιεξάχρονη Ιρανή Ρεϊχάνεχ Τζαμπάρι που σκότωσε αμυνόμενη τον βιαστή της κι εκτελέστηκε δι’απαγχονισμού στο Ιράν στις 25-10-2014. Την ιστορία του Θοδωρή, που τον είπανε τρελό-περίπτωση άνεργου προσοντούχου νέου, που μια μέρα ντύθηκε Θεόδωρος Κολοκοτρώνης «και θαρρετά εμίλησε σ’αρχόντων σύναξη σημαντική!» (σ.54) Τον Αφροαμερικανό Τζορτζ Φλόιντ, που λευκοί αστυνομικοί για ώρα τον πατούσαν αμείλικτα στον λαιμό και πέθανε από ασφυξία στις 25 Μάη του 2020, ύποπτος για απάτη (πλήρωσε με πλαστό εικοσαδόλαρο σε μίνι μάρκετ)! Τη σύλληψη του πρύτανη της ΑΣΟΕΕ από κουκουλοφόρους που εισέβαλαν στο γραφείο του τον Οκτώβριο του 2020 και πέρασαν στον λαιμό του την ταμπέλα: Αλληλεγγύη στις καταλήψεις (σ.59). Η αληθινή ιστορία-μία από τις πολλές- του άμοιρου βοσκού που τα πρόβατά του παραδόθηκαν στις καλοκαιρινές φλόγες, ολοκαύτωμα, μαζί και το μοναδικό παιδί μιας δύστυχης μάνας που θρηνεί πάνω από τ’αποκαΐδια. Του απελπισμένου απεργού πείνας τη συνήθη ιστορία που δε βρέθηκε τίποτα για να επιβιώσει παρά μια θέση στο νοσοκομείο μήπως και βλάψει των αρχόντων το όνομα…


Η καθημερινή ειδησεογραφία ευαισθητοποιεί τις κεραίες πρόσληψης της Κατερίνας Λιβιτσάνου-Ντάνου, που επιλέγει, αποσπά και συντάσσει τα δικά της λιτά «δελτία ειδήσεων» με την απλότητα και την αυθεντικότητα που η ίδια η καθημερινότητα τα παράγει. Αλλά οι προθέσεις της δεν σταματούν στα γεγονότα. Αυτά είναι η αποκλειστικότητα της δημοσιογραφίας. Το γεγονός στην ποίηση της Κατερίνας Λιβιτσάνου είναι μόνον η αφορμή, το όχημα που θα μεταφέρει τον πλούσιο ηθικό της κόσμο-σμιλεμένο μέσα στις οικείες και κοντινές γενιές των ανθρώπων του χωριού της και στις λόγιες παρακαταθήκες αρχαίων και νεότερων, του τόπου της και ευρύτερα, μια εγκιβωτισμένη παρακαταθήκη απλών στην αλήθεια τους και δύσκολων στην εφαρμογή τους ηθικών παραινέσεων: προκειμένου να συνδεθεί ο άνθρωπος με την ουσία της ανθρωπιάς του και συνακόλουθα με την αθώα ομορφιά της ζωής. Γι’αυτό, στην επεξεργασία αυτών των ηθικών αρχών και των κοινωνικών αξιών της, η Κατερίνα, κάτι σαν ανακουφιστικά, από το άχθος του παρόντος, διαλείμματα στην ποίησή της, ανατρέχει στο παρελθόν των ανθρώπων του χωριού της, στο εικονοστάσι των γονιών της και στην ιχνογραφία της φυσικής ομορφιάς, προσφέροντας βιωμένες εικόνες ανθρωπιάς, αγάπης, γαλήνης και συντροφικότητας.
Αισιόδοξη κατά βάση η ποίηση της Κατερίνας Λιβιτσάνου –Ντάνου. Αισιόδοξη, γιατί; Μα γιατί, όλα δένονται με τον άνθρωπο που μιλούσε με τον ήλιο. Αισιόδοξη, γιατί τα ποιήματά της αφιερώνονται σε όσους τολμούν να πορεύονται κοιτάζοντας κατάματα τον ήλιο. (Αρκετά τα ρίσκα με το σκοτάδι και την ασχήμια ενός σύγχρονου υποπολιτισμού με τον οποίο υπερσιτιζόμαστε επίμονα και επίβουλα). Κι ακόμα αισιόδοξη γιατί –όπως στους τρεις τελευταίους στίχους του επιλογικού της ποιήματος «Ανέφικτο» μας εξομολογείται:
Ήθελα, γιατί είναι καλό τη θετική πλευρά να βλέπεις
Των πραγμάτων και να αισιοδοξείς και να ξεχωρίζεις
Τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα όντα αυτού του κόσμου (σ. 68)