Συγγραφέας του βιβλίου «Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου» – Εκδόσεις «Πατάκη»

Εικοσιέξι ανθρώπινες ιστορίες, κάποιες από τις οποίες βασίζονται σε προσωπικά βιώματα και κάποιες άλλες έχουν υποστεί μια μυθοπλαστική ζύμωση πριν γίνουν διηγήματα, περιλαμβάνει το νέο βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη. «Τα παράθυρα» είναι η ιστορία που τον άγγιξε περισσότερο ως άνθρωπο και η «Πέτρα» είναι ίσως η πιο βιωματική ιστορία της συλλογής. Τα βιβλία του, όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας, απευθύνονται σε ένα ευέλικτο, ανήσυχο, ψαγμένο, φιλοπερίεργο κοινό, που θέλει να μοιραστεί τις ιστορίες μαζί του και όχι να επαναπαύεται σε κάποιες δοκιμασμένες συνταγές.

– Όταν πρωτοκράτησα το βιβλίο σας και είδα τον τίτλο, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως θα διαβάσω διηγήματα πολιτικού περιεχομένου. Πώς επιλέχτηκε ο συγκεκριμένος τίτλος;

Ο τίτλος προέρχεται από ένα διήγημα της συλλογής κάτι που συνηθίζεται στις συλλογές διηγημάτων. Ωστόσο υπάρχει κάτι κοινό όσον αφορά την έννοια της πατρίδας σε αρκετά ακόμη διηγήματα σχετικά με την πίστη, την αναζήτηση, τη μετανάστευση, τον νόστο.

– Με τις είκοσι έξι ανθρώπινες ιστορίες που συνθέτουν το βιβλίο και γράφτηκαν την τελευταία εικοσιπενταετία, διαβάζουμε κεφάλαια της δικής σας ιστορίας και στιγμιότυπα της ζωή σας ή υπάρχει και μυθοπλασία ανάμεσά τους;

Όλα τα κείμενα είναι μυθοπλασίες αλλά ορισμένα βασίζονται και σε πραγματικά γεγονότα. Ίσως η «Πέτρα», το ταξίδι μου στην Σαμψούντα, να είναι το πιο βιωματικό. Τα υπόλοιπα έχουν υποστεί μια μυθοπλαστική ζύμωση κι ας έχουν μια έντονη αυτοαναφορικότητα ειδικά όσα είναι στο πρώτο πρόσωπο.

– Εκείνες που αφορούν προσωπικά σας βιώματα τις κρατούσατε σε κάποιο ημερολόγιο ή είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό και όταν ήρθε η ώρα βρήκαν τη θέση τους σ’ ένα κομμάτι χαρτί ή σε ένα word;

Πολλές ιστορίες βασίζονται σε αληθινά γεγονότα. Όμως τα στοιχεία αυτά είναι σκορπισμένα. Δεκάδες σημειωματάρια, ημερολόγια, μνήμες: όλα μαζί κάποια στιγμή μοντάρονται στη γραφή, ξαναβιώνονται και γίνονται μυθοπλασία.

– Ποια από όλες αυτές τις ιστορίες σας άγγιξε περισσότερο ως άνθρωπο κι επηρέασε την προσωπικότητά σας;

Η ιστορία «Τα παράθυρα» με το καβαφικό υπόβαθρο όταν έρχομαι ως υποψήφιος φοιτητής στην Θεσσαλονίκη. Αλλά κάθε ιστορία για να γραφτεί σημαίνει ότι έχει αφήσει ένα μικρό ή μεγάλο αποτύπωμα μέσα μου. Ειδικά όσες περιγράφουν τα ταξίδια στην Ευρώπη ή στην Ανατολή.

– Θα μπορούσαν όλες μαζί να γίνουν κεφάλαια ενός μυθιστορήματος και να ενωθούν κάτω από ένα κεντρικό τίτλο;

Αυτές οι είκοσι έξι ιστορίες επιλέχτηκαν ανάμεσα από σαράντα που είχαν μαζευτεί τόσα χρόνια. Ο τρόπος που τις παραθέτω δείχνει να έχουν μια αδιόρατη ή ακόμη και εμφανή σχέση. Σε πολλές ιστορίες εμφανίζονται τα ίδια πρόσωπα και όλες μαζί θα μπορούσαν πράγματι να αποτελέσουν ένα μυθιστόρημα-έτσι χαλαρά και αυτοαναφορικά όπως τα προσδιορίζει η εποχή μας τα μεταμοντέρνα κείμενα.

– Στο σημείωμά σας αναφέρετε πως τα διηγήματα της συλλογής που φιλοξενούνται στο τελευταίο σας βιβλίο έχουν δημοσιευτεί από το 1993 μέχρι σήμερα κι ένα είναι αδημοσίευτο. Ποιο είναι αυτό;

Πράγματι έχουν δημοσιευτεί όλα σε λογοτεχνικά περιοδικά ή εφημερίδες. Μόνον η «Κυρία Τάπερ» έμενε στα συρτάρια μου, γιατί αγαπούσα πολύ αυτή την ιστορία που ήθελα να την κρατήσω όσο γίνεται πιο κοντά μου. Τώρα που διαβάζεται, ακούω πόσο την ξεχωρίζουν και οι αναγνώστες.

– «Τίποτε δεν είναι πιο προβλέψιμο όσο το απρόβλεπτο», διαβάζω στη δεύτερη ιστορία σας «Το αντίσκηνο». Είναι μια ατάκα που σας αντιπροσωπεύει;

Ναι, πολύ, το απρόβλεπτο και το απροσδόκητο καθόρισαν τη ζωή και τις επιλογές μου κι ας μην ήταν πάντα θετικές οι συνέπειες.

– «Ο Σουρτούκης» γράφτηκε στη μνήμη του Γιώργου Χειμωνά. Κι εκείνος γεννήθηκε στην Καβάλα και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη. Τι άλλο σας δένει με τον σπουδαίο ποιητή της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, όπως τον έχουν χαρακτηρίσει και δυστυχώς έφυγε νωρίς;

Τον διάβαζα πολύ στα φοιτητικά μου χρόνια και τον γνώρισα όταν άρχισα να εκδίδω τα βιβλία μου στον εκδοτικό οίκο Κέδρος. Ήταν όμορφος και γενναιόδωρος. Τον θαύμαζα ως συγγραφέα και προσωπικότητα. Δυστυχώς έφυγε νωρίς. Στο έργο του αναγνώριζα την κοινή μας πατρίδα αλλά και την γοητευτική επικράτεια του λόγου του.

– Πριν δύο χρόνια το βιβλίο σας «Ζωή μεθόρια» βραβεύτηκε στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας. Τι σημαίνει μια βράβευση για έναν συγγραφέα;

Τα βραβεία είναι μια αναγνώριση και το χάρηκα επειδή ακριβώς ήρθε σαν επιστέγασμα ύστερα από δώδεκα περίπου βιβλία. Το χάρηκε επίσης πολύς κόσμος, φίλοι και αναγνώστες, αυτό ήταν το πιο χαρμόσυνο γεγονός.

– Το «Παρτάλι» μεταφράστηκε στα γαλλικά, ωστόσο το μυθιστόρημα «Αλούζα, χίλιοι και ένας εραστές», μεταφράστηκε στα Αραβικά. Πώς το υποδέχτηκαν οι Άραβες, λοιπόν;

Η «Αλούζα» μεταφράστηκε στα αραβικά από τον ελληνιστή Χάλεντ Ράουφ, που μεταφράζει Έλληνες κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς. Μάλιστα εκδόθηκε από το Κέντρο Μετάφρασης του Υπουργείου Πολιτισμού της Αιγύπτου, μια τολμηρή επιλογή μιας και το μυθιστόρημα αυτό είναι έντονα ερωτικό αλλά ταυτόχρονα έχει και ένα σημαντικό ιστορικό υπόβαθρο όσον αφορά τις σχέσεις της Ελλάδας με την Μεσογειακή Ανατολή. Η αποδοχή του βιβλίου είναι μεγάλη, συζητιέται και διαβάζεται στον αραβόφωνο κόσμο.

– «Δεκάδες ιστορίες πλέουν γύρω μου και μια γλυκιά μελαγχολία με διακατέχει στην σκέψη ότι δεν προλαβαίνω να τις αφηγηθώ», δηλώσατε σε μια συνέντευξή σας. Σκέφτεστε πως κάποτε θα έρθει η στιγμή που θα ασχολείστε μόνο με το γράψιμο;

Η μελαγχολία έγκειται στην έλλειψη χρόνου. Όσο μεγαλώνω τόσο στενεύουν τα όρια. Υλικό και διάθεση πάντως υπάρχει. Άλλωστε τα τελευταία επτά χρόνια ασχολούμαι μόνον με το γράψιμο αφού παραιτήθηκα από καθηγητής αγγλικών στο δημόσιο όπου δούλεψα πολλά χρόνια.

– Ποια γνώμη έχετε για τους Έλληνες συγγραφείς;

Επειδή σπούδασα αγγλική φιλολογία και διάβαζα αγγλοσάξονες στο πρωτότυπο αλλά και πολλή ξένη λογοτεχνία από μετάφραση (ειδικά γαλλική και έντονα ισπανική τελευταία), ποτέ μου δεν ξεχώριζα ξένους από Έλληνες συγγραφείς. Αν μου αρέσει ένα βιβλίο είναι για το περιεχόμενο και ποτέ μου δεν είπα «είναι καλό για Έλληνας». Όμως επειδή μοιράζομαι τα διαβάσματα γίνομαι πιο επιλεκτικός αναγκαστικά. Ναι, έχουμε καλούς Έλληνες συγγραφείς αν συνεχίζουν την ελληνική λογοτεχνική παράδοση του Μυριβήλη, του Τσίρκα, της Αξιώτη, της Ιορδανίδου, του Πεντζίκη, του Ιωάννου, του Ταχτσή, του Αλεξάνδρου, του Κοτζιά, του Χειμωνά, για να μείνω σε όσους δεν υπάρχουν πια.

– Πιστεύετε πως κάποτε θα μπορούν να ζουν από τη συγγραφή;

Όχι, πολλοί λίγοι. Ειδικά στην Ελλάδα που είναι μια μικρή χώρα το κοινό δεν μπορεί να στηρίξει την ελληνική λογοτεχνία. Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις αλλά είναι λίγες.

– Και οι Έλληνες αναγνώστες; Είναι δύσκολοι; είναι επιλεκτικοί; είναι λαθραναγνώστες; Σε ποιο κοινό απευθύνεστε εσείς;

Απευθύνομαι σε ένα ευέλικτο, ανήσυχο, ψαγμένο, φιλοπερίεργο κοινό που θέλει αν μοιραστεί τις ιστορίες μου και όχι να επαναπαύεται σε κάποιες δοκιμασμένες συνταγές. Σημασία έχει να διαβάζουν. Ας δανείζονται βιβλία, ας διαβάζουν λαθραία. Εκείνο που δεν δέχομαι ως επιχείρημα είναι ότι τα βιβλία είναι ακριβά ή δεν υπάρχει χρόνος. Με δέκα πέντε λεπτά την ημέρα μπορείς να διαβάζεις δύο βιβλία το μήνα. Πόσες ώρες περνάει ο κόσμος μπροστά στα ριάλιτι και τις ανούσιες εκπομπές της τηλεόρασης καταβροχθίζοντας σουβλάκια και πίτσες που στοιχίζουν διπλάσια από ένα βιβλίο!

– «Η λογοκρισία», απαντήσατε όταν σας έθεσαν την ερώτηση «Ποιος είναι μεγαλύτερος φόβος σας;» και θα ήθελα να μου πείτε τι θα κάνατε αν ο μεγαλύτερος φόβος σας ένα πρωί χτυπούσε την πόρτα σας.

Θα ήταν εφιαλτικό να ζούσαμε σε μια χώρα όπου τα κείμενα θα λογοκρίνονταν ή θα καίγονταν τα βιβλία. Το είχα ζήσει επί χούντας στην επταετία ως μαθητής γυμνασίου και δεν θέλω να το ξαναζήσω.

– Ποια ήταν η πρώτη σας συμβουλή σ’ εκείνους που παρακολούθησαν τα λογοτεχνικά σεμινάρια που διοργανώνατε στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών;

Ανοίξτε ένα βιβλίο (μυθιστόρημα, διηγήματα, νουβέλα) και αρχίστε να διαβάζετε αφήνοντας στην άκρη κάθε προκατάληψη. Διαβάστε σαν αθώα παιδιά.

– Πότε θα διαβάσουμε κάτι καινούριο με την υπογραφή σας; Ετοιμάζετε κάτι;

Είναι πολλά τα σχέδια και τα κείμενα που περιμένουν. Ελπίζω κάποιο από αυτά να με επιλέξει. Ωστόσο δεν βιάζομαι. Πρέπει να αφομοιώνται και όσα άλλα έχουν γραφτεί. Το «καινούργιο» δεν είναι πάντα το ζητούμενο. Και τα προηγούμενα βιβλία πρέπει να επανέρχονται, γιατί οι αναγνώστες ανανεώνονται κι αυτοί και πρέπει να διαβάζουν και τα παλιότερα κείμενα. Γι αυτό και τελευταία κάνω παρουσιάσεις της τριλογίας το «Παρτάλι», «Ζωή μεθόρια», «Καινούργια πόλη», που έχουν κοινούς χαρακτήρες και εποχές. Ίσως ένα τέταρτο βιβλίο να προέλθει από εκεί.


Λίγα λόγια για το βιβλίο
Από το Παγγαίο, την Καβάλα, τον Έβρο µέχρι την Αθήνα, αλλά και τη Σαµψούντα, την Τυνησία, τη Συρία, το Βερολίνο και τη Στοκχόλµη, οι άνθρωποι διασχίζουν σύνορα, πολιτισµούς και προσωπικά όρια, βιώνουν ιστορικές αλλαγές, διεκδικούν διαφορετικές ταυτότητες, αναζητούν µια καινούργια αρχή ή και το άδοξο τέλος τους, ακροβατούν ανάµεσα στο πάθος για τη ζωή και στο βάρος µιας απώλειας.
Οικογενειακές ιστορίες, αδιέξοδες σχέσεις και παθιασμένοι έρωτες, μοναχικοί και αινιγματικοί άνθρωποι, αποτραβηγμένοι και περιθωριακοί χαρακτήρες, µμετανάστες και πρόσφυγες, πόρνες και τραβεστί, μικροαστοί και αγρότες, άνθρωποι της γειτονιάς αλλά και φερµένοι από τα όνειρα.
Είκοσι έξι ανθρώπινες ιστορίες, δοσµένες µε χιούμορ και συγκίνηση, γραµµένες την τελευταία εικοσιπενταετία, καταγράφουν τις συμπεριφορές και τις αλλαγές σε σχέση µε την κοινωνία και την Ιστορία, συνθέτοντας µία πολύχρωµη τοιχογραφία µέσα στην οποία κάθε αναγνώστης µπορεί να αναγνωρίσει και τη δική του φωνή.

Βιογραφικό
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στο Παλαιοχώρι Παγγαίου Καβάλας. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, δίδαξε στη μέση εκπαίδευση και συνεργάστηκε με τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών, διοργανώνοντας λογοτεχνικά σεμινάρια Έχει γράψει έντεκα μυθιστορήματα, δυο συλλογές διηγημάτων, μια νουβέλα και έναν σκηνικό μονόλογο. Το «Παρτάλι» μεταφράστηκε στα γαλλικά και παρουσιάστηκε ως θεατρικός μονόλογος στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2011, η «Δεύτερη γέννα» ανέβηκε ως θεατρικός μονόλογος από το ΔΗΠΕΘΕ Σερρών το 2009 και ο «Ξεχασμένος άγγελος των Φιλίππων», παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Φιλίππων και Καβάλας το 2015. Το μυθιστόρημα «Αλούζα χίλιοι και ένας εραστές», μεταφράστηκε στα αραβικά και παρουσιάστηκε στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στο Κάιρο το 2017.