Συγγραφέας του βιβλίου «Απομόνωση» – Εκδόσεις «Πηγή»

Έναν και μοναδικό πρωταγωνιστή έχει το μυθιστόρημα φαντασίας «Απομόνωση». Τον κύριο Χ. Δε μας είναι άγνωστος. Όπως λέει στο Vivlio-life ο Ιωάννης Λαδάκης, ο ήρωάς του έχει όλα τα χαρακτηριστικά του μέσου ανθρώπου της σύγχρονης κοινωνίας, κάτι που, άλλωστε, εύκολα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης. Μέσα από την καθημερινότητά του, την καταγραφή των συναισθημάτων, αλλά και την οπτική του για τον κόσμο, ο κύριος Χ θέτει ερωτήματα, καταθέτει προσωπικά μηνύματα διαμαρτυρίας, ταρακουνάει τον αναγνώστη και τον εναντιώνει απέναντι στην αδράνεια. Αυτό που επιθυμεί να πετύχει ο συγγραφέας μέσα από το βιβλίο του, είναι να σπείρει το ζιζάνιο του προβληματισμού. Και τα καταφέρνει πολύ καλά…

Πρωταγωνιστής του βιβλίου σας είναι ο κύριος Χ. Πίσω του μπορεί να κρυβόμαστε όλοι εμείς. Μπορεί να κρύβεστε κι εσείς. Είναι ο κύριος Χ η προσωπική σας θέση και διαμαρτυρία απέναντι στη σημερινή κοινωνία;
Σίγουρα πίσω από τον κύριο Χ κρύβεται η πολιτική μου θέση, αλλά και το προσωπικό μου σάστισμα απέναντι σε ένα σύστημα που μοιάζει να καταπίνει την κοινωνία και τις δομές, δίχως (φαινομενικά) να μπορεί κανείς να αντιδράσει. Ωστόσο, στόχος μου δεν ήταν να παραθέσω δικές μου θέσεις, αλλά να παρουσιάσω έναν πρωταγωνιστή ο οποίος θα έχει τα χαρακτηριστικά του μέσου ανθρώπου της σύγχρονης κοινωνίας και προσπαθεί να βρει τη θέση του σε έναν κόσμο που μετά βίας χωράει την ύπαρξη του με όρους αξιοπρέπειας και ελευθερίας. Ολόκληρη η «Απομόνωση» συνιστά μια διαμαρτυρία απέναντι σε όλα τα παράλογα που παρατηρώ να συμβαίνουν καθημερινά, αλλά και στην αδράνεια του πρωταγωνιστή, εμού κι όλων μας.

«Η Απομόνωση» είναι ένα μυθιστόρημα φαντασίας, που έρχεται να σπείρει το ζιζάνιο του προβληματισμού και της εναντίωσης στην αδράνεια…», λέτε. Πιστεύετε πως η σπορά σας έπιασε; Τι λένε οι αναγνώστες του βιβλίου σας;
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω λάβει αρκετές κριτικές ώστε να μπορώ να σχηματίσω μια εν είδει στατιστική άποψη για την επίδραση που επιφέρει η «Απομόνωση» στους αναγνώστες. Απ’ όσες έχω λάβει θεωρώ ότι τουλάχιστον πετυχαίνει να ταρακουνήσει σε σημαντικό βαθμό τον αναγνώστη μέσω της απορρόφησης του σε έναν κόσμο που, εν τέλει, δεν είναι και πολύ διαφορετικός από τον δικό μας. Το κομμάτι του προβληματισμού, άλλωστε, είναι αρκετά εύκολο να επιτευχθεί. Το κομμάτι της εναντίωσης στην αδράνεια, από την άλλη…

Το μυθιστόρημά σας δεν έχει ονόματα. Κυριαρχεί από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα ο κύριος Χ. Πώς αποφασίσατε αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής;
Ο κόσμος ο οποίος ξετυλίγεται στις σελίδες του βιβλίου είναι ένας κόσμος στον οποίο η προσωπικότητα, σημαντικό μέρος στην οποία λαμβάνει και η συναισθηματική-εμπειρική αντιστοίχιση με προσίδια, ατομικά χαρακτηριστικά, όπως το όνομα, είναι νεκρή, έχει απαλειφθεί από κάθε κοινωνική διαδικασία, από κάθε αλληλεπίδραση. Συνεπώς, η κατάργηση των ονομάτων, αλλά και η υπόρρητη ανάδυση μιας ελπίδας στο πρόσωπο του κυρίου Χ, ο οποίος δεν μπορεί να δεχτεί ακριβώς την απώλεια της προσωπικότητάς του, της ελευθερίας του, αποτελεί μέρος του συμβολικού σχήματος που χρησιμοποιώ για να υποκαταστήσω όλα αυτά τα σημεία της σύγχρονης κοινωνίας που φθείρουν το άτομο. Ο κύριος Χ είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο παρατηρούμε και επικοινωνούμε με αυτόν τον κόσμο. Εφόσον οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις είναι σαφώς περιορισμένες, η εσωστρέφεια του κόσμου αποτυπώνεται με την παρουσία ενός και μόνου πρωταγωνιστή.

«Κάποια ημέρα, κάποιου ημερολογίου, κάποιου κανένα», διαβάζω στην 146 σελίδα και λίγο πιο κάτω «Χ + Χ μέρα, μηδενικού χρόνου ανούσιου ημερολογίου». Βοηθείστε μας να αποκωδικοποιήσουμε τη σκέψη σας;
Σ’ ολόκληρο το μυθιστόρημα, το χωροχρονικό σύστημα εμφανίζεται ως μια τυπική περιττότητα. Ο χώρος είναι απολύτως περιορισμένος και υποκαθίσταται από σύνολα εικονικών πραγματικοτήτων που στόχο έχουν να προσομοιάσουν τις κοινωνικές ανάγκες του ατόμου και να το καθησυχάσουν προσφέροντάς του ένα βολικό ‘ναρκωτικό’. Από την άλλη, η μηδενικότητα του χρόνου είναι ακόμα πιο έντονη, καθώς δεν υφίσταται κανένα (ούτε καν τυπικό) μετρικό σύστημά του, επομένως το άτομο μένει μετέωρο μπροστά στην ανεπαίσθητη ροή του και τη φθορά που επιφέρει πάνω του, σε συνδυασμό φυσικά με την απώλεια της αίσθησης του χρόνου κατά την απόλυτη απορρόφησή του από το εικονικό και εργασιακό σύστημα, που είναι τελικά και η πηγή της αγωνίας του. Στο ημερολόγιό του ο κύριος Χ καταγράφει αυτήν την αγωνία του σχετικά με την αδυναμία του να αντιστοιχίσει τις εμπειρίες του, τις μνήμες του, τις (λιγοστές) εικόνες της ζωής του σε σημεία του χρόνου, οι οποίες καταλήγουν στην κατάρρευση, την λήθη. Αισθάνεται ότι και οι καταγραφές των συναισθημάτων του στις οποίες προχωρεί κάποια στιγμή δεν θα έχουν νόημα, καθώς δεν θα μπορεί να ανασύρει στη μνήμη του τις στιγμές στις οποίες αντιστοιχούν.

Τελικά μπορεί να συμβεί αυτό που αναφέρετε στο οπισθόφυλλό σας: Είναι ικανό ένα άτομο να ξεφύγει με τη δράση του από τον κλοιό που του επιφυλάσσουν οι προστάτες του;
Στο βιβλίο υπονοείται ότι δεν μπορεί να ξεφύγει. Εγώ, όμως, θέλω να είμαι αισιόδοξος και θα απαντήσω ότι μπορεί. Αρκεί η δράση του να είναι συνειδητή και οργανωμένη, δηλαδή να αφορμάται από μια πραγματικά συνειδησιακή αφύπνιση και να καταλήγει στη συμμετοχή σε συλλογικές προσπάθειες, δίχως τις οποίες η αντίσταση είναι αμελητέα. Γενικά, η μοίρα που επιφυλάσσουν οι παντός είδους προστάτες στους υπηκόους τους είναι υπερβάσιμη, αρκεί να εντοπιστούν τα σημεία καταπίεσης και τους αποδοθεί η σωστή (αληθής) ερμηνεία.

Ποιοι είναι οι προστάτες;
Προφανώς οι προστάτες στην κοινωνία μας είναι οι πολιτικοί των ψευδοδημοκρατιών και το βαθύ δίκτυο ανταγωνισμού του ισχυρού συμφέροντος που καλύπτουν και τους στηρίζει, το οποίο έχει διάφορους, λιγότερο ή περισσότερο, επιφανής εκπροσώπους που μάλιστα χαίρουν εκτίμησης και σεβασμού! Σε δεύτερη φάση, έρχεται το επικοινωνιακό δίκτυο των (μεγαλο)δημοσιογράφων, των διαφόρων τηλεοπτικών-διαδικτυακών προφητών και των καθοδηγητών της μάζας, των οποίων η ρητορική φυσικά είναι πάντα με το μέρος του φτωχού, πονεμένου λαού και των αδικημένων εν γένει. Υφίστανται ακόμα και πιο άμεσα προστατευτικά μέτρα ‘καταστολής’ ή ‘συνετισμού’, αλλά η ραγδαία επικοινωνιακή και τεχνολογική εξέλιξη έχει δώσει τη δυνατότητα στους προστάτες της κοινωνίας να ελέγχουν και να χειραγωγούν πολύ πιο εύκολα τους λαούς μέσω της παραπληροφόρησης ή της υπερπληροφόρησης. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι αυτό το μοντέλο της κοινωνίας παρουσιάζεται απαράλλακτο με διαβαθμίσεις έντασης ανάλογες με το εύρος της, από την τοπική κοινωνία έως μία χώρα ολόκληρη.

«Οι μέρες επαναλαμβάνουν τον κύκλο τους, έρχονται ακούραστα πανομοιότυπες, ίδιες, χωρίς ν’ αλλάζουν ούτε το χρώμα του αέρα που μπαίνει βαθιά μέσα στα στήθη μου…», γράφετε και έχω την αίσθηση πως σ’ αυτές τις λέξεις κρύβεται μια απογοήτευση όχι μόνο η δική σας αλλά και όλων των νέων της εποχής μας;
Σίγουρα η απογοήτευση της γενιάς μου είναι πολύ έντονη, ειδικά αν συνυπολογίσουμε στην εξίσωση το γεγονός ότι η γενιά μου έτυχε να ζήσει όλα τα χρόνια των ψευδαισθήσεων της ευημερίας μέχρι και την τελική κατάρρευσή τους. Τη χρονιά που πέρασα φοιτητής, η χώρα χρεοκόπησε και άρχισαν τα μνημόνια. Νομίζω ότι η Ελλάδα, ωστόσο, είναι μια αρκετά ιδιαίτερη περίπτωση η οποία αναγκαστικά επάγει συναισθήματα απογοήτευσης σε όσους την ζουν και φυσικά δεν εκμεταλλεύονται τις συνθήκες ανομίας-αδικίας που υφίστανται. Η δική μου απογοήτευση αφορά συνολικά τους δρόμους που ανοίγονται στον κόσμο μας, οι οποίοι δεν μου φαίνονται καθόλου αισιόδοξοι, ούτε και αναστρέψιμοι μετά από κάποιο σημείο. Ειδικά αν συλλογιστούμε ότι έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό η αποπολιτικοποίηση του μέσου ανθρώπου μέσω της χυδαίας (στα όρια της επίδειξης) αδυναμίας των πολιτικών να υπηρετήσουν οτιδήποτε άλλο πέρα από συμφέροντα.

Αν επιλέγαμε ένα αισιόδοξο κομμάτι του βιβλίου σας, ποιο θα ήταν αυτό;
Νομίζω το γεγονός ότι, κάποια στιγμή, το συναίσθημα ή η διαίσθηση της καταπίεσης θα αποζητήσει λύτρωση. Οτιδήποτε φέρει συναίσθημα, αναγκαστικά εκφράζεται. Και, παρά τον φαύλο κύκλο που υπονοεί το βιβλίο, κάτι πετυχαίνει, έστω και μικρό.

Ολοκληρώνοντας ο αναγνώστης την «Απομόνωση» τι θέλετε να κρατήσει στο μυαλό; Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να του περάσετε;
Δεν θα ήθελα το μήνυμα που λέτε να είναι μονοσήμαντο. Θεωρώ ότι η «Απομόνωση» είναι έτσι γραμμένη, ώστε ο κάθε αναγνώστης να μπορεί να ταυτίσει τους χρωματισμούς και τις αποχρώσεις του δικού του κόσμου με τα διάφορα σημεία του δυστοπικού κόσμου που περιγράφεται. Επομένως, δεν ξέρω αν θα ήθελα να κρατήσει κάτι παραπάνω ο αναγνώστης, πέρα από ένα βαθύ συναίσθημα πλήρωσης και ταυτόχρονα έλλειψης που απορρέει από τις αλλεπάλληλες εναλλαγές σκέψεων και προβληματισμών της σκληρής πραγματικότητας του βιβλίου. Θα ήθελα ο αναγνώστης να μπορέσει να δημιουργήσει αυτό το πολυδιάστατο μήνυμα.

Η ενασχόλησή σας με τη συγγραφή ήρθε σαν φυσικό αποτέλεσμα των αναζητήσεων και προβληματισμών, που αντλήσατε από τη μελέτη μεγάλων κληροδοτημένων ιδεών κλασικών και σύγχρονων συγγραφέων, λέτε. Με δεδομένη τη νεαρή ηλικία σας ήθελα να μου πείτε σε ποια ηλικία διαβάσατε το πρώτο κείμενο που σας επηρέασε και το όνομα του συγγραφέα.

Το πρώτο βιβλίο που πραγματικά με συγκλόνισε ήταν «Ο Καπετάν Μιχάλης» του Νίκου Καζαντζάκη. Δεν νομίζω να υπάρχει σημείο σ’ αυτό το βιβλίο που να στερείται έντασης και συναισθήματος, που είναι φυσικά αποτέλεσμα συγγραφικής τεχνικής. Το είχα διαβάσει σε ηλικία 16 ετών.

Στόχος σας, όπως αναφέρετε στο βιογραφικό σας, είναι να αφυπνίσετε αλλά και να αφυπνιστείτε κι εσείς ο ίδιος. Από την πρώτη κιόλας σελίδα της «Απομόνωσης» αυτό γίνεται αντιληπτό. Θεωρείτε πως γράψατε ένα ιδιαίτερο βιβλίο για ιδιαίτερους αναγνώστες;
Θεωρώ ότι η «Απομόνωση» είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο, αρκετά φιλόδοξο θα έλεγα, το οποίο θα ήθελα να πιστεύω ότι δεν απευθύνεται μόνο σε ιδιαίτερους αναγνώστες, αν και δεν είναι το πιο εύκολο βιβλίο που μπορεί να διαβάσει κανείς. Νομίζω ότι η αχαλίνωτη εμπορευματοποίηση της λογοτεχνίας έχει οδηγήσει σε ανιαρά, αδιάφορα αναγνώσματα και σε οκνηρούς αναγνώστες. Πρέπει κάποια στιγμή να αλλάξει αυτό. Πρέπει κάποια στιγμή ο κόσμος να πειστεί ότι, προκειμένου να εξελιχθεί, πρέπει να διαβάζει, να παρακολουθεί, να ακούει και να συναισθάνεται ένα πλατύ εύρος καλλιτεχνικής έκφρασης.

Η νουβέλα σας «Τα ίχνη της καταχνιάς» βραβεύτηκε από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Είναι ένας λόγος αυτός για να βάλετε τον πήχη πιο ψηλά στη συνέχεια;
Ο πήχης ήταν ψηλά ανέκαθεν, από την πρώτη στιγμή που κατάλαβα ότι τα κείμενα που γράφω έχουν καλλιτεχνική, αλλά και ουσιαστική αξία. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μία προσωπική φιλοδοξία όσο για την ανάγκη να υπερασπιστώ ένα αποτέλεσμα που νιώθω ότι οφείλω να υπερασπιστώ και να υποστηρίξω.

Ολοκληρώσατε τις σπουδές σας στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου. Είναι ένας χώρος αυτός που θα μπορούσε να σας εμπνεύσει για κάποια μελλοντική συγγραφική δουλειά;
Το εικονικό περιβάλλον που περιγράφεται στην «Απομόνωση» εμπίπτει στη γενική σφαίρα ενδιαφέροντος ενός Ηλεκτρολόγου Μηχανικού. Στην πραγματικότητα (οποία ειρωνεία), αυτόν τον καιρό ασχολούμαι με συστήματα εικονικής πραγματικότητας και πώς μπορούν να ενσωματωθούν ως ιατρικές εφαρμογές με προγνωστική ή θεραπευτική χρήση. Οπότε μπορώ να πω ότι αυτός ο χώρος αποτέλεσε ήδη πηγή έμπνευσης, χωρίς να το ξέρω, καθώς ήμουν μόλις δεύτερο έτος όταν ολοκληρώθηκε η «Απομόνωση». Για μελλοντική συγγραφική δουλειά, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Ο κύριος Χ είναι ένας απλός άνθρωπος, ο οποίος απορροφάται από το απομονωμένο δίκτυο πληροφοριών και εικονικών πραγματικοτήτων που έχει συνθέσει για τον ίδιο το σύστημα.
Το μεγάλο βουβό κτήριο, η νεκρή επικοινωνία με απλές αλληλουχίες εικόνων και μηνυμάτων, καθώς και η τραγική στιγμή συνειδητοποίησης της αφαίμαξης της ζωής του, πλέκουν μια ιδιαίτερη ιστορία που καταλήγει πάντα στην ίδια αρχή, στον ίδιο φαύλο κύκλο: προστάτες – δεσμώτες και συστήματα – φυλακές.
Η «Απομόνωση» είναι ένα μυθιστόρημα φαντασίας που έρχεται να σπείρει το ζιζάνιο του προβληματισμού και της εναντίωσης στην αδράνεια μπροστά στο επιτακτικό ερώτημα:
Είναι ικανό το άτομο να ξεφύγει με τη δράση του από τον κλοιό που του επιφυλάσσουν οι προστάτες του;

Βιογραφικό
Ο Γιάννης Λαδάκης γεννήθηκε το 1992 στην Πτολεμαΐδα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ το καλοκαίρι του 2017. Η ενασχόλησή του με τη συγγραφή ήρθε σαν φυσικό αποτέλεσμα των αναζητήσεων και προβληματισμών, που άντλησε από τη μελέτη μεγάλων κληροδοτημένων ιδεών κλασικών και σύγχρονων συγγραφέων. Ασχολείται καθημερινά με τη συγγραφή και έχει ήδη να επιδείξει ένα αξιόλογο σύνολο ανέκδοτων κειμένων, τα οποία καλύπτουν σχεδόν όλα τα είδη της λογοτεχνίας (ποίηση, μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο, νουβέλα). Στόχος του, όπως φαίνεται άλλωστε και από τον τρόπο γραφής του, είναι να αφυπνίσει και να αφυπνιστεί κι ο ίδιος, εντάσσοντας τον εαυτό του στο σύνολο των ανθρώπινων μαζών που ασφυκτιούν, περιορίζοντας τη ζωή τους στον επίπλαστο κόσμο των θεαμάτων και των εντυπώσεων.
Έχει ήδη εκδώσει (2015) τη βραβευμένη από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών νουβέλα του «Τα ίχνη της καταχνιάς», που σε μικρό χρονικό διάστημα απέσπασε ενθαρρυντικές κριτικές.