Ένα βιβλίο με δεκαπέντε διηγήματα που ισορροπούν μεταξύ ονείρου και φαντασιακού, αρχέγονων ενστίκτων και δεισιδαιμονίας, αστικού τοπίου και της ζωής στην επαρχία, εσωτερικών κι εξωτερικών δαιμόνων, εργασιακών σχέσεων και κοινωνικών συνεργασιών, που όσο αυτοπεριοριζόμαστε στον ζωτικό μας χώρο τόσο συρρικνώνεται ο κόσμος τριγύρω μας, συμβίωση και ανεργία, εργασία και αξιοπρέπεια, αναζήτηση λύσεων και αυτό-περιορισμών, κοινωνική αλλαγή και στασιμότητα, ελπίδων και φόβων που είσαι πιασμένος στα «γιατί» και «πώς», το ενδεχόμενο της ανεργία που αποτελεί μικρότερο φόβητρο από εκείνο του να προσληφθείς, το αδηφάγο εσωτερικό κενό που θα κατόρθωνε να καταβροχθίσει τον κόσμο ολάκερο, τον Πηγμαλίωνα και το δημιούργημά του, ενώ είμαστε πια μια παγκόσμια κοινότητα συνδεδεμένη μέσω του διαδικτύου στήνουμε ακόμα φράκτες ανάμεσα στους ανθρώπους, την αρετή και τη φαυλότητα, τις θύμησες και τις απωθήσεις, τους ξένους και μόνους, να στέκεις άπραγος ενώ γύρω σου τα πάντα σαλεύουν, το συντηρητικό περιβάλλον που αρνείται παθιασμένα την οποιαδήποτε μεταβολή, οι τουρίστες που είναι πάντα ευπρόσδεκτοι ενώ οι πρόσφυγες αποτελούν συμφορά.


Ο θάνατος εναλλάσσεται με τη ζωή, το καλό με το κακό, η εργασία με την ανεργία, οι λέξεις με τους στίχους, η παύση δίνει πάντα χώρο στο αέναο, η πραγματικότητα γίνεται τέχνη, η επανάσταση είναι σαν την προσευχή, μπορείς να την κάνεις παντού, εμείς που είμαστε και οι Άλλοι, ο ρεαλισμός μετατρέπεται σε ποίηση, το άσχημο που είναι να καταλήγεις ξένος στους δικούς σου ανθρώπους, αβάσταχτη καταλήγει η ζωή χωρίς αυταπάτες…
Εξερευνά το βιβλίο αυτό τις ιδέες της μοναξιάς, της αποξένωσης, της ανασφάλειας, της ζωής, της ανθρωπιάς, της ανεργίας ,τις συνθήκες εργασίες, τις ηθικές αξίες, τις ανθρώπινες σχέσεις, τους πρόσφυγες, την οικονομική κρίση, το χάσμα γενεών.


Τα κείμενα του Κωνσταντίνου Λίχνου αντικατοπτρίζουν την κοινωνία σήμερα. Οι ήρωές του βιώνουν δυσκολίες σε επαγγελματικό, προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Παλεύουν με τους προσωπικούς τους δαίμονες αλλά και με όσα εμπόδια η ζωή σπέρνει στον δρόμο τους. Που μέσω των ηρώων του καθρεπτίζει με γλυκόπικρο χιούμορ την ελληνική πραγματικότητα ως μια κοινωνία που αδυνατεί να ωριμάσει. Μεταφέρει ο συγγραφέας στο κέντρο του ενδιαφέροντος την αγωνία και την ανάσα των λιγότερων ευνοημένων δίνοντάς τους φωνή. Αυτών που πηγαίνουν να γίνουν βορά και να αλεστούν από τα γρανάζια ενός καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο δεν δείχνει κανένα έλεος και καμία κατανόηση για τους ανθρώπους που δεν μπορούν να τα καταφέρουν.
Ένα βιβλίο για την απελπισία, για την αναγκαστική απομόνωση, για τις έγκλειστες μέρες, για τις ιδέες που τις σκοτώνουν, για έναν κόσμο που μεταβάλλεται διαρκώς χωρίς κανένα τέλος, για το πως να βρούμε την απλότητα στην εργασία και τη ζωή, για τον εργαζόμενο άπορο, για την εντατικοποίηση της δουλειάς, για τη σκλαβιά της εργασίας, για την ανακύκλωση εργολαβικών εργατών, για το τοξικό εργασιακό περιβάλλον, για την άσκηση ψυχολογικής πίεσης, για τις μυλόπετρες της εκμετάλλευσης, για τις εργασιακές γαλέρες, για τους αμοραλιστές αριβίστες, για τη ζωή που είναι πράγματι αγώνας, για τη σκληρότητα της ζωής, για την αφόρητη ζωή, για τις ματαιωμένες ζωές, για τις χαμένες ελπίδες, για να ανεδαφικά όνειρα, για της φθοράς τα απόνερα, για την σημερινή αόρατη κατοχή, για μια ζήση που εισπνέει επανάληψη και εκπνέει μαρασμό, για την πλήρη ευθύνη που φέρουμε που απομείναμε άνευ επιλογών, για την θλιβερή ανεπάρκεια, για την αδάμαστη θλίψη που μας κατακλύζει, για τις φρούδες ελπίδες, για τη σημερινή ατμόσφαιρα της αποπνικτικής καταχνιάς, για την προσφορά εξευμενισμού και ποταπό αντιστάθμισμα για τα εκατοντάδες πτώματα των προσφύγων που ξεβράζονται νυχθημερόν στις Μεσογειακές παραλίες, για τους γκασταρμπάιτερς, για την ακατάλυτη θάλασσα, για τα κύματα υδάτινης λήθης, για τα άγνωρα μιαρά και κακόβουλα νερά, για την απόλυτη και δυσοίωνη σιωπή, για ένα κόσμο που κοιλοπονά την απόγνωση, για το ξένο του Σρέντιγκερ, για τους άβουλους ανθρώπους, για τους μωρόπιστους, για τους αποχαλινωμένους καλικάντζαρους, για τη δυστυχία, φτώχια και έχθρητα, για τη μοναξιά, για την υποκρισία, για τον φόβο, για την κενότητα και την εκκωφαντική σιωπή, για τη νοτισμένη μελαγχολία, για την εποχή των μαραμένων χρωμάτων, για τη σιωπή της αναμονής, για τις παλλόμενες θύμησες, για ένα ξεφτισμένο του κόσμου απείκασμα, για τις κακοδαιμονίες, για την απόγνωση, για την απελπισία, για την εθελοδουλία, για την υποταγή, για την ντροπή, για το παράπονο, για τον καημό, για τις ιοβόλες ματιές, για την επικείμενη απειλή, για τους δεσμώτες ενός ανείπωτου τρόμου, για τα αιμοσταγή νεκρόσιτα όρνεα, για τα συντρίμμια και τα πτώματα, για τα βρικολακιάσματα, για το άρχαλο φέρετρο, για τις κακοφορμισμένες πληγές, για τη φαντασία που καλπάζει, για την οικία παραίσθηση, για των αδύτων τα άδυτα, για τη νωθρότητα της μνήμης, για την αυτοεπίκριση και την ενοχή, για την αυτοπεριφρόνηση, για την κρίση συνείδησης, για την ενδιοσκόπηση, για την ανεμελιά της απολύτρωσης, για την γλυκόπικρη μελαγχολία, για των αναμνήσεων το ορμητικό θρασομάνημα, για το αφιόνισμα του μυαλού, για το ζυγό της αυτοεξορίας, για το πικρό ψωμί, για το κλάμα και το γέλιο, για τις κακές γλώσσες που δεν γλιτώνεις ποτέ, για τα πρωτόγονα ένστικτα ,για τους απολεσθέντες παραδείσους, για τους φριχτούς εφιάλτες, για ένα ζοφερό παρόν, για τις χαλεπές μέρες, για δύσκολες εποχές, για τους αδιέξοδους καιρούς, για ένα κόσμο εχθρικό και παράλογο, για τον παλιότοπο και τον παλιόκοσμο, για τον τόπο όπου μεγάλωσε ο συγγραφέας και τον φέρει εντός του και ωριμάζοντας τον ανακαλύπτει και μας τον αποκαλύπτει…
Ένας στοχασμός τού συγγραφέα πάνω στο ζήτημα της ανθρώπινης ύπαρξης, ως προέκταση των κοινωνικών συνθηκών.


Ένα έργο για το αίσθημα της φθοράς αλλά και την ανάγκη να περισωθεί κάτι από αυτή τη συντριπτική ήττα που βιώνει ο καθένας είτε αυτό λέγεται αξιοπρέπεια, είτε λέγεται ελπίδα.
Ένα έργο που μιλάει ότι ζούμε σε μια πεζή εποχή χωρίς οράματα, που η σπίθα δεν γίνεται φωτιά και που ο τρόμος ήταν το μεγαλύτερο μέσο χειραγώγησης.
Ένα έργο πέρα από το χρόνο και τον τόπο.
Ένας ύμνος στον αέναο κύκλο της σπαρακτικής ανθρώπινης περιπέτειας.
Λόγος λιτός και δωρικός.
Ιστορίες αιχμηρές, αφήγηση στα άκρα, με ένταση.
Σε τεντωμένες στο σκοινί όλες οι αισθήσεις από την αρχή ως το τέλος.
Ένα έργο τέχνης που μας καθήλωσε και μας γοήτευσε.
Τα βιβλία που έχουν φλέβες χτυπάνε στον ρυθμό της καρδιάς αυτού του κόσμου. Ακόμα δε χάθηκαν όλα…
Πρόκειται για Αριστούργημα.


Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας, και είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Είναι συνεργάτης των εκδόσεων Γράφημα, τακτικό μέλος του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, και επικεφαλής του τμήματος Πεζογραφίας αυτού. Συντάκτης Πεζογραφίας, Δοκιμίων και Ποίησης στο Λογοτεχνικό Δελτίο, έντυπη φιλολογική ύλη τριμηνιαίας κυκλοφορίας. Έχει διακριθεί σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του, δημοσιεύτηκαν σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τους εκδοτικούς οίκους: Κέφαλος, Σύγχρονη εποχή, Διάνοια, Άπαρσις και Γράφημα. Τον Σεπτέμβρη του 2021 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του WWW.Dialogos.gr, από τις εκδόσεις Κέφαλος, τον Αύγουστο του 2022 κυκλοφόρησε η Συλλογή Διηγημάτων του «Αδιέξοδοι καιροί» από τις εκδόσεις Γράφημα, και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, το Παραμύθι «Ανοσήρωες εναντίον Μικροβλαβερούληδων» (εκδόσεις Άπαρσις). Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό Βραβείο Πεζογραφίας «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης».