«Η οικογένεια, η αγία οικογένεια. Οι γονείς κάνουν παιδιά επειδή πρέπει ή γιατί δεν έχουν κάτι καλύτερο να κάνουν, κι ύστερα τα πετάνε μπροστά στο κινητό ή ακόμα χειρότερα τα κάνουν σαν τα μούτρα τους.
Κάνοντας παιδιά μαθαίνεις πως δεν είσαι εσύ το κέντρο στο σύμπαν, χάνεις τα όρια της σάρκας κι απλώνεσαι σαν τον έρωτα. Η ύλη σβήνει κι εξαϋλώνεσαι, μόνο με τα παιδιά και τον έρωτα. Και φτάνεις στην αθανασία. Αρκεί να το δεις σωστά
».

Τι θα έκανε ένας γονιός αν εξαφανιζόταν το παιδί του; Υπάρχει τίποτε χειρότερο, μεγαλύτερος εφιάλτης από αυτόν; Πώς μπορείς να πορευτείς με μια τέτοια σκέψη; Πώς να κοιμηθείς δίχως να έρχονται στο νου τρομακτικά όνειρα, δυο παιδικά ματάκια να ζητούν απεγνωσμένα βοήθεια, δυο χέρια που αναζητούν το χάδι του γονιού;
Στο νέο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Μπέκα με τον τίτλο «Ο ΓΙΟΣ ΜΑΣ» που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Ψυχογιός, και το vivlio-life είχε την τύχη να λάβει πριν από την έκδοσή του, ο πρωταγωνιστής βιώνει έναν τέτοιο εφιάλτη, καθώς εξαφανίζεται ο επτάχρονος γιος του, με τον οποίο είχαν βγει για κυνήγι, στο ακριτικό χωριό που ζούσαν.


Είναι λίγο πριν το Πάσχα στο μικρό χωριό, κι όμως ο χειμώνας καλά κρατεί ακόμη, με έντονο κρύο και βροχή, η οποία δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στον απελπισμένο πατέρα που δεν σταματάει να ψάχνει στο γύρω δάσος, μέσα στις λάσπες και τις απόκρημνες σπηλιές για ένα, οποιοδήποτε σημάδι του παιδιού του. Στην αρχή νόμιζε ότι το παιδί κρύφτηκε, όπως είχε κάνει κι άλλες φορές, όμως όσο οι ώρες και οι μέρες περνούν, τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα. Όλοι οι άντρες του χωριού βγαίνουν να ψάξουν κατ’ εντολή του προέδρου, που είναι το μεγάλο κεφάλι και ο νόμος στην περιοχή. Πλούσιος, αδίστακτος, με τα κατάλληλα άτομα να τον περικυκλώνουν, να τον ακολουθούν, να τον φοβούνται και να τον υπακούν.
Η μάνα του παιδιού δουλεύει στο καφενείο του χωριού όπου μαζεύονται όλοι για να πιουν και να περάσουν το χρόνο τους. Συμπεριφέρεται περίεργα, έχει μεν ανησυχήσει που το παιδί της χάθηκε, όμως δεν έχει καμία σχέση με την τρέλα που έχει πιάσει τον πατέρα να βρει το γιο του, ζωσμένος με την καραμπίνα και την αγωνία στο κατακόρυφο. Πού βρίσκεται ο γιος του; Κινδυνεύει από χίλιους δυο κινδύνους, από το άγριο δάσος με τις χαράδρες και τους γκρεμούς, από τους λύκους και τις αρκούδες, από όλους όσους υποπτεύεται ότι μπορεί να τον άρπαξαν για κάποιο λόγο.


Στο διπλανό χωριό ζουν μουσουλμάνοι. Για χρόνια ζουν ειρηνικά, χωρίς εντάσεις, με το συρματόπλεγμα να χωρίζει τα σύνορά τους, τα οποία όλοι (;) σέβονται και τηρούν τους άγραφους νόμους της καλής γειτνίασης. Εκεί διαφεντεύει ο Ισμαήλ. Έχει κι εκείνος τη δική του ιστορία… Έχει έναν πατέρα, μια αδελφή και έναν φίλο που τον υπακούει και τον ακολουθεί σε όλα.
Όσο περνούν οι μέρες, το τοπίο γίνεται ακόμη πιο αφιλόξενο για έρευνες. Μια πυκνή ομίχλη καλύπτει τα πάντα, ένα επιβλητικό σκηνικό στήνεται με μεγάλη επιδεξιότητα από το συγγραφέα, που δεν θα αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Ο αναγνώστης δημιουργεί εικόνες, τόσο έντονες, λες και είναι ο ίδιος κυκλωμένος από το λευκό πέπλο, από την έντονη βροχή, από τους κεραυνούς που πέφτουν σαν πυροβολισμοί…


«Βγάζω το όπλο απ’ τον ώμο, οπλίζω. Δε βλέπω στο ένα μέτρο πια, παντού ομίχλη, λες κι έχουν ρίξει καπνογόνα στο μέτωπο. Λευκό και βροχή κι αέρας που βουίζει. Προχωρώ με το όπλο στα χέρια τουρτουρίζοντας, οι βροντές πέφτουν σαν βόμβες που εκρήγνυνται τριγύρω, κι εγώ πατώ στη λασπωμένη γη που τρέφεται με σάρκες. Προχωρώ στην ομίχλη με το όπλο στα χέρια σαν μικρό παιδί που παίζει στρατιωτάκια στα χαρακώματα.
Τα πάντα λευκά. Και βαδίζω στα τυφλά σέρνοντας ο τρελός την ανθρωπότητα στις λάσπες
».

Κι άλλα πρόσωπα έχουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Ο τρελο Πάνος, ο αγριάνθρωπος Μανώλης, ο καφετζής, ο Ράμπο, ο Στάκος και φυσικά ο Δημήτρης, ο αδελφός του Νίκου που έχει μπλεξίματα με τον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης και η γυναίκα του η Άρτεμις, το εξιλαστήριο θύμα στις ύποπτες υποθέσεις του άντρα της.
Όλοι οι πρωταγωνιστές μα και τα δευτερεύοντα πρόσωπα είναι τόσο αριστοτεχνικά δουλεμένα, τόσο καλά ψυχογραφημένα που άθελά του ο αναγνώστης θα ταυτιστεί με πολλούς από αυτούς.


«Είναι αυτοί που γράφουν ποίηση και βιβλία, εκείνοι που ζωγραφίζουν πίνακες και χτίζουν ναούς, εκείνοι που γεμίζουν θησαυροφυλάκια με χρυσάφι ή σκαλίζουν το αποτύπωμά τους όπου βρουν, από έπαρση, από ναρκισσισμό ή βλακεία, ίσως πάλι για να αφήσουν κάτι πίσω όταν πεθάνουν, να μη βυθιστούν στη λήθη. Να μην ξεχαστούν.
Είναι κι αυτοί που πιστεύουν ότι είμαστε μέρος της φύσης, κομματάκια του ίδιου οργανισμού, όλοι ένα, και δεν πολυσκοτίζονται. Και πιστεύουν μέσα τους βαθιά πως όταν φεύγουμε για πάντα, δε χανόμαστε, γιατί υπάρχουμε ακόμα μέσα σ’ αυτό το όλο που μας ενώνει
».

Οι μέρες περνούν, τα γεγονότα τρέχουν, η αστυνομία μπλέκεται, τα μυστικά του καθενός βγαίνουν στη φόρα, μα το παιδί παραμένει άφαντο. Η τρέλα κυκλώνει τον Νίκο, αναζητά ένα σημάδι, αναζητά αποδείξεις, θυμάται το παρελθόν, λυγίζει και ξανασηκώνεται, ψάχνει…
Καταιγιστική η ροή, τα συναισθήματα ποικίλα και όσο οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μία την άλλη, σε μια εναλλαγή τριτοπρόσωπης αφήγησης που αφορά όλους τους άλλους, αλλά και στην εξομολογητική πρωτοπρόσωπη αφήγηση του πρωταγωνιστή, τα πάντα μπαίνουν στη θέση τους. Και μπορεί να φτάσει η ανάγνωση στο τέλος και να δοθούν όλες οι απαντήσεις, όμως πιστεύω, θα υπάρξει και συνέχεια με ένα δεύτερο μέρος του εξαιρετικού μυθιστορήματος Ο ΓΙΟΣ ΜΑΣ που θα αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις στους λάτρεις των ψυχολογικών – κοινωνικών μυθιστορημάτων αγωνίας και μυστηρίου, με μια καλοδουλεμένη ιστορία που αξίζει πολλά μπράβο!

«Μην ξεχνάς όμως, πως το ένστικτο κάνει τα χελιδόνια να έρχονται τον Μάρτη, το ένστικτο είναι ριζωμένο μέσα μας βαθιά. Το ένστικτο της δίψας, της πείνας, το ένστικτο του έρωτα… Αλήθεια, τι σημαίνει πως διωχτήκαμε απ’ τον παράδεισο καταραμένοι πια να αποφασίζουμε ελεύθεροι. Μήπως σημαίνει ότι πατήσαμε κάτω τα ένστικτα, τους άγραφους νόμους της φύσης που υπάρχουν μέσα μας; Ποιος ξέρει, μπορεί να η ρίξαμε μπετόν μόνο στη φύση, ρίξαμε και στις ψυχές μας».

Στο μικρό ακριτικό χωριό όλα μοιάζουν ειρηνικά, ώσπου ο επτάχρονος γιος του Νίκου εξαφανίζεται κοντά στα σύνορα. Ο Νίκος τον αναζητεί απεγνωσμένα, η γυναίκα του συμπεριφέρεται περίεργα κι ο αδελφός του έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης. Όμως, όταν μαθεύεται πως στο γειτονικό μουσουλμανικό χωριό, που βρίσκεται στην άλλη πλευρά των συνόρων, ένας τζιχαντιστής έχει μόλις επιστρέψει από τη Συρία, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα.
Οι φήμες οργιάζουν: ατύχημα, φόνος, απαγωγή ή νέο παιδομάζωμα; Ο Νίκος ψάχνει κίνητρα και υπόπτους, ενώ μια παράξενη ομίχλη θολώνει τα μυαλά των ανθρώπων. Μια ομίχλη που θα αποκόψει τους ακρίτες από τον υπόλοιπο κόσμο και τον πολιτισμό, φέρνοντας στην επιφάνεια θαμμένα μυστικά.

Ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα μυστηρίου και αγωνίας για την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, ένα βιβλίο με καταιγιστικό ρυθμό, σύνθετη πλοκή και απροσδόκητο τέλος.

O ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΕΚΑΣ γεννήθηκε στην Πρέβεζα. Έχουν εκδοθεί ακόμα τρία μυθιστορήματά του: Το 13ο υπόγειο, Φετίχ και Οι αισιόδοξοι, ενώ ασχολείται και με το σενάριο. Το 2015 έλαβε το πρώτο βραβείο για σενάριο μεγάλου μήκους από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος («Η χύτρα»). Διηγήματα και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Zει στην Αθήνα, όπου συντονίζει εργαστήρια δημιουργικής γραφής.