«Η μνήμη επιστρέφει
με λαστιχένια πέδιλα,
λες και κολλούν τα βήματα
στις ίδιες πέτρες.
» Β. Βασιλικός


Το βιβλίο αυτό δεν είναι μια κλασσική αυτοβιογραφία. Πρόκειται μάλλον για σελίδες ημερολογίου, για «φύλλα φθινοπωρινά», που γράφτηκαν από τα τέλη του 1991 ως τα μέσα του 1992. Πολλά πρόσωπα που αναφέρει ο Βασίλης Βασιλικός έχουν στο μεταξύ πεθάνει.
Πρόκειται για «συγγραφικές αναμνήσεις».


«…Διάβασα και το καταθλιπτικό μυθιστόρημα του Ε.Μ. Φόστερ «Εκεί όπου οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν». Είναι γραμμένο το 1905 και δείχνει όλη τη λατρεία του για τους άντρες και τη Μεσόγειο, την Ιταλία. Καλυμμένη Εγγλέζα αδελφή, που μας πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Όμως οι Εγγλέζοι ξέρουν από τα παιδικά τους χρόνια να φτιάχνουν μυθιστορήματα. Εμείς δεν ξέρουμε. Αυτοί είναι καλές υφάντρες.
Ολημερίς βρέχει.
»


Μια ζωή σαν μυθιστόρημα. Αναμνήσεις και συγγραφικές δοκιμές. Συναντήσεις με κορυφαίους εκπροσώπους των γραμμάτων και των τεχνών του 20ού αιώνα, Έλληνες και ξένους, με πολιτικούς αλλά και καθημερινά πρόσωπα. Η εγκατάσταση σε πόλεις του εξωτερικού και η αυτοεξορία στο Παρίσι. H επιστροφή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και οι νέες προκλήσεις. Παράλληλα, το alter ego του συγγραφέα (ο κύριος Μαρούλης) συνθέτει μια ημι-μυθιστορηματική αφήγηση.
Μια πολυτάραχη και συναρπαστική ζωή. Ένα εξομολογητικό κείμενο που ξεπερνά τα όρια μιας προσωπικής ιστορίας.


«…Τον Στέλιο Καζαντζίδη τον πρωτογνώρισα στο Καζίνο της Πάρνηθας, όπου με πήγε ο κοινός μας φίλος Γιώργος Λιάνης. Τότε (1976) είχε κυκλοφορήσει ήδη το Υπάρχω κι εγώ έγραψα δυο τρία χρονογραφήματα στα Νέα, προσπαθώντας να αναλύσω τους στίχους των τραγουδιών. Έκτοτε γίναμε κολλητοί. Ο Καζαντζίδης δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Φιλόσοφος της ζωής, εμπράγματος. Νοσταλγούσε πάντα την Αμερική, όπου οι άνθρωποι σέβονται τα ζώα, όπου σταματούσαν στον αυτοκινητόδρομο, έλεγε, για να βγάλουν έναν σκαντζόχοιρο από τη μέση του δρόμου. Μια μέρα στο φτωχικό του εμφανίστηκε ένας γύφτος που είχε πιάσει έναν σκαντζόχοιρο και ήθελε να τον κάνει στη σούβλα, παραγεμισμένο με τυρί, για το είδωλό του, τον Στελάρα… Ο Στέλιος ήταν και είναι είδωλο πολλών. Νταλικέρηδες σταματούσαν στον Άγιο Κωνσταντίνο μόνο και μόνο για να χαζέψουν προς την κατεύθυνση όπου έμενε και ψάρευε το τραγουδιστικό τους είδωλο… Μα και φυλακισμένοι, που το είχαν κάνει τάμα να τον δουν, αφού τα χρόνια της φυλακής τ΄ άντεξαν με τα τραγούδια του, όλους αυτούς ο Στέλιος έπρεπε να τους δει, να ακούσει την ιστορία τους, να τους πει δυο λόγια. Πρέπει να πω ότι οι περισσότεροι είχαν δέος. Τον σέβονταν. Και τον αγαπούσαν.»


Από τις σελίδες του βιβλίου του περνούν ονόματα σαν της Σιμόν ντε Μποβουάρ, του Ζαν Πώλ Σαρτρ, της Μέρυ ΜακΚάρθυ, του Ιταλο Καλβίνο, της Μαργκερίτ Ντυράς, του Αντρέ Ζίντ, του Κώστα Γαβρά, τον Ζορζ Μουστακί, αλλά και του Αντώνη Σαμαράκη, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Κρίτων Χουρμουζιάδη, του Γιάννη Τσαρούχη, του Στέλιου Καζαντζίδη, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Μένη Κουμανταρέα, της Οριάνα Φαλάτσι και του Αλέκου Παναγούλη, της Μελίνας Μερκούρη και του Ζύλ Ντασσεν, του Ιόλα, του Ανδρέα Παπανδρέου, και τόσους άλλους που θα μπορούσαμε να γεμίσουμε σελίδες με τα ονόματά τους.
Έμειναν απέξω οι έρωτες. Μα αυτοί ακριβώς αποτελούν την πεμπτουσία των βιβλίων του συγγραφέα και δεν μπορούσε να τους περιγράψει διαφορετικά απ΄ ό,τι ήδη το έχει κάνει.


«Την πρώτη φορά που άκουσα τη Βάσω να τραγουδά, την ερωτεύτηκα. Τη δεύτερη, ήταν στο διάλειμμα της πρόβας τζενεράλε στην Άντα Μπολένα τη ζήτησα σε γάμο, κάτι που είχα ορκιστεί πως δεν θα το ξανάκανα στη ζωή μου. Η παράσταση εκείνη ήταν μια και έξω, όπως στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Όμως στην πρεμιέρα ήμασταν τόσο χαρούμενοι κι οι δύο -τελικά θριάμβευσε


Δομημένος λόγος, απολαυστική πένα, γραφή στοχαστική και στιβαρή, άμεση και τρυφερή, γλωσσική αρτιότητα, γλώσσα πλούσια και γλαφυρή, διεισδυτική ματιά στα γεγονότα, ονειρικής υφής κείμενο, λυρική συνομιλία με τις σκιές στις εντός μας σπηλιές και τα σκοτεινά μας μονοπάτια, σωριάζει στο χαρτί ο καταξιωμένος συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός.
Χρησιμοποιώντας μια γραφή που μοιράζεται ανάμεσα στον στοχασμό, τον σαρκασμό, το χιούμορ, τον λυρισμό, τον δοκιμιακό λόγο, ο συγγραφέας πετυχαίνει να μας διαπερνά ένα ρίγος που φθάνει από το βάθος των πραγμάτων. Μας συγκινεί βαθιά ο στοχασμός του πάνω στα ανθρώπινα, οι περιγραφές των σκέψεων και των προσωπικοτήτων που συνάντησε, η ευχέρειά του να βάζει σε λέξεις ακόμα και τα πιο αδιόρατα, ακόμα και αυτά που «απομένουν σε κάποια απερημωμένη περιοχή της γλώσσας», η δύναμή του να βλέπει μ’ εκείνο «το βλέμμα που έρχεται από τα βάθη του χρόνου», κάπου ανάμεσα στην ανθρώπινη μοίρα και την ιστορία.
Διαβάστε το.


Ο Βασίλης Βασιλικός γεννήθηκε στην Καβάλα. Από το 1953 μέχρι σήμερα έχει εκδώσει περί τα εκατόν είκοσι βιβλία (πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο, ποίηση) και είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας πεζογράφος μετά τον Νίκο Καζαντζάκη. Ανάμεσα στα χίλια βιβλία που πρότεινε στους αναγνώστες της η αγγλική εφημερίδα The Guardian («1.000 novels everyone must read», 21.1.2009) περιλαμβάνονται μόνο δύο ελληνικά: το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και το Ζ του Βασίλη Βασιλικού. Είναι παντρεμένος με την υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου και έχουν μία κόρη, την Ευρυδίκη.