Συγγραφέας του βιβλίου «Δικαίωμά μου» – Εκδόσεις «Ψυχογιός»

Την κραυγή της Δανάης, που έζησε στο πετσί της τη βία αλλά αποφάσισε να μιλήσει για τις μέρες και νύχτες δίπλα σ’ έναν άνδρα δυνάστη, μεταφέρει στους αναγνώστες του βιβλίου της η Θάλεια Ψαρρά. Η ηρωίδα της, άνοιξε διάπλατα την ψυχή της για να μοιραστεί με κάθε γυναίκα βιώματα, σκέψεις και συναισθήματα, με την ελπίδα πως έστω και μία που ζει υπό το καθεστώς της βίας θα κάνει το ίδιο, θα έχει βοηθήσει στην εξόντωση του ενδοοικογενειακού τέρατος που λέγεται βία. Όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας «Αυτό που με τρόμαξε, και ταυτόχρονα με αφύπνισε, ήταν η συνειδητοποίηση πως όλα αυτά, είναι περισσότερο δίπλα μας… Η αξιοπρέπεια, η γαλήνη και μια ευτυχισμένη ζωή, δεν είναι άπιαστο όνειρο, ούτε και χαμένη υπόθεση! Είναι δικαίωμα! Και όσο δύσκολος και αν είναι ο δρόμος, η ζωή αξίζει πάντα κάθε μάχη!».

Η ηρωίδα σας δεν είναι απλά η Δανάη. Είναι η «Δανάη μου», γράφετε και όσοι διαβάσαμε το βιβλίο σας τη θεωρούμε… Δανάη μας. Πόσο σας έχει επηρεάσει η ιστορία αυτής της γυναίκας;
Το «δικαίωμά μου» έχει γραφτεί δύο φορές επειδή κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως κρατούσα συναισθηματικές αποστάσεις που του στερούσαν την αλήθεια και την αμεσότητα με την οποία επιβάλλεται να προσεγγίζεται ένα τέτοιο θέμα. Λίγο πριν το τέλος της πρώτης φοράς που το έγραψα λοιπόν, διαπίστωσα πως δεν με κάλυπτε ο τρόπος με τον οποίο είχε αποδοθεί η ιστορία. Δεν υπήρχε αυτή η κραυγή που θεωρούσα πως ήταν αναγκαίο σε αυτή την περίπτωση να συνοδεύει τις λέξεις. Και τότε, στη δεύτερη φορά, ήρθε το μεγάλο αυτό συναισθηματικό δέσιμο με τη Δανάη. Τότε την αφουγκράστηκα ακόμη περισσότερο, και μαζί με εκείνο το delete που πάτησα στο αρχικό κείμενο, ήταν σα να έσπασα το νοερό γυαλί που χώριζε τα σκοτάδια της από τα δικά μου. Για κάθε σελίδα που γραφόταν, για κάθε κεφάλαιο που έκλεινε πριν συνεχίσει η ιστορία παρακάτω, υπήρχε και ένα «γιατί» που έπρεπε να απαντήσω, κυρίως μέσα μου. Η Δανάη με βοήθησε να ωριμάσω, να εξελιχθώ, να απελευθερωθώ. Γι’ αυτό και θα είναι πάντα η Δανάη μου, και η Δανάη όποιου νιώθει έστω και λίγο πιο δυνατός μόλις κλείνει αυτό το βιβλίο.

«… ανάσαινε για είκοσι χρόνια το χνότο της βίας στο πρόσωπό της». Ενδοοικογενειακή βία, λοιπόν. Καθόλου άγνωστη στην ελληνική κοινωνία, δυστυχώς. Πότε και με ποιον τρόπο μπήκε στη ζωή της;
Έχω ξαναναφέρει νομίζω, πως όσα έχουν καταγραφεί στο βιβλίο είναι μόνο ένα μέρος όσων έχει περάσει η πραγματική Δανάη, και μάλιστα, όχι το πιο σκληρό. Έχουν συμβεί πράγματα πολύ χειρότερα στη δική της ζωή, όπου δυστυχώς, η βία μπήκε στη ζωή της σχεδόν από τη γέννησή της αφού μεγάλωσε σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον.

Η Δανάη «κατηγορήθηκε για έναν φόνο που δεν έκανε». Είναι η στιγμή που θυμώνουμε πολύ εμείς οι αναγνώστες. Δώστε μας ένα στοιχείο που θα μας κάνει ακόμη πιο έντονο το θυμό μας…
Θα σας δώσω δύο. Ένα για τη Δανάη του βιβλίου και ένα για την πραγματική, όπου το ένα συμπληρώνει το άλλο. Η Δανάη του βιβλίου λοιπόν, πριν φτάσει να κατηγορηθεί για τον φόνο αυτό που ασφαλώς δεν έκανε ποτέ της, κακοποιήθηκε απάνθρωπα, από έναν σύντροφο ο οποίος ήταν μπλεγμένος σε πολλά σκοτεινά μονοπάτια, και είχε το θράσος να χτίσει βήμα βήμα την εικόνα της Δανάης ως «ψυχικά αποπροσανατολισμένη», ώστε να κατορθώσει τον εγκλεισμό της στο Ψυχιατρείο. Η πραγματική Δανάη, δεν κατηγορήθηκε ποτέ για κανένα φόνο, όμως έζησε ακριβώς την ίδια κατάσταση, από έναν άνθρωπο… υπεράνω πάσης υποψίας… Και όχι, αυτό δεν είναι πρωτότυπο, όμως παραμένει πάντα εξοργιστικό και άκρως σοκαριστικό όταν το συνειδητοποιεί κανείς.

«Περπάτησα στα παπούτσια της Δανάης όσο αγωνιζόμουν να μπω στην ψυχή της και είδα από κοντά κάθε της σκοτάδι», γράφετε στο σημείωμά σας. Μέχρι ποιο σημείο σας επέτρεψε να προχωρήσετε μέσα στην ψυχή της και πόσο τρομάξατε στα σκοτάδια της;
Από τη στιγμή που αποφάσισε να μιλήσει και μετά, για εκείνη δεν υπήρχε πια σκοτάδι. Ήταν όλα φως και ήταν απόλυτα πρόθυμη να μοιραστεί μαζί μου την κάθε λεπτομέρεια που μπορούσε να θυμηθεί και να ανοίξει διάπλατα την ψυχή της, προκειμένου να βοηθηθεί έστω και μία γυναίκα που ζει υπό το καθεστώς της βίας. Αυτό που με τρόμαξε, και ταυτόχρονα με αφύπνισε, ήταν η συνειδητοποίηση πως όλα αυτά, είναι περισσότερο δίπλα μας από όσο τολμούμε να φανταστούμε και μπορεί να ξεσπάσουν ανά πάσα στιγμή. Αν δεν δώσει ο καθένας από εμάς τον δικό του αγώνα με τα σκοτάδια του, αν δεν παλέψει να φωτίσει με τη στήριξή του και το σκοτάδι του διπλανού του, αν δεν συνειδητοποιήσει το δικαίωμά του στην αξιοπρέπεια και δεν σεβαστεί το αντίστοιχο δικαίωμα του συνανθρώπου του, η βία κάθε μορφής δεν θα πάψει ποτέ να εξαπλώνεται.

Αντιμετώπισε τον εφιάλτη του εγκλεισμού, όπως πολλές άλλες γυναίκες αθώες ή ένοχες. Πώς κατάφερε να ισορροπήσει «στο τεντωμένο σκοινί που χωρίζει τη λογική από την παράνοια;». Από πού άντλησε τη δύναμη;
Από την απόφασή της να επιβιώσει, τη θέλησή της να λυτρωθεί και τη στήριξη των ανθρώπων που βρέθηκαν στο πλευρό της, να τη βοηθούν να νιώθει ασφαλής και να μην υποκύπτει τις στιγμές που η παράνοια τη διεκδικούσε επίμονα. Η θέληση και η στήριξη, είναι νομίζω τα δύο απαραίτητα «ζύγια» για αυτή την ισορροπία. Και όταν δεν υπάρχει η στήριξη, τότε το πείσμα για επιβίωση είναι εκείνο που επιβάλλεται να παίρνει τη θέση της στη ζυγαριά σε αυτές τις περιπτώσεις!

Λάμπρος. Είναι ο άντρας της Δανάης. «Δυνάστη» τον αποκαλείτε. Μιλήστε μας για τον χαρακτήρα του ανθρώπου που καταφέρατε με τη γραφή σας να μισήσουμε από τις πρώτες σελίδες.
Είναι η κλασσική περίπτωση του απόλυτα χειριστικού και τοξικού χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα είναι υπέρμετρα φιλόδοξος και εγωπαθής. Επικίνδυνος συνδυασμός χαρακτηριστικών για έναν άνθρωπο, που μπορεί – όπως στην περίπτωση του Λάμπρου- να οδηγήσει τις καταστάσεις να ξεφύγουν κατά πολύ από το μέτρο και τα όρια και να οδηγηθεί σε κακοποιητικές συμπεριφορές απέναντι στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Το κακό είναι, πως άνθρωποι σαν τον Λάμπρο είναι γύρω μας και είναι περισσότεροι από όσους φανταζόμαστε. Ο καθένας μας αν σκεφτεί προσεκτικά, μπορεί να συνειδητοποιήσει πως έχει έναν «Λάμπρο» στο περιβάλλον του, που μπορεί να μην έχει προχωρήσει στον ξυλοδαρμό, όμως έχει την τάση να καταπιέζει με θράσος τα «θέλω» μας, να τα αγνοεί και να επιδιώκει να ικανοποιήσει μόνο τις δικές του προσδοκίες με όποιο κόστος γιατί θεωρεί, πως η ζωή του οφείλει. Αυτούς τους ανθρώπους, πρέπει να τους απομακρύνουμε και να τους αποδυναμώσουμε. Να μην έχουν καμιά εξουσία στην ψυχοσύνθεσή μας και ασφαλώς κανένα λόγο ή θέση στη ζωή μας.

Τι «στράβωσε» στη ζωή του και άφησε τη βία να ποτίσει τον χαρακτήρα του;
Δεν του έμαθε ποτέ, κανείς, πως τίποτε δεν του ανήκει και κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να ικανοποιεί τις δικές του επιθυμίες με όποιο κόστος. Ό,τι ήθελε έπρεπε να το έχει και δεν υπήρχε κανένας ηθικός φραγμός να τον εμποδίσει. Κακή «ράτσα» χαρακτήρα λοιπόν, σε βέβαιο συνδυασμό με ανεπαρκή παιδεία.

Πώς ήταν να ζείτε μέρες και νύχτες συγγραφής παρέα μ’ αυτόν τον βίαιο τα τραχύ άντρα;
Εξοργιστικές αλλά και αρκετά διαφωτιστικές. Κάθε συγγραφέας γίνεται και λίγο ηθοποιός όταν γράφει, αφού προκειμένου να ζωντανέψει τους ήρωές του, πρέπει να «ντυθεί» τον χαρακτήρα τους· να τους φορέσει έστω και για λίγο στο δέρμα του, προκειμένου να τους νιώσει και να τους καταλάβει. Ακόμη και αυτούς· τους χειρότερους, όπως είναι ο Λάμπρος. Τότε λοιπόν, έρχονται αρκετές στιγμές που ως άνθρωπος βλέπεις τι δεν θέλεις να είσαι, και συνειδητοποιείς και τον λόγο, αλλά και πόσο εύκολο είναι να γλιστρήσεις σε αυτό, άρα κατανοείς πόσο σημαντικό είναι να δουλεύεις διαρκώς μέσα σου, ώστε να ζεις με την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου. Χρωστώ λοιπόν στον Λάμπρο πολλές νύχτες εκνευρισμού, αλλά και ακόμη περισσότερες ανατολές, που με έφεραν πιο κοντά στην καλύτερη εκδοχή μου.

Αγγελική. Μας προτρέπετε να μη βγάλουμε βιαστικά συμπεράσματα για το κορίτσι που «παρουσιάζεται στο βιβλίο ως τρίτο πρόσωπο σε μια σχέση». Εξηγείστε μας το λόγο αυτής της προτροπής.
Ειδικά στα θέματα κοινωνικού χαρακτήρα, θεωρώ πως δεν υπάρχει καμιά μεγαλύτερη παγίδα, παραπλάνηση, αλλά και αδικία, από το βιαστικό συμπέρασμα. Πόσο μάλλον, όταν κάποιος έχει χάσει τη ζωή του. Πέραν του γεγονότος λοιπόν πως κανείς μας δεν έχει το δικαίωμα να κρίνει κάποιον αν δεν περπατήσει ο ίδιος στα παπούτσια του, βιαστικά συμπεράσματα και σκέψεις όπως «έμπλεξε», «τί δουλειά είχε να ανακατευτεί», «πήγαινε γυρεύοντας» κλπ, συνθέτουν ένα πάζλ, που αν και δεν δικαιολογεί τον εκάστοτε θύτη, παρουσιάζει το θύμα ως έναν άνθρωπο μιας «άλλης κατηγορίας» που απέχει από αυτή του «μέσου ανθρώπου», άρα υποσυνείδητα μας ρίχνει στην παγίδα να πιστεύουμε πως όλα αυτά ανήκουν σε έναν κόσμο μιας «άλλης κατηγορίας», ο οποίος βρίσκεται μακριά μας… Μόνο που η βία ανασαίνει δίπλα μας και δεν την αφορά καθόλου η μόρφωση, το πορτοφόλι, η κοινωνική τάξη ή ο περίγυρος. Τρυπώνει παντού. Αν θέλουμε να μπορούμε να την εντοπίσουμε και να την πολεμήσουμε λοιπόν, θα πρέπει η ματιά μας να είναι απαλλαγμένη από κάθε παραμορφωτικό καθρέφτη που δημιουργούν αυτού του είδους τα στερεότυπα. Στα δικά μου μάτια, η Αγγελική θα μπορούσε να είναι η Ελένη, η Μυρτώ και οποιοσδήποτε άνθρωπος χάθηκε άδικα υπό καθεστώς βίας. Οπότε, είχα ανάγκη μέσα από τις σελίδες του βιβλίου να τους δώσω έστω για μία ακόμη φορά, την ευκαιρία να φωνάξουν πως η μάχη δεν πρέπει να σταματά ποτέ.

Η ηρωίδα σας, μετά από μια συγκλονιστική ζωή και απώλειες έδωσε έναν όρκο στον εαυτό της. Ορκίστηκε να ζήσει. «Είναι δικαίωμά μου!» είπε και σας «έδωσε» τον επιτυχημένο τίτλο σας. Γιατί όμως έπρεπε να το πει μετά από τόσα χρόνια; Γιατί οι γυναίκες συνεχίζουμε να δεχόμαστε τη βία;
Δεν πιστεύω πως μπορεί να το δεχτεί αυτό κάποιος ποτέ. Απλώς κάθε γυναίκα σε αυτή τη θέση νιώθει εγκλωβισμένη. Παγιδευμένη. Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που σε παραλύει. Σε συνδυασμό με την ανασφάλεια, τη μοναξιά, τη χαμηλή αυτοεκτίμηση που καλλιεργεί ο θύτης στο θύμα, του κόβει και την ανάσα και τη μιλιά. Κάθε άνθρωπος που βιώνει μια τέτοια κατάσταση και ζει υπό αυτό το καθεστώς, έχει να παλέψει με πολλούς εσωτερικούς και εξωτερικούς δαίμονες ώσπου να έρθει η στιγμή εκείνη που θα νιώσει δυνατός να σπάσει τη σιωπή του. Χρειάζεται χρόνο για να δει κανείς ολόκληρο το κάδρο της βίας και να αποφασίσει να το σπάσει φωνάζοντας «Θα ζήσω! Είναι δικαίωμά μου!». Γι’ αυτό και όποια/όποιος το κατορθώνει, αξίζει μόνο τον υπέρτατο θαυμασμό μας και όχι την ερώτηση «γιατί τώρα;». Γιατί μπορεί ο καθένας να χρειάζεται διαφορετικό χρόνο για να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του και να διεκδικήσει το δικαίωμά του στην ευτυχία, όμως η ευτυχία και η αξιοπρέπεια παραμένουν θεμελιώδη δικαιώματα.

Απαλλαγμένη από το ασήκωτο βάρος του παρελθόντος η γυναίκα που σας ενέπνευσε αυτή τη συγκλονιστική ιστορία, ζει κάπου έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ποια ήταν τα πρώτα της λόγια όταν είδε το «δικαίωμά» της μυθιστόρημα;
Η ανακούφιση, η χαρά και η δικαίωση, είναι φορές που δεν χωρούν στις λέξεις και γίνονται αγκαλιές και δάκρυα…Κάπως έτσι ήταν κι εκείνη η στιγμή.

Στο τέλος του βιβλίου σας έχετε δώσει έναν κατάλογο με τηλέφωνα ανάγκης, για τις γυναίκες – θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Αν κάποια γυναίκα διαβάζει αυτή τη στιγμή το βιβλίο σας κι έχει ενδοιασμούς τι θα της έλεγε η Δανάη σας;
Να πάρει βαθιά ανάσα, να πιστέψει στη δύναμή της και να σπάσει άμεσα τη σιωπή της καταγγέλλοντας όποιον και ό,τι τη βασανίζει. Όχι σε λίγο, όχι αύριο! Τώρα! Η αξιοπρέπεια, η γαλήνη και μια ευτυχισμένη ζωή, δεν είναι άπιαστο όνειρο, ούτε και χαμένη υπόθεση! Είναι δικαίωμα! Και όσο δύσκολος και αν είναι ο δρόμος, η ζωή αξίζει πάντα κάθε μάχη!

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Χαμένη. Αυτό νιώθω. Ούτε στον εαυτό μου δεν έχω θάρρος να μιλήσω. Από τη μέρα που μπήκα εδώ μέσα, προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτή η μυρωδιάπου έχει ποτίσει τον χώρο και δε μοιάζει με καμιά άλλη. Είναι σίγουρα καμένη ελπίδα!

Η Δανάη ανάσαινε για είκοσι χρόνια το χνότο της βίας στο πρόσωπό της. Κατηγορήθηκε για έναν φόνο που δεν έκανε, αντιμετώπισε τον εφιάλτη του εγκλεισμού και κλήθηκε να ισορροπήσει στο τεντωμένο σκοινί που χωρίζει τη λογική από την παράνοια.
Ό,τι λυγμός γεννηθεί σήμερα θα μείνει ανάμεσα στο μαξιλάρι μου κι εμένα. Δε θα του κάνω εξομολογήσεις αυτή τη φορά· θα του ορκιστώ μονάχα. Εκείνο ξέρει πως οι όρκοι που γεννιούνται την ώρα των λυγμών είναι οι πιο αληθινοί· και σήμερα θα ορκιστώ να ζήσω! Είναι δικαίωμά μου!

Πόσος χρόνος μπορεί να χαθεί προτού η αλήθεια γίνει κραυγή; Πώς το ψέμα, με το προσωπείο του έρωτα, καταρρίπτει τις προσδοκίες; Τι δίνει σε έναν άνθρωπο το θάρρος να δραπετεύσει από τη σιωπή;

Ένα βιβλίο εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα ενδοοικογενειακής βίας, που έχει στόχο να χαράξει στην ψυχή του αναγνώστη ένα μονοπάτι που οδηγεί από το σκοτάδι και τον φόβο στο φως και στη λύτρωση.

Βιογραφικό
Η Θάλεια Ψαρρά, γεννήθηκε το 1983 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει μόνιμα. Σπούδασε μάρκετινγκ και διοίκηση επιχειρήσεων, και μιλά αγγλικά και βουλγαρικά. Σχεδόν αμέσως μετά τις σπουδές της, προσελήφθη στο τμήμα εξαγωγών μεγάλης εταιρείας χάλυβα, στην οποία εργάσθηκε για δεκατέσσερα χρόνια. Αιώνια ορκισμένη ονειροπόλα, όταν αισθάνθηκε πως ήρθε η στιγμή ν’ αναζητήσει κάτι να τη γεμίζει περισσότερο, αποφάσισε ν’ απαρνηθεί τη σταθερότητα προκειμένου να το διεκδικήσει. Σήμερα εργάζεται σε μια πολυεθνική εταιρεία διακίνησης και αξιοποίησης ανακυκλώσιμων ειδών και αισθάνεται δικαιωμένη για το τόλμημά της σε μια τόσο δύσκολη περίοδο. Μεγάλη της αγάπη ήταν πάντοτε τα βιβλία και όνειρό της να καταφέρει κάποτε να ζήσει αυτό το «ταξίδι» από τη θέση του οδηγού. Πρώτη και αναγνωριστική πτήση σε αυτό ήταν το μυθιστόρημά της ΤΑ ΛΑΒΩΜΕΝΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ. Το ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΟΥ είναι η δεύτερη διαδρομή της, και η συγγραφέας ανυπομονεί να συνεχίσει να εξερευνά τα μονοπάτια εκείνα της φαντασίας, που χαρίζουν στην ψυχή την ευκαιρία να δραπετεύει.