Συγγραφέας του βιβλίου «Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής» – Εκδόσεις «Πηγή»

«Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής» είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο ο πρωταγωνιστής δεν έχει όνομα. Υπάρχει λόγος που ο Γιάννης Λαδάκης επέλεξε αυτόν τον τρόπο για να μας τον παρουσιάσει, επειδή είναι μια ιστορία στην οποία, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο καθένας μπορεί να δει τον εαυτό του. Όπως λέει στο Vivlio-life «Ο πρωταγωνιστής απευθύνεται σ’ όλους εμάς. Η ιστορία του είναι μια καταγγελία κατά των όσων υπομένει ο σύγχρονος άνθρωπος, αλλά και κατά όλων των αντιφάσεων που συνέχουν τη σύγχρονη πραγματικότητα…». «Θέλω να αναπνεύσω» και «Πλήττω» είναι δυο εκφράσεις που συναντάμε στην ανάγνωση. Η πρώτη αποτελεί τη «βασική κραυγή του πρωταγωνιστή, ο οποίος αισθάνεται να πνίγεται από τη μετριότητα του κόσμου στον οποίο τον πέταξαν» και η δεύτερη, «εκφράζει την ανία του σύγχρονου ανθρώπου με τις ψεύτικες καταναλωτικές του ανάγκες».

Από τις πέντε λέξεις του τίτλου σας, ας ασχοληθούμε με την τελευταία. «Ανοχή», λοιπόν. Τι κρύβει αυτή η λέξη για σας, ώστε να σας εμπνεύσει συγγραφικά;
Σ’ αυτήν την λέξη πράγματι βρίσκεται όλο το νόημα του τίτλου. Η λέξη «ανοχή» αποτυπώνει πλήρως αυτό που βιώνουν οι ήρωες του βιβλίου και, κυρίως, αυτό που παρατηρώ να συμβαίνει στην καθημερινότητα μας. Κάθε άνθρωπος οποιασδήποτε ηλικίας καλείται καθημερινά να ανεχτεί μια σειρά από παραλογισμούς, συγκρούσεις και αντιφάσεις, πολλές από τις οποίες γίνονται η πραγματικότητά του και καταλήγουν να πηγάζουν από τον ίδιο. Το βιβλίο επιχειρεί να προσεγγίσει κάποιες από τα άπειρα παραδείγματα τέτοιων συμπεριφορών, συμπεριφορών ανοχής, αφομοίωσης και, εν τέλει, αδράνειας.

Υπαρξιακό μυθιστόρημα διαβάζουμε στη βάση του εξωφύλλου. Μιλήστε μας γι αυτό το είδος της λογοτεχνίας και πόσο έχει επηρεάσει τους Έλληνες συγγραφείς.
Δεν νομίζω ότι είναι ακριβής η παραπάνω κατηγοριοποίηση. Και ποιο μυθιστόρημα δεν είναι υπαρξιακό, εφόσον αναγκαστικά μία αφήγηση αναφέρεται στην ύπαρξη και στις ζυμώσεις της; Αν έχει διαβάσει κάποιος μερικούς από τους σπουδαίους Έλληνες και ξένους λογοτέχνες, μπορεί να καταλάβει αμέσως το πόσο τους έχουν ελκύσει τα μυστήρια της ύπαρξης και το πόσο αγωνιούν να δώσουν κάποια απάντηση ή να φωτίσουν λίγο κάποιες από τις αθέατες πλευρές της. Δεν θα απαντήσω στην παραπάνω ερώτηση, αλλά θα πω το εξής: κατά τη δική μου γνώμη και με βάση την μακριά λίστα αναγνωσμάτων μου, ένα μυθιστόρημα δεν χρειάζεται ταμπέλα προκειμένου να προετοιμάσει τον αναγνώστη για τον χαρακτήρα του. Το βιβλίο αναγεννά τον χαρακτήρα του σε κάθε ανάγνωση, αρκεί να έχει κάτι να πει, αρκεί ο συγγραφέας του να έχει κάποιο δομημένο όραμα.

Στο βιβλίο σας συναντάμε αρκετά πρόσωπα αλλά όχι ονόματα. Είναι καλύτερα έτσι;
Δύο είναι οι λόγοι που δεν συναντάμε ονόματα κατά την αφήγηση: πρώτον γιατί νομίζω ότι μ’ αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται ένας μυθιστορηματικός κόσμος με επίπεδο αφαίρεσης ικανό ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης να τον ταυτίσει με την πραγματικότητα του. Δεύτερον, αυτό το επίπεδο αφαίρεσης εξυπηρετεί και τον σκοπό του να αποδώσει στην μυθιστορηματική πραγματικότητα και στα γεγονότα που περιγράφονται μια καθολικότητα. Δεν είναι ο τάδε ή ο δείνα που βιώνει αυτές τις καταστάσεις, ούτε οι καταστάσεις ορίζονται σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο (αν εξαιρέσουμε ότι σκιαγραφούνται σε σύγχρονο αστικό τοπίο). Είναι ο καθένας από μας, ο κάθε άνθρωπος που έχει ζήσει στον σύγχρονο κόσμο.

Και ας έρθουμε στον βασικό σας πρωταγωνιστή, που έχει οδηγηθεί σε υπαρξιακό εγκλωβισμό. Μιλήστε μας γι αυτόν από τη στιγμή που «εισέρχεται στον σκληρό ανταγωνιστικό στίβο της ζωής», όπως γράφετε.
Ο πρωταγωνιστής δεν είναι άλλος από έναν νεαρό που μόλις έχει αποκτήσει ό,τι τυπικά εφόδια έχει να του προσφέρει αυτός ο κόσμος και έρχεται αντιμέτωπος με καταστάσεις και αποφάσεις που πρέπει να πάρει επ’ αυτών που έχουν σαρωτική επίδραση στον ψυχισμό του, αλλά και στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Ο πρωταγωνιστής είναι διαρκώς συγχυσμένος, προσπαθεί να συμβιβαστεί και να ακολουθήσει το πρότυπο ζωής (και την αντίστοιχη υποκρισία του σε όλες της τις εκφάνσεις) που ‘οφείλει’ να ακολουθήσει, ένα πρότυπο όμως που έρχεται διαρκώς σε σύγκρουση με τις σκέψεις του και τη συνείδηση του. Στην πραγματικότητα, κάθε πλευρά της καθημερινότητας επιτίθεται στη συνείδηση του, η οποία ενστικτωδώς αμύνεται.

Δεν μας είναι άγνωστος ο άνθρωπος, αυτός. Κινείται γύρω μας, είναι ο διπλανός, ο απέναντί μας, εσείς και εμείς οι αναγνώστες. Σε ποιους, όμως, απευθύνεται και τι θέλει να μας πει μέσα από την ιστορία του;
Ο πρωταγωνιστής απευθύνεται σ’ όλους εμάς. Η ιστορία του είναι μια καταγγελία κατά των όσων υπομένει ο σύγχρονος άνθρωπος, αλλά και κατά όλων των αντιφάσεων που συνέχουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι μια ιστορία στην οποία ο καθένας μπορεί να δει τον εαυτό του και, ενδεχομένως, να διαπιστώσει την αναγκαιότητα μιας συνειδησιακής επανεκκίνησης, τόσο για το καλό του εαυτού όσο και για το καλό του κόσμου. Τι θα πει καλό βέβαια; Καλό (επιθυμητό, ευκταίο κτλ) είναι ό,τι συμβάλει σε μια αρμονική κι ελεύθερη συνύπαρξη εαυτού και κόσμου (κάθε όντος που υπάρχει σ’ αυτόν). Η ιστορία είναι μια εσωτερική κραυγή που επιζητά την έμπρακτη εκτόνωση της και καλεί τον άνθρωπο να σώσει το μέλλον του αναδιαμορφώνοντας το παρόν του.

Αναζήτηση του εαυτού, μια δύσκολη υπόθεση. Τι χρειάζεται άραγε για μια σωστή εσωτερική αναζήτηση, πριν την επίσκεψη σ’ έναν ψυχολόγο ίσως ειδικευμένο στην ψυχανάλυση;
Για μένα η αναζήτηση συμβουλών ή κατευθύνσεων από ειδικούς δεν είναι απαραίτητη. Ούτε μπορώ να φανταστώ τι πάει να πει ‘σωστή’ εσωτερική αναζήτηση. Το σίγουρο είναι ότι, προκειμένου κάποιος να αποδεχτεί και να αγκαλιάσει τον ψυχισμό του (το συναίσθημα του), πρέπει πρώτα να αποδεχτεί τα αγκάθια που καρφώνονται στο αόρατο ψυχικό του σώμα, δηλαδή να αποδομήσει μέσω συνεχούς επαφής με άλλες αντιλήψεις, εμπειρίες και συλλήψεις της πραγματικότητας ό,τι συνέχει τη συμπεριφορά του και να το αναδομήσει. Κι αυτό είναι μια διαδικασία ατέρμονη, η ύπαρξη είναι μια διαρκής μεταβολή. Κι αυτό είναι ένα από τα πιο μαγευτικά της στοιχεία: ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για μία αληθειακή στατικότητα στην οποία προσκολλάσαι, ποτέ δεν πρέπει να είσαι σίγουρος για τις εμμονές σου και δεν είναι και το ζητούμενο αυτό.

Πάντως, ο ήρωάς σας προσπαθεί να κρατήσει τον εαυτό του «αλώβητο κατά τη σύγκρουσή του με την παράνοια και το σουρεαλιστικό κυνισμό του κοινωνικού περιβάλλοντος». Μιλήστε μας γι αυτή τη σύγκρουση.
Πρόκειται για μία σύγκρουση που έχει πρωτίστως υπαρξιακά χαρακτηριστικά και δευτερευόντως τα χαρακτηριστικά της ταξικής κοινωνίας (ανισότητα, κοινωνικά πρότυπα, οικονομιστική σκέψη κτλ). Ο σύγχρονος άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με ακάθαρτη πληροφορία, συνεχείς αντιφάσεις, παραλογισμούς στις σχέσεις που διαμορφώνει, εκτίναξη των οικονομικών αντιθέσεων, στέρηση των βασικών του δικαιωμάτων, αναίρεση κεκτημένων δικαιωμάτων, προκλητικά ασύδοτης εξουσίας κι όλα αυτά ενώ προσπαθεί να αναμορφώσει τον ίδιο του τον εαυτό προκειμένου να μην αλεστεί απ’ αυτήν την σύγκρουση, μια διαδικασία ιδιαίτερα επίπονη, καθώς ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται ο εαυτός στη σύγχρονη εποχή είναι κατά πολύ εστιασμένος στο εγώ και στην κάλυψη υλικών αναγκών (στην επιφανειακή σχέση με την πραγματικότητα). Πρόκειται για μια παράλληλη σύγκρουση που συνήθως συνθλίβει το άτομο και τον αφήνει ενεό απέναντι στην αλληλουχία των καταστάσεων, γίνεται ένα βολικό υποχείριο των καταστάσεων.

Στο ιδιαίτερο, ομολογουμένως, μυθιστόρημά σας έχετε παραχωρήσει αρκετές σελίδες σε στίχους. Υπήρχαν και πριν «Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής» ή τους εμπνευστήκατε κατά τη συγγραφή του;
Ένα από τα τρία μέρη του βιβλίου παρουσιάζεται σε ποιητική μορφή. Το εμπνεύστηκα κατά τη διάρκεια της συγγραφής, αν και ομολογώ ότι μου φαίνεται ιδιαίτερα ελκυστικός ο συνδυασμός ποιητικού και πεζού λόγου, γι’ αυτό και έχω εντάξει αυτό το στοιχείο και σε άλλα μου γραπτά. Μου αρέσει να συνδυάζω τη δυναμική αυτών των δύο τρόπων γραφής εκμεταλλευόμενος τα θετικά που έχει να μου χαρίσει ο καθένας.

«Θέλω να αναπνεύσω». Συναντάμε αυτές τις τρεις λέξεις εκτός από τον πρόλογο που γράψατε σε πρώτο πρόσωπο και στα κεφάλαιά σας. Αυτό το «θέλω» είναι δικό σας ή του ήρωά σας;
Είναι του ήρωα, αλλά ο ήρωας φέρει ως κληρονομιά αρκετά στοιχεία του εαυτού μου, οπότε πράγματι ήταν και δική μου ανάγκη όταν έγραφα αυτό το βιβλίο. Εκφράζει μια ανάγκη να νιώσω ελεύθερος, να νιώσω άνθρωπος, να νιώσω ότι υπάρχω. Εκφράζει μια ανάγκη να νιώσω ισότιμος με άλλους, να νιώσω ότι ζω σε έναν κόσμο δίκαιο, να νιώσω ότι δεν θα κληθώ να απολογηθώ για τον αέρα που αναπνέω, να νιώσω την ομορφιά που είναι ικανή να μας χαρίσει η ζωή. Αποτελεί τη βασική κραυγή του πρωταγωνιστή, ο οποίος αισθάνεται να πνίγεται από τη μετριότητα του κόσμου στον οποίο τον πέταξαν.

Μια άλλη λέξη που χρησιμοποιήσατε αρκετές φορές στο βιβλίο σας είναι η λέξη «πλήττω» και μάλλον θα βρεθούν πολλοί αναγνώστες που θα συμφωνήσουν μαζί σας, επειδή νιώθουν ακριβώς το ίδιο συναίσθημα. Αναλύστε μας τον συλλογισμό σας γύρω από το ρήμα.
Το ρήμα «πλήττω» εκφράζει την ανία του σύγχρονου ανθρώπου με τις ψεύτικες καταναλωτικές του ανάγκες (οι οποίες τελευταία εγγίζουν την αυτό-κατανάλωση, την κατανάλωση της εικόνας του εαυτού και την επόμενη καλλιέργεια της απομονωμένης και ασφαλούς αυταρέσκειας, ένα σχετικά νέο κεφάλαιο στην ιστορία του ατομικιστικού δυτικού πολιτισμού), αλλά εκφράζει και την αδράνεια του απέναντι στις καταστάσεις που τον διαστρέφουν, τη μη δράση του η οποία μετασχηματίζεται σε ανία. Πλήττω επειδή νιώθω ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι, έχω πειστεί γι’ αυτό, έχω αποδεχτεί καταστάσεις ως δεδομένες και απαράλλακτες, κι αυτό δεν αφορά μόνο την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, αλλά και τον μικρόκοσμο του καθενός. Πλήττω επειδή αισθάνομαι ότι τίποτα δεν με γεμίζει (επίσης έχω πειστεί γι’ αυτό και δεν κάνω τίποτα για να βρω κάτι που με γεμίζει). Πλήττω επειδή η ζωή μου είναι πανομοιότυπη με τη σκατένια ζωή όλων, βλέπω παντού αντανακλάσεις των πιέσεων που δέχομαι κι αρκούμε στο να αναπνέω υπομένοντας και αναμένοντας μία θεόσταλτη λύτρωση. Λυπάμαι, αλλά κάθε είδους αλλαγή απαιτεί δράση και μάλιστα θεμελιωμένη, όχι σπασμωδική.

Τελικά, αυτό που βλέπουμε στο εξώφυλλο, τα σπασμένα δεσμά δηλαδή, θα δούμε να το καταφέρνει ο πρωταγωνιστής σας;
Δεν είμαι σίγουρος για να πω την αλήθεια! Σίγουρα παρατηρούμε την προσπάθεια την οποία κάνει να σπάσει τα δεσμά του κι αυτό είναι ήδη κάτι πολύ σημαντικό. Νομίζω ότι πράγματι κάτι καταφέρνει εκτονώνοντας τη συσσωρευμένη πίεση του. Αλλά προτιμώ να το σκέφτομαι ως κάτι ανοιχτό. Άλλωστε, αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι η προσπάθεια του, προσπάθεια που επισυμβαίνει μέσα σε κάθε άνθρωπο, ακόμα κι αν προτιμά να την ναρκώσει.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ένας άνθρωπος εισέρχεται στον σκληρό ανταγωνιστικό στίβο της ζωής. Η αναζήτηση του εαυτού του και η μανιώδης προσπάθειά του να τον διατηρήσει αλώβητο κατά τη σύγκρουσή του µε την παράνοια και το σουρεαλιστικό κυνισμό του κοινωνικού περιβάλλοντος, απογυμνώνουν τις βιωμένες αντιφάσεις και τον οδηγούν σε υπαρξιακό εγκλωβισμό. Μέσα από αλλεπάλληλες εμπειρίες ή φαντασιώσεις, οδηγείται στην επανάσταση, η οποία προσφέρει πάντα µια λύτρωση και µια νέα αρχή, παρά τη φαινομενική κατάρρευση που προκαλεί. Ίσως να είναι η οριακή στιγμή της κατάρρευσης που καθιστά κάθε είδους επανάσταση ποθητή για κάθε καταπιεσμένο.

Βιογραφικό
Ο Γιάννης Λαδάκης γεννήθηκε το 1992 στην Πτολεμαΐδα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ το καλοκαίρι του 2017, ενώ συνεχίζει την ακαδημαϊκή του πορεία στο Εργαστήριο Ιατρικής Πληροφορικής του ΑΠΘ. Η ενασχόλησή του µε τη συγγραφή ήρθε ως φυσικό αποτέλεσμα των αναζητήσεων και προβληματισμών που άντλησε από τη συνεχή επαφή µε σημεία αντιφάσεων που εγείρονται στην καθημερινότητα. Εργάζεται καθημερινά πάνω στην τέχνη του και έχει ήδη να επιδείξει ένα αξιόλογο σύνολο ανέκδοτων κειμένων. Στόχος του είναι να αφυπνίσει και να αφυπνιστεί, εντάσσοντας τον εαυτό του στο σύνολο των ανθρώπινων μαζών που ασφυκτιούν, περιορίζοντας τη ζωή τους στον επίπλαστο κόσμο των θεαμάτων και των εντυπώσεων.
Έχει ήδη να επιδείξει δύο εκδοτικές απόπειρες: τη βραβευμένη από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών νουβέλα του Τα ίχνη της καταχνιάς (2015) και το μυθιστόρημα Απομόνωση (2019, Πηγή), έργα που έχουν λάβει πολύ ενθαρρυντικές κριτικές. Και τα δύο κείμενα κινούνται στα όρια μεταξύ φιλοσοφικής εξιστόρησης-αφήγησης και δυστοπίας. Το 2020 προχώρησε στην αυτοέκδοση του βιβλίου Στο περιθώριο, µια σύμπραξη φωτογραφίας και ποίησης, σε συνεργασία µε τη φωτογράφο Εβίτα Καγιά.