Το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας της Άννας Γαλανού με τίτλο «Εκδίκηση» και ευρύτερο θέμα την περίοδο της Ενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη κρατάει εξίσου αμείωτο το ενδιαφέρον της ανάγνωσης μέχρι το τέλος, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου εύκολο όταν πολλαπλασιάζονται οι σελίδες. Ο συγγραφέας θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, ώστε να μην πέσει στην παγίδα των πλατειασμών και των επαναλήψεων. Και αυτό η Γαλανού το πετυχαίνει άριστα. Η μετάβαση από το ένα βιβλίο στο άλλο γίνεται ομαλά και εντελώς φυσικά, σαν απλά να συνεχίζεται η ανάγνωση του πρώτου βιβλίου και το ξετύλιγμα της πλοκής συνεχίζεται χωρίς κενά ή γεγονότα ειπωμένα ξανά, ακριβώς από εκεί που σταμάτησε.

Η Γαλανού συνεχίζει την εξιστόρηση της πλοκής χρησιμοποιώντας τα ίδια αφηγηματικά «όπλα». Η γραφή συνεχίζει να είναι απλή αλλά μεστή σε νοήματα και η αφήγηση γίνεται πιο επίπεδη, γραμμική, καθώς το δεύτερο βιβλίο παρακολουθεί τις προσπάθειες του Ιωάννη να ξανασμίξει με την αδερφή του, την Αριάδνη, και να κρατήσει τον όρκο που έδωσε στη μάνα του, όταν αυτή θυσιάστηκε για να σωθεί αυτός, να προσέχει την αδερφή του με κάθε κόστος. Ο αναγνώστης παρακολουθεί ευλαβικά σχεδόν την προσπάθειά του να σταθεί ξανά στα πόδια του και να γιατρέψει τις πληγές του τις σωματικές αλλά κυρίως τις ψυχικές με τη βοήθεια του καλοσυνάτου γερο-Θόδωρου στο μιτάτο του. Ο Ιωάννης είναι κατά βάση ένα βαθιά πληγωμένο παιδί το οποίο προσπαθεί να ξεπεράσει και να καταλαγιάσει τις ενοχές του για τη μάνα του που θυσιάστηκε για να ζήσουν αυτός και η αδερφή του. Έτσι, όταν χάνει από κοντά του τη μικρή Αριάδνη, είναι σαν να χάνεται και αυτός. Οι πολύ δύσκολες συνθήκες ζωής που επικρατούν για τους φτωχούς θείους τους, τους αναγκάζουν να τη δώσουν στον ρέκτορα της Κρήτης. Εκείνη μεγαλώνει αρχοντικά αγνοώντας ποια πραγματικά είναι ενώ ο Ιωάννης φεύγει σαν κυνηγημένος για να την βρει, με μόνη παρηγοριά του τη θάλασσα. Ένα του βλέμμα προς αυτή τον γαληνεύει, τον παρηγορεί αλλά ταυτόχρονα τον κάνει θεριό ανήμερο. Αναπόφευκτο το να καταλήξει γητευτής των θαλασσών, κουρσάρος και φόβος και τρόμος όσων έπεφταν στην ενέδρα του…

Όλα αυτά περιγράφονται με γλαφυρότητα, ρεαλισμό και λυρισμό, χωρίς υπερβολές και μελοδραματισμούς. Ο ρυθμός και η ένταση του μυθιστορήματος παραμένουν σταθεροί για ένα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου, όπου περιγράφεται η ζωή του Ιωάννη ως πειρατής και τα ρεσάλτα του και οι επιθέσεις του προς καθετί ενετικό. Ουσιαστικά διαφαίνεται το άσβεστο μίσος του προς αυτούς που με τις πράξεις τους κατέστρεψαν τη ζωή του και την οικογένειά του και η συγκινητική και βαθιά πίστη του προς το όνειρο να ξανασμίξει με την αδερφή του. Δεν είναι ένας κοινός πειρατής. Δεν στοχεύει στα πλούτη. Να συνεχίσει να ζει συμβιβασμένος με τον εαυτό του προσπαθεί, και να μην παραβεί τον όρκο του. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως σχεδόν όλο το βιβλίο μιλάει για την Αριάδνη, χωρίς αυτή να είναι παρούσα. Η μυθιστορηματική φιγούρα της αναδύεται μετά τα δύο τρίτα του βιβλίου, ενώ ουσιαστικά είναι η πρωταγωνίστρια. Αυτό θέλει τέχνη και τόλμη για να το πετύχεις. Και είναι το πιο γοητευτικό σημείο του μυθιστορήματος.

Δεν λείπουν και εδώ τα πάθη, οι ίντριγκες, ο έρωτας, οι μηχανορραφίες, τα ψέμματα, το μυστήριο, τα πλούτη. Και η σαγηνευτική πλανεύτρα Βενετία, που εκείνη την εποχή ανθίζει, είναι στις δόξες της. Στο σημείο αυτό η ένταση είναι κλιμακούμενη. Οι σελίδες γυρίζουν αργά, απολαυστικά καθώς βυθιζόμαστε στα άδυτα της πλοκής. Στο τέλος, όμως, υπερισχύει η αλήθεια. Η αλήθεια των λόγων και των πράξεων, η αλήθεια που κρύβουν μέσα τους οι ήρωες. Όλοι παίρνουν ό,τι τους αξίζει. Ίσως και όχι. Γιατί όλοι είναι σκιαγραφημένοι όπως πρέπει. Δεν είναι υπερβολικοί, είναι αληθινοί και συμβατοί με την εποχή στην οποία η συγγραφέας τους έχει εντάξει. Το τέλος δεν θα σας το αποκαλύψω, θα σας αφήσω το μυστήριο να πλανάται για να σας κινητοποιήσω να διαβάσετε το βιβλίο.
Η συγγραφέας καταφέρνει να παραδώσει στους αναγνώστες ένα λογοτεχνικό έργο Ιστορικής αξίας και να ανεβάσει ψηλά τον πήχη και τις απαιτήσεις της αλλά και αυτές του αναγνωστικού κοινού. Ένα λογοτεχνικό έργο παρακαταθήκη προς τις επόμενες γενιές.