Συγγραφέας του βιβλίου «Ο κήπος μας στην άκρη της Ερήμου» – Εκδόσεις «Τόπος»

Στην τελευταία περίοδο παραμονής Ευρωπαίων στην Αίγυπτο μας μεταφέρει με το μυθιστόρημά της η Μαρώ Κάργα. Μια δυνατή ιστορία που πραγματεύεται «τη σχέση ανάμεσα στον κοσμοπολιτισμό, στο κέρδος, στον σαρκικό έρωτα και στις υπαρξιακές ανησυχίες». Πρωταγωνίστριά της η Νινέτα, που επιστρέφει από το Παρίσι αποφασισμένη να πάρει αυτό που της ανήκει, την έπαυλη της οικογένειάς της. Μέσα από την ιστορία της ο αναγνώστης μαθαίνει πολλά για τις εθνικοποιήσεις των περιουσιών, τον ξεριζωμό της ελληνικής παροικίας, το πολυπολιτισμικό σκηνικό του μεσοπολέμου και το μεταπολεμικό των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών. Διαπιστώνει, όμως, και την αγάπη της συγγραφέα για της Αλεξάνδρεια. Όπως λέει στο Vivlio-life, «για μένα που την επισκέπτομαι ανελλιπώς κάθε καλοκαίρι, εξακολουθεί από κάθε άποψη να είναι ηλιόλουστη».

Αλεξάνδρεια, Μάης 1967. Ταξιδεύουμε μαζί σας στην πόλη με το μεγαλύτερο λιμάνι της Αιγύπτου αλλά και τη μεγάλη ελληνική κοινότητα. Μιλήστε μας για την εποχή που πραγματεύεστε.
«Ο κήπος μας στην άκρη της ερήμου» αποτελεί το τελευταίο μέρος της «Αλεξανδρινής» τριλογίας και καταγράφει την τελευταία περίοδο παραμονής των Ευρωπαίων στην Αίγυπτο. Τον Μάιο του 1967, παραμονές του 3ου Αραβοϊσραηλινού πολέμου, η κεντρική ηρωίδα, η Νινέτα Σάνδη, επιστρέφει από το Παρίσι στην Αλεξάνδρεια. Έξι χρόνια μετά τις εθνικοποιήσεις του Νάσερ, η Αίγυπτος έχει περιέλθει εξ ολοκλήρου στα χέρια των Αράβων και η γενέθλια πόλη, χωρίς τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της, θυμίζει ελάχιστα την Αλεξάνδρεια όπου μεγάλωσε. Παράλληλα, το παρελθόν προβάλλεται ως τοποχρονικό πλαίσιο, όπου κινούνται και οι υπόλοιποι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, από το 1936 έως το 1961, το καλοκαίρι των εθνικοποιήσεων και του ολοκληρωτικού ξεριζωμού της ελληνικής παροικίας από την Αίγυπτο. Μέσα στο πολυπολιτισμικό σκηνικό του μεσοπολέμου και το μεταπολεμικό των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, η Αλεξάνδρεια, το Οράν, το Αλγέρι, η Βηρυτός, η Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και το Παρίσι γίνονται τόποι καταφύγια, τόποι εμπειρίας ή περιπλάνησης, ενώ η άνοδος του εθνικισμού στη Μέση Ανατολή, η νασερική επανάσταση και οι επιπτώσεις της κρίσης του Σουέζ και των Αραβοϊσραηλινών πολέμων οριοθετούν μια εποχή που σηματοδοτεί το τέλος των αποικιακών καθεστώτων και της κοσμοπολίτικης διασποράς.


Πρωταγωνίστριά σας η Νινέτα. Επιστρέφει από το Παρίσι για να πάρει πίσω την έπαυλη της οικογένειάς της. Δεν είναι η μοναδική οικογένεια που έχασε την περιουσία της. Πώς ξεκίνησε η περιπέτειά της και ποιοι οικειοποιήθηκαν τις ελληνικές περιουσίες;
Η Νινέτα μεγαλώνει σε ένα μεγαλοαστικό περιβάλλον στην Αλεξάνδρεια την περίοδο της αραβικής διεκδίκησης, όπου τις ωραίες και ανέμελες μέρες τις σκιάζει συχνά η αγωνία για την τύχη των ξένων κοινοτήτων. Η Αλεξάνδρεια από εύθυμη και αβροδίαιτη πόλη μετατρέπεται σε πόλη των αποχαιρετισμών, όταν τον Νοέμβριο του 1956 χιλιάδες Βρετανοί, Γάλλοι και Εβραίοι ειδοποιούνται να φύγουν από την Αίγυπτο. Ο πατέρας της θα υποστεί τα αντίποινα λόγω της γαλλικής του υπηκοότητας, η οικογενειακή περιουσία χάνεται και ο άντρας της ερωμένης του, ο δικαστής Γιούσεφ Σαρίτ, βρίσκει την ευκαιρία να πάρει την εκδίκησή του ολοκληρωτικά. Ένα τραγικό τέλος στη γνωστή από χρόνια και ολέθρια ερωτική σχέση του πατέρα της με τη Γαλλίδα Ζερμέν, τη μητέρα του Ζαν Λατίφ, που για τη Νινέτα υπήρξε ο μεγάλος νεανικός έρωτάς της. Κάποια χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1961 η αιγυπτιακή κυβέρνηση προβαίνει σε μαζικές εθνικοποιήσεις που επηρεάζουν εξίσου Αιγύπτιους και Έλληνες αυξάνοντας σημαντικά τον αριθμό των οριστικώς αναχωρούντων Ελλήνων από την Αίγυπτο.


Πίσω από την υπόθεση της περιουσίας υπάρχει ένας δεύτερος – μάλλον πιο σημαντικός λόγος – που θέλει να επιστρέψει εκεί. Ο χαμένος έρωτας! Δώστε μας κάποια στοιχεία από τη ζωή της Νινέτας στην Αλεξάνδρεια.
Ο έρωτας και η πρωτεϊκή Αλεξάνδρεια. Η ανάγκη να ζήσει τον έρωτα με την ορμή της πρώτης φοράς είναι ταυτόχρονα και η ανάγκη επιστροφής στην Αλεξάνδρεια της νεότητας. Το πιο όμορφο και αληθινό κομμάτι της ζωής της και η γενέθλια πόλη, ένας ουτοπικός χώρος από όπου δεν δραπετεύει κανείς. Υπάρχει ήδη ένας χαμένος κόσμος, η φθορά και ο χρόνος, αλλά και ο αναδιπλασιασμός της πραγματικότητας και η υπέρβαση των ορίων ανάμεσα στο τώρα και στο πριν. Η σαραντατετράχρονη Νινέτα επιστρέφει με πρόσχημα υποθέσεις που αφορούν τη χαμένη πατρική περιουσία και είναι αποφασισμένη να πάρει αυτό που της ανήκει. Αυτό που ουσιαστικά έχει μόνο βιωματική σημασία γι’ αυτήν.


Από τη μια ο Ζαν Λατίφ, ο μοναδικός μεγάλος έρωτας της ηρωίδας σας και από την άλλη η ερωτική της διάθεση προς τον παιδικό της φίλο, τον Φαρίντ. Ποιες είναι οι διαφορές στους χαρακτήρες των δυο αντρών που μονοπωλούν τη σκέψη της;
«Ο Ζαν Λατίφ. Το πιο όμορφο, το πιο παράξενο, το πιο ερωτικό, το πιο φιλήδονο πλάσμα που γνώρισα ποτέ. Ο Ζαν Λατίφ ήταν ο πρώτος μου έρωτας». Η σχέση της με τον γιο της ερωμένης του πατέρα της υπήρξε παράφορη και λειτουργεί σαν ανάμνηση που εντείνει περισσότερο την ερωτική της διάθεση απέναντι στον Φαρίντ, τον ευγενικό και βαθιά ερωτευμένο μαζί της Αιγύπτιο φίλο της. Μια διάθεση επιθυμίας και κατοχής από τότε που ήταν παιδιά. Οι σχέσεις αυτές, γοητευτικές, σκοτεινές και μοιραίες, άλλοτε ως νοσταλγικές αποστροφές και άλλοτε ως ερωτικές αναζητήσεις, προβάλλουν τη λαχτάρα του έρωτα, συντηρώντας το πάθος στην πολλαπλή του διάσταση.


«Ο κήπος μας στην άκρη της Ερήμου», που σας έδωσε και τον τίτλο του βιβλίου υπάρχει; Είτε υπάρχει είτε είναι προϊόν μυθοπλασίας μπορείτε να μας τον περιγράψετε;
«Ο κήπος μας στην άκρη της ερήμου» υπάρχει στην Αλεξάνδρεια των συναισθημάτων, αποδίδοντας έναν κόσμο που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Έτσι αποκαλούσε το κυνηγετικό του σπίτι, στη λίμνη Μαριούτ, ο θείος της Νινέτας, ο Φάνος Νικολαϊδης, ένας επικούρειος του εκλεπτυσμού που τον σημαδεύει η σύφιλη. Η φράση χρησιμοποιείται και για το εξοχικό κτήμα της οικογένειας στη Μαντάρα και για την έζμπα τους στο Καφρ ελ Ζαγιάτ. Ιδιοκτησίες που χάθηκαν.Το μυθιστόρημα πραγματεύεται τη σχέση ανάμεσα στον κοσμοπολιτισμό, στο κέρδος, στον σαρκικό έρωτα και στις υπαρξιακές ανησυχίες. Και «Ο κήπος μας στην άκρη της ερήμου» είναι ό,τι συνδέει με το παρελθόν, ο χαμένος παράδεισος της νεότητας, η γοητεία της παραπλάνησης, ο ναρκισσισμός, οι διαψεύσεις, είναι ο Λεβαντινισμός, είναι ολόκληρη η «Αλεξανδρινή» τριλογία.


Βλέπουμε πολλά πρόσωπα γύρω από την πρωταγωνίστριά σας. Ένα από αυτά είναι ο Φάνος Νικολαϊδης. Πόσο σημαντικό ρόλο θα παίξει στις αποφάσεις που θα κληθεί να πάρει η ηρωίδα σας;
«L’univers nous emmerde. L’univers se fiche de nous»: Το σύμπαν μας έχει χεσμένους. Το σύμπαν μας περιφρονεί, έλεγε ο θείος Φάνος, προτρέποντας τη Νινέτα να ξεκοκαλίζει ηδονικά τον χρόνο που της χαρίστηκε. Και «Να πιστεύεις πως κάθε μέρα μπορείς να κάνεις αλλαγές στις βεβαιότητες της ζωή σου». Αυτά θα επηρεάσουν τις αποφάσεις της για τη ζωή της χωρίς δεσμεύσεις αρχικά στην Αλεξάνδρεια κι αργότερα στο Παρίσι. Όπως τα περισσότερα πρόσωπα του βιβλίου, η Νινέτα είναι προϊόν μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, μιας λεβαντίνικης κοινωνίας που αποτυπώνει με τρόπο ρεαλιστικό την εποχή της.


Δεν είναι, ωστόσο, μόνο ο Φάνος Νικολαϊδης. Ποιους ανθρώπους θα δούμε στο πλευρό της Νινέτας αλλά και ποιους απέναντί της σ’ αυτό το περιπετειώδες ταξίδι;
Ο πατέρας της, ο Ανδρέας Σάνδης, ένας ωραίος κυνικός, αλλά και τρυφερός bon vivant, με τις ερωτικές απιστίες του και την ιδιότυπη αγάπη του για τη μητέρα της, η οποία είναι μια ιδιαίτερα έντονη παρουσία στη ζωή της, ο εκκεντρικός εξάδελφός της ο Αλέξανδρος που κρύβει την ανδρική του ανικανότητα, ζωγραφίζοντας τις τροτέζες των λιμανιών, ο άλλος της εξάδελφος, ο γιατρός Αριστείδης, που παγιδεύει τον εαυτό του σε έναν αδιέξοδο έρωτα για την παντρεμένη θεία του, η γριά Αριστέα που μιλά με τους νεκρούς, η γιαγιά της η Φωτεινή με το μοιραίο παρελθόν, η αδίστακτη και δαιμόνια αδελφή της γιαγιάς της, η Στέλλα κι ο θείος Λεόντιος, ο καυστικός εστέτ, που αποζητά τις ηδονές σε επώδυνους ομοφυλόφιλους έρωτες. Απέναντί της, ως σκοτεινό πρόσωπο στη ζωή του πατέρα της, ο Αιγύπτιος δικαστής Γιούσεφ Σαρίτ, σύζυγος της ερωμένης του, που η εκδίκησή του δίνει μια διαφορετική οπτική στις απελάσεις του 1956.


Οι πρωταγωνιστές σας θα βρεθούν στο Οράν, το Αλγέρι, τη Βηρυτό, την Ιερουσαλήμ για να ζήσουν αυτό που τους έχει ορίσει η μοίρα. Ταλαιπωρημένοι τόποι ταλαιπωρημένοι και οι άνθρωποι που ζουν εκεί. Πώς έγινε η επιλογή τους;
Αυτό ήταν ο Λεβαντινισμός. Μια ανθρωπογεωγραφία που χαρακτηρίζεται από «την κινητικότητα» σ’ αυτές τις μεγάλες πολιτείες της Μέσης Ανατολής, τις «ακυβέρνητες πολιτείες», που μοιάζουν πότε με καταφύγια και πότε με συμβολικούς τόπους εξορίας. Τόποι που άλλοτε παραπλανούν και γοητεύουν κι άλλοτε κυνηγούν και μάχονται. Οι πόλεις δεν ορίζουν μόνο τη μοίρα των ηρώων, αλλά γίνονται και χώροι μεταμορφώσεων που ανασυνθέτουν το τοπίο μιας ιδιαίτερα σκληρής και κυνικής εποχής. Αποικιοκρατία, εμπόριο, εκμετάλλευση, τυχοδιωκτισμός, πολυτελής βίος, διπλωματία και πόλεμοι. Και οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, πρόσωπα και προσωπεία, που επιλέγουν αυτό που όφειλαν να ζήσουν. Οι περισσότεροι αφήνουν το στίγμα τους, μια γυμνή και σαρκαστική εικόνα του εαυτού τους, ενώ κινούνται συνεχώς σε μια διάσταση έκπληξης και ανατροπής. Όλοι λατρεμένοι Αλεξανδρινοί που εμφανίζουν στην πλοκή τις πιο δυνατές, τις πιο σκοτεινές και τις πιο ακραίες πτυχές του χαρακτήρα τους.


Η δική σας σχέση με την Αλεξάνδρεια ποια είναι σήμερα; Άλλωστε η οικογένειά σας βρέθηκε στη Λήμνο αφού πρώτα έζησε στη Σμύρνη, το ΑΪβαλί, την Πόλη και φυσικά την Αλεξάνδρεια.
Σχέση έντονη, ερωτική. Η Αλεξάνδρεια για μένα που την επισκέπτομαι ανελλιπώς κάθε καλοκαίρι, εξακολουθεί από κάθε άποψη να είναι ηλιόλουστη. Αυτή η σχέση υπήρξε και το βαθύτερο κίνητρο για τη δημιουργία της «Αλεξανδρινής» τριλογίας, με τους τόμους «Αχγιάτ Ανχάρ» και «Η Αλεξάνδρεια σε ακολουθεί» να προηγούνται και τον τελευταίο τόμο «Ο κήπος μας στην άκρη της ερήμου» να την ολοκληρώνει. Πρόκειται για ένα ουσιαστικά τρίτομο μυθιστόρημα όπου μέσα από τις ζωές των χαρακτήρων προβάλλεται και ολόκληρη η ιστορία της Ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο, από την εποχή της ακμής της έως την τελική της κατάληξη. Η εικόνα ενός κόσμου που καλύπτει το χρονικό πλαίσιο ενός αιώνα, δίνοντας με τον πιο γοητευτικό τρόπο για τα δικά μου μάτια, και μια συνολική όψη αυτής της πολύμορφης πόλης. Γοητεία ακόμα και στη σημερινή παρακμή, αν σκεφτεί κανείς ότι μονοπωλούσε επί χρόνια τον τίτλο της πιο λεβαντίνικης πόλης της Μεσογείου.


«Τελικά η πρώτη και μοναδική πατρίδα μας είναι η Αίγυπτος». Μια πρόταση που συχνά ακούγεται από τα χείλη εκείνων που γεννήθηκαν εκεί. Μιλήστε μας γι αυτή τη γλυκιά σχέση εξάρτησης μ’ αυτόν τον τόπο.
Η Αίγυπτος της συνύπαρξης από τη μια και από την άλλη η οπτική όλων των ξένων κοινοτήτων που τους χαρακτηρίζει η εσωστρέφεια. Ιδιότυπες κοινωνίες που πληρώνουν με σταδιακή παρακμή και εξαφάνιση την απατηλή βεβαιότητα ότι κάποια στιγμή, εάν ήθελαν, θα μπορούσαν να επιστρέψουν στον τόπο που υπήρξε η μητροπολιτική τους πατρίδα. Και οι ομογενείς Αλεξανδρινοί γαλουχήθηκαν μ’ αυτή τη βεβαιότητα, χωρίς να σκεφτούν ποτέ πως εκεί θα μπορούσαν να νιώσουν ξένοι. Είναι συχνή κατάληξη για τους ανθρώπους της διασποράς, η οποία επισημαίνεται στο μυθιστόρημα χωρίς όμως να τονίζεται ιδιαίτερα. Οι δικοί μου ήρωες είναι περισσότερο πολίτες του κόσμου και ξεπερνούν τα όρια της παροικίας τους. «Είμαι Έλληνας, είμαι Γάλλος, είμαι Αιγύπτιος, αλλά πάνω απ’ όλα είμαι Αλεξανδρινός», και ναι, μια σχέση εξάρτησης μ’ αυτόν τον τόπο, όπως έχουμε με όλους τους τόπους ενηλικίωσης που διεκδικούν την παιδική και νεανική μας ηλικία και γίνονται πατρίδες. Αλλά και μια σχέση που οφείλει να έχει τη δίκαιη και αποστασιοποιημένη ματιά ενός παρατηρητή και μάλιστα για μια εποχή που η Μέση Ανατολή έψαχνε να βρει τον δικό της τρόπο για να επιβάλει δικαιοσύνη.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
“Η ζωή στην Αθήνα είναι δύσκολη για μας. Ο τόπος, οι άνθρωποι, όλα… Εδώ χαρακτηριζόμαστε άλλοτε ως “τα φαλιμέντα της Αλεξανδρείας” κι άλλοτε ως “αραπόσποροι”, Νινέτα μου. Συχνά, σκεφτόμαστε με τον άντρα μου να επιστρέψουμε… Τελικά η πρώτη και μοναδική πατρίδα μας είναι η Αίγυπτος.”
Μάιος 1967· Η Νινέτα Σάνδη επιστρέφει από το Παρίσι στην Αλεξάνδρεια. Είναι σαράντα τεσσάρων ετών. Έξι χρόνια μετά τις εθνικοποιήσεις του Νάσερ, η πόλη έχει περιέλθει σχεδόν εξ ολοκλήρου στα χέρια των Αράβων και ελάχιστα θυμίζει την Αλεξάνδρεια όπου μεγάλωσε. Ο μόνος από την οικογένειά της που βρίσκεται εκεί είναι ο εξάδελφός της Αριστείδης ενώ η πατρική περιουσία της έχει αφανιστεί.
Η Νινέτα επιδιώκει να πάρει πίσω την έπαυλη των γονιών της, της Ελπινίκης και του Ανδρέα, που “μόνον Αιγύπτιος θα μπορούσε να την ξαναγοράσει, με την προϋπόθεση ότι δεν θα την πουλούσε σε κανένα μέλος της οικογένειάς της”. Αυτός ήταν ο δεσμευτικός όρος που έθεσε ο Αιγύπτιος δικαστής Σαρίτ, όταν η έπαυλη είχε περάσει στην ιδιοκτησία του. Πάνω απ’ όλα, όμως, η Νινέτα θέλει να βιώσει τον έρωτα με την ίδια ένταση που την είχε κυριεύσει στη νεότητά της.
Οι αχνοί από το αρωματισμένο τσάι με κανέλα και ο ήλιος που ξεχύνεται από τα κλειστά βολέ ζωντανεύουν το παρελθόν και η Νινέτα βρίσκεται μέσα στις ανήσυχες ζωές των δικών της ανθρώπων. “Ποτέ κανείς δεν φεύγει από την Αλεξάνδρεια”, θυμάται τα λόγια του θείου Λεόντιου. Όμως “το σύμπαν μάς έχει χεσμένους”, χαριτολογούσε ο θείος Φάνος.
Οράν, Αλγέρι, Βηρυτός, Κάιρο, Παρίσι και η ακόμα λαμπρή και γενναιόδωρη Αλεξάνδρεια γίνονται οι τόποι δράσης των ηρώων του μυθιστορήματος, από το 1936 έως το 1961, το καλοκαίρι των εθνικοποιήσεων και του ολοκληρωτικού ξεριζωμού της ελληνικής παροικίας από την Αίγυπτο, δύο αιώνες και πλέον μετά τη δημιουργία της.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Βιογραφικό
H Μαρώ Κάργα γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1963 στην Αθήνα και μεγάλωσε στη Μύρινα (Κάστρο) της Λήμνου. Οι δικοί της πήγαν εκεί από τη Σμύρνη, το Αϊβαλί, την Πόλη και την Αλεξάνδρεια. Τελειώνοντας στη Θεσσαλονίκη τις σπουδές της στα παιδαγωγικά, προχώρησε σε συστηματική σπουδή σχεδίου και ζωγραφικής. Διδάχτηκε την τέχνη της νωπογραφίας δίπλα στον Τηνιακό Νικόλαο Γαΐτη, μαθητή και συνεργάτη του Φώτη Κόντογλου, και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη συντήρηση οροφογραφιών για μικρό διάστημα στη Σύρο. Επίσης έκανε γλυπτική σε μάρμαρο στο εργαστήρι του γνωστού γλύπτη Πέτρου Δελλατόλα. Έργα της έχουν εκτεθεί σε δημοτικούς χώρους και γκαλερί σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Άνδρο, Λέσβο, Σύρο, Χίο, Νάξο, Μύκονο και Λήμνο. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται και ως εκπαιδευτικός σε δημοτικά σχολεία της Τήνου. Το “Αχγιάτ Ανχάρ” αποτέλεσε το πρώτο της μυθιστόρημα.