Συγγραφέας του βιβλίου «Έξοδα νοσηλείας» – Εκδόσεις «Ενύπνιο»

Ένας ασθενής και ο νοσοκόμος που τον φροντίζει πρωταγωνιστούν στο πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη. Ο ψυχρός θάλαμος ενός νοσοκομείου μετατρέπεται σ’ ένα ζεστό δωμάτιο εξομολόγησης, όπου οι δυο άγνωστοι μεταξύ τους – αλλά συγχρόνως με τις ίδιες κοινωνικές αναφορές – άντρες, γνωρίζονται και σύντομα η ανάγκη της ανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας τους φέρνει κοντά. Όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας, οι ήρωές του «…βγάζουν τα σώψυχά τους, γιατί βρίσκουν κάπου για να ακουμπήσουν τις σκέψεις, τις αγωνίες και τα μυστικά τους – χωρίς τον φόβο ότι θα τους κρίνουν. Ένα βιβλίο που ακουμπά στην ψυχή του αναγνώστη, ειδικά εκείνου της μέσης ηλικίας που η διαπίστωση πως ο χρόνος είναι αδυσώπητος εντείνει την υπαρξιακή κρίση και κάνει πολύ οδυνηρή τη σκέψη του θανάτου.

Επιλέξατε ως εξώφυλλο του βιβλίου σας τον πίνακα του Βίνσεντ βαν Γκογκ «Το Σιταροχώραφο με Κοράκια». Τον δημιούργησε τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του και πιθανότατα είναι ο τελευταίος πίνακας του σπουδαίου Ολλανδού ζωγράφου. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν η επιλογή αυτή είναι τυχαία ή έχει σχέση με τον ασθενή ήρωα του βιβλίου σας που αντιμετωπίζει τον θάνατο.
Πράγματι, υπάρχει συνάφεια, και μάλιστα στενή. Με όρους θεωρίας της λογοτεχνίας θα έλεγα ότι εδώ διαμείβεται μια «διακειμενική συνομιλία», ελλείψει της οποίας θα ήταν χωρίς κανένα νόημα η επιλογή του συγκεκριμένου εξώφυλλου. Ο πίνακας υπέχει θέση μοτίβου, που επανέρχεται σταθερά στην αφήγηση, υπό τη μορφή ενός παζλ που συμπληρώνει στον ελεύθερο χρόνο του ο ήρωας. Συνδέεται δε με τους υπαρξιακούς προβληματισμούς και την αγωνία του θανάτου που τον κυριεύουν κάτω απ’ την πίεση της μέσης ηλικίας και την επαγγελματική ενασχόλησή του με την φροντίδα ασθενών.

Ένας ασθενής, λοιπόν, αλλά και ο νοσοκόμος που τον φροντίζει στον θάλαμο ενός νοσοκομείου είναι οι δύο πρωταγωνιστές σας. Ας τους γνωρίσουμε μέσα από τους χαρακτήρες που «χτίσατε» με τη γραφή σας.
Ο ένας είναι ο Άνθιμος Νικολάου, ετών 43, φροντιστής νοσοκόμος στο επάγγελμα, με ανοιχτές πληγές από τα παιδικά του χρόνια και έντονους υπαρξιακούς προβληματισμούς. Ο δεύτερος διατηρείται στην ανωνυμία, είναι 45 ετών, πάσχει από εγκεφαλίτιδα και νιώθει μια προϊούσα παράλυση των κάτω και πάνω άκρων. Και οι δύο βιώνουν έντονα το αίσθημα της αλλοτρίωσης, της διάσπασης του εγώ, της απώλειας νοήματος ζωής, κοινή δε είναι η προσπάθειά που καταβάλλουν για να προσδιορίσουν την ατομική τους ταυτότητα, ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν και εστιάζοντας είτε στις ιδιωτικές είτε στις δημόσιες πλευρές του.

Έχουν κάποια κοινά στοιχεία ή ενδιαφέροντα που τους ενώνουν ή η μοναξιά μοναχά είναι εκείνη που τους κάνει να αισθάνονται ο ένας την ανάγκη του άλλου;
Παρά τις επιμέρους διαφορές, οι ήρωές μου έχουν τις ίδιες κοινωνικές αναφορές, βιώνουν τις ίδιες διαψεύσεις, χαρακτηρίζονται από τις ίδιες ανάγκες. Πάνω σε αυτή τη βάση σχηματίζεται ένα αίσθημα οικειότητας που ξεπερνά την επαγγελματική σχέση νοσοκόμου-ασθενή και δίνει βάθος στη μεταξύ τους επικοινωνία. Από δω ακριβώς πηγάζει η εξομολογητική διάθεση στους μονολόγους που εκφέρουν ο ένας ενώπιον του άλλου και η ειλικρίνεια που χαρακτηρίζει την εκμυστήρευσή τους.

«Ο προφορικός μονόλογος που ξεκινά ο ένας και ο γραπτός απολογισμός που επιχειρεί ο άλλος αποτελούν το έδαφος μιας επικοινωνίας που διαμείβεται μέσα απ’ τις σιωπές, τις χειρονομίες και ασφαλώς τις λέξεις τους», σημειώνετε. Μιλήστε μας για τις σιωπές – τις χειρονομίες και τις λέξεις που χρησιμοποιούν οι ήρωές σας.
Πρόκειται για τα διάκενα του λόγου, όταν το δυναμικό των λέξεων δεν έχει ξεθυμάνει, αλλά ούτε κι είναι ικανό να μεταφέρει πρόσθετα νοήματα. Τότε ακριβώς, και εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν όπως στην προκειμένη, αρχίζουν να πυροδοτούνται οι συνειρμοί, να σχηματίζονται εικόνες και να γεννιούνται αισθήματα. Είναι ένα δεύτερο και βαθύτερο στάδιο επικοινωνίας, που υλοποιείται με τη συμμετοχή της φαντασίας, της ενσυναίσθησης και των λοιπών αισθήσεων πέραν της ακοής. Σε οριακές συνθήκες, όπως είναι μια βαριά ασθένεια ή ένας οδυνηρός χωρισμός, όλα αυτά συνθέτουν μια πολύ παραγωγική και γόνιμη γλώσσα. Οι ήρωές μου σπεύδουν να την αξιοποιήσουν γεμίζοντας τη μεταξύ τους σιωπή πρώτα με λόγο και ύστερα με χειρονομίες, γιατί γνωρίζουν ότι δεν έχουν τα χρονικά περιθώρια να φλυαρούν. Εδώ πια τα πάντα έχουν το ειδικό τους βάρος.

Η σχέση τους ξεκίνησε ως σχέση εξάρτησης ασθενή με τον άνθρωπο που τον φροντίζει και κατέληξε σε μια φιλική σχέση που ως βάση έχει τον απολογισμό της ζωής τους. Την είχαν ανάγκη αυτή την επαφή ή απλά έτυχε;
Αν εξαιρέσουμε το απρόβλεπτο μιας γνωριμίας, θεωρώ ότι τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία στις σχέσεις, τα πάντα θέλουν τον χρόνο, τη δουλειά, την επικοινωνία, την προσφορά, τη φροντίδα τους. Κάπως έτσι εξελίσσεται και η σχέση ανάμεσα στα δύο πρόσωπα του βιβλίου μου, που ξεκινά απ’ τον συμβατικό χαρακτήρα μιας επαγγελματικής συναλλαγής για να εξελιχτεί σε στενό φιλικό δεσμό. Πίσω από την εξέλιξη αυτή κρύβεται η βαθύτερη ανάγκη της ανθρώπινης επικοινωνίας, που παρά το σύνολο των τεχνικών μέσων, τον πληθωρισμό των μηνυμάτων και τη φλυαρία του λόγου παραμένει ανικανοποίητη. Τα πρόσωπα του βιβλίου μου λύνουν τη γλώσσα τους και βγάζουν τα σώψυχά τους, γιατί βρίσκουν κάπου για να ακουμπήσουν τις σκέψεις, τις αγωνίες και τα μυστικά τους – χωρίς τον φόβο ότι θα τους κρίνουν.

Η εγκεφαλίτιδα από την οποία πάσχει ο ασθενής σας του επιτρέπει να διατηρεί τη διαύγεια του μυαλού αλλά του παραλύει το κορμί. Ποιες είναι οι σκέψεις του σ’ εκείνο το θλιβερό θάλαμο νοσηλείας όταν πια αντιλαμβάνεται πως ο αγώνας είναι άνισος;
Ένα απ’ τα βασικά θέματα του βιβλίου είναι η αντίστιξη ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη, στη νοητική λειτουργία και στην απώλειά της. Απ’ τη μια, ο πατέρας του φροντιστή-νοσοκόμου πάσχει από αλτσχάιμερ και η συμπεριφορά του ίδιου του φροντιστή-νοσοκόμου φλερτάρει με το παράλογο, ενώ από την άλλη ο ασθενής του νοσοκομείου πάσχει από εγκεφαλίτιδα, που του επιτρέπει να διατηρεί ακέραιες τις διανοητικές δυνάμεις του, τη στιγμή που το σώμα του αρχίζει να παραλύει. Το διαφωτιστικό πρόταγμα του κριτικού λόγου και η νεωτερική εμπιστοσύνη στη διανοητική ικανότητα του ανθρώπου μπορεί να δοκιμάζονται απ’ τη λήθη και το παράλογο, αλλά τελικά δεν ηττώνται. Έστω και με ηττημένο σώμα, ο ασθενής του νοσοκομείου επιμένει να σκέφτεται, προσπαθεί να ξεδιαλύνει τη σύγχυση, αναζητά νόημα, προβαίνει σε ερμηνείες. Το κείμενό του βεβαιώνει τη νίκη της μνήμης έναντι της λήθης και τη νίκη της λογικής έναντι του παραλόγου μέσα από μια διαδικασία σκέψης που βαίνει απ’ το ατομικό προς το συλλογικό, απ’ το υπαρξιακό προς το πολιτικό, απ’ το ιδιωτικό προς το δημόσιο και αντιστρόφως, επιχειρώντας μια συνολική θέαση.

Οι αναμνήσεις, οι προσωπικές ιστορίες και τα βιώματά που τους φέρνουν κοντά έχουν τοποθετηθεί κάπου ανάμεσα στο 1974 και το 2010. Μιλήστε μας για τη συγγραφική ανάγκη να καταπιαστείτε με τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Αντλούμε, αλιεύουμε, εμπνεόμαστε καλλιτεχνικά απ’ τον κοινωνικό χώρο, που στην προκειμένη περίπτωση τοποθετείται στο διάστημα στο 1974 -2010. Είναι οι τέσσερις δεκαετίες των δικών μου παιδικών, νεανικών και ενήλικων χρόνων, απ’ όπου προέρχεται το βιωματικό υλικό που διαθέτω προς λογοτεχνική αξιοποίηση. Συνάμα είναι η εποχή της μεταπολίτευσης, που στο ξεκίνημά της μας υποσχέθηκε μια κοινωνία δημοκρατίας, δικαιοσύνης και ευημερίας και στο κλείσιμό της έφερε μνημόνια, ρατσισμό, επίταση των ανισοτήτων, κρατική βία. Το πώς εξελίχτηκαν τα πράγματα, το πού οφείλεται το γκρέμισμα και το ποια αποτελέσματα έχει, προσπαθώ να κατανοήσω, τοποθετώντας και τον εαυτό μου και τους ήρωές μου στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εξεταζόμενης περιόδου.

Η διαχείριση του θανάτου είναι ένα δύσκολο και οδυνηρό κεφάλαιο. Κάνει τον άνθρωπο εξαιρετικά ευάλωτο. Ο ήρωάς σας θα κατορθώσει να συμφιλιωθεί μαζί του; Είναι εύκολο να γίνει οικεία η ιδέα του θανάτου;
Οι ήρωές μου σέρνονται ενώπιον του θανάτου με την αίσθηση μιας αδικαίωτης ζωής. Αλλά ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Ήδη προσήλθαν στην υπαρξιακή κρίση της μέσης ηλικίας. Τα σοβαρά ζητήματα υγείας που αντιμετωπίζουν δεν επιτρέπουν αυταπάτες. Επιχειρούν λοιπόν τον απολογισμό τους και προσφεύγουν στην ανακούφιση της γραφής, καταφέρνοντας τελικά να μετριάσουν την ένταση και εν μέρει να συμφιλιωθούν με την ιδέα του θανάτου. Θαρρώ όμως ότι το αληθινό γιατρικό τους βρίσκεται σε ό,τι ομολογεί σε κάποιο σημείο της αφήγησής του ο φροντιστής-νοσοκόμος, και απ’ την άποψη αυτή είναι τυχεροί που κατάφεραν κι οι δυο στο τέλος να το εξασφαλίσουν:
«Αλλά τόσο καιρό σε αυτή τη δουλειά ξέρω πως όταν σε παίρνουν για τα καλά τα χρόνια, όταν πάσχεις από μια ανίατη ασθένεια και πολύ δε περισσότερο όταν φτάνεις ενώπιον του θανάτου είσαι τελείως γυμνός απ’ όλα, και από τίτλους και από σπίτια και από περιουσίες και από σχέδια και από αυταπάτες και από τραγούδια και από γραφτά. Το ’ζησα με τον πατέρα μου, το ’ζησα με τη γιαγιά του Θοδωράκη, το ζω ξανά τώρα σε αυτόν εδώ τον θάλαμο με αυτόν εδώ τον ασθενή, πράγμα που εξηγεί για ποιον λόγο συνεχίζω να κάθομαι ακόμη εδώ. Λοιπόν, δεν κάθομαι μόνο γιατί ο ασθενής είναι ο φίλος που ποτέ δεν είχα, δεν κάθομαι μόνο γιατί στο κείμενό του αναγνώρισα τη γενιά μου, την κοινωνία μου και μένα τον ίδιο. Κάθομαι πρωτίστως γιατί αν μου συμβεί κάτι ανάλογο δεν αντέχω στην ιδέα ότι θα είμαι ξανά μόνος, όπως ήμουν στα διαλείμματα του σχολείου και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή μου» (σελ. 134-135).

Οι οικογενειακές σχέσεις και τα αδιέξοδα, το δράμα του χρόνου που απομένει αλλά και η πολιτική και κοινωνική ζωή που τους απασχολούν είναι, επίσης, κεφάλαια «βαριά». Υπάρχουν κάποιες συγγραφικές παρεμβάσεις που κάνουν πιο ελαφρύ το κλίμα κατά την ανάγνωση;
Ενθυμούμενος το βαρύ κλίμα από την «Αστοχία Υλικού» (Μεταίχμιο, 2010) όπου δεν άφησα ούτε μια χαραμάδα ούτε μια αχτίδα, επιδίωξα εδώ κάποιες διαφυγές. Στα «Έξοδα Νοσηλείας» συχνή είναι η προσφυγή μου αφενός στο χιούμορ, προκειμένου να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα, να αποσυμπιέσω την ένταση, αφετέρου στην ποίηση ώστε να αλλάξει ο ρυθμός, να αποκτήσει το σημαίνον μια αυτοδυναμία και, τέλος, στην ιστορία για να φανεί η διάσταση του χρονικού βάθους σε όσα εξιστορώ. Δεν είμαι ο κατάλληλος να κρίνω την επιτυχία των τεχνικών αυτών, πάντως διατηρώ την αίσθηση μιας διακύμανσης στη συναισθηματική θερμοκρασία και μιας εναλλαγής στον ρυθμό της αφήγησης, που εν δυνάμει μπορούν να θέλξουν τον αναγνώστη.

Πέρα από τον απολογισμό ζωής τους απασχολεί και η επόμενη γενιά και η αγωνία για το τι θα της αφήσουν. Είναι φανερό, πως στο σημείο αυτό της ανάγνωσης, μπαίνει ο δικός σας προβληματισμός και η δική σας οπτική για τη ζωή και την κοινωνία. Ήταν τα «Έξοδα νοσηλείας» ένας τρόπος να εξωτερικεύσετε τις σκέψεις σας, να καταθέσετε την κριτική σας και να κάνετε απολογισμό της γενιάς που εκπροσωπείτε;
Ο Μπαχτίν λέει ότι οι μυθιστορηματικοί ήρωες πρέπει να στρέφονται ενάντια στους σχεδιασμούς του συγγραφέα. Έχουν τις αναπνοές, τις σκέψεις, τα σκοτάδια, τις ηλιαχτίδες τους, δεν δικαιούμαι να τους αντιμετωπίζω σαν μαριονέτες και να προσπαθώ να τους υποβιβάζω σε συγγραφικά προσωπεία μου. Και μ’ όλα αυτά θέλω να πω, ότι ως συγγραφέας είχα μόνο τις γενικές συντεταγμένες, σε καμία περίπτωση δε χρησιμοποίησα την αφήγηση για να πω αυτό που εγώ ήθελα να πω. Δεν είναι δοκίμιο η πεζογραφία και αν την αντιμετωπίζει κανείς έτσι, οδηγείται στον διδακτισμό, στην ηθικολογία και στην προπαγάνδα. Να σημειώσω επίσης ότι σε πάμπολλα σημεία έβλεπα τους ήρωές μου να αυτενεργούν σε πείσμα των δικών μου αξιώσεων, πράγμα που κατά βάθος με χαροποιούσε. Εν ολίγοις, εδώ εξωτερικεύονται οι σκέψεις των ηρώων μου, ο απολογισμός γίνεται απ’ τη δική τους οπτική γωνία.

Πόσο διαφορετική θεματολογία από τα τόσα βιβλία που κυκλοφόρησαν αυτή τη χρονιά, αλήθεια! Είναι ένας τρόπος αυτός να μας δείξετε πως υπάρχει και η άλλη λογοτεχνία;
Ο ίδιος συνεχίζω την πορεία που ξεκίνησα το 2005 με τη συλλογή διηγημάτων «Τρεις μνήμες και δύο ζωές», εκδ. Μεταίχμιο, ενσωματώνοντας στο ιστορικό και στο πολιτικό θέμα το υπαρξιακό και ερωτικό βάθος. Αφήνω στην άκρη τις τάσεις του εμπορίου, για να υπερασπιστώ τη δική μου αντίληψη για την πεζογραφία, θεωρώντας ότι αυτή είναι η καλύτερη υπηρεσία που μπορώ να κομίσω και στη λογοτεχνία και στους αναγνώστες.

Σας ευχαριστώ θερμά για την τιμή

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Σε έναν νοσοκομειακό θάλαμο δύο διαφορετικοί άνθρωποι προβαίνουν σε τρεις διαδοχικούς μονολόγους με θέμα τη μοναξιά, την ασθένεια, τον θάνατο, τη φιλία, τον έρωτα και τη ζωή. Οι αφηγήσεις τους ψηλαφούν δημόσια και ιδιωτικά πάθη, ανοίγουν μεταξύ τους διαύλους επικοινωνίας και, τελικά, φωτίζουν τις σκιές που αρχίζουν να πυκνώνουν.

Βιογραφικό
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γεννήθηκε το 1970 στο Δυτικό Πέλλας. Εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση.

Εργογραφία

  • Τρεις μνήμες και δύο ζωές (διηγήματα), Μεταίχμιο, 2005
  • Καλά μόνο να βρεις (νουβέλα), Κέδρος, 2006
  • Το παραμύθι του ύπνου (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο, 2008
  • Αστοχία υλικού (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο, 2010
  • Ζώνη πυρός (διηγήματα), Μεταίχμιο, 2014
  • Η ιδιωτική μου αντωνυμία (μικρά πεζά), Κίχλη, 2018
  • Έξοδα Νοσηλείας (μυθιστόρημα), Ενύπνιο, 2020