Συνήθως, επιλέγουμε να διαβάσουμε ένα μυθιστόρημα που μας κεντρίζει το ενδιαφέρον η υπόθεσή του, το εξώφυλλό του ή γιατί ακολουθούμε το συγγραφέα σε κάθε επόμενο βήμα του, γιατί μας αρέσει ο τρόπος που επιλέγει να μας εξιστορήσει μια ιστορία.


Στο μυθιστόρημα της Θάλειας Κουνούνη, «Κασετίνα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη, δεν ξέρω τι από όλα αυτά ή όλα μαζί θα παρακινήσουν τον αναγνώστη όχι μόνο να το πάρει στα χέρια του, αλλά να χαθεί σε μια ιστορία που θα τον συγκλονίσει βαθιά και θα τη θυμάται σε όλη του τη ζωή. Όπως ακριβώς είναι το σωστό. Όπως -είμαι σίγουρη- ήταν και ο σκοπός της συγγραφέα.


Η «Κασετίνα», δεν είναι ένα βιβλίο για να περάσετε κάποιες μέρες χαλάρωσης, να ξεφύγετε από τα προβλήματά σας, να ανακαλύψετε τι κρύβει στο περιεχόμενό της αυτή η κασετίνα…
Όχι, δεν είναι ένα βιβλίο για να απολαύσετε την ιστορία των ηρώων του, είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο που ο κάθε άνθρωπος οφείλει να αναζητήσει, ώστε να ενημερωθεί για τα τόσο φρικιαστικά εγκλήματα που συνέβησαν σε ανθρώπους-πειραματόζωα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και όχι μόνο.


Και μπορεί να έχει χυθεί μπόλικο μελάνι, να έχουμε διαβάσει πολλάκις για το τι συνέβη στον πιο καταστροφικό πόλεμο στην ιστορία της ανθρωπότητας, όμως σίγουρα δεν έχουμε διαβάσει για τα τόσο εξωφρενικά πειράματα που «άνθρωποι» έκαναν σε αδύναμους και κατώτερους κατά την άποψή τους ανθρώπους με τον τρόπο που τα παρουσιάζει η Θάλεια Κουνούνη.


Δεν είναι μόνο ότι παρακολουθούμε τον αρρωστημένο τρόπο που επέλεξαν να εξαφανίσουν από προσώπου γης κάθε κατώτερο ον που στις φλέβες του κυλούσε διαφορετικό αίμα από την δική τους άρια και τέλεια φυλή, δεν είναι ότι στο πέρασμά τους άφησαν εκατομμύρια νεκρούς τους οποίους χρησιμοποίησαν με τον πιο απάνθρωπο και εξευτελιστικό τρόπο, είναι και η πορεία που ακολούθησαν για να φτάσουν ως εκεί. Και αυτό ακριβώς είναι που βιώνουμε με κομμένη την ανάσα, με την αίσθηση ότι περπατάμε χέρι με χέρι με τους αιχμαλώτους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ότι μυρίζουμε τις καμένες σάρκες, ακούμε τα ουρλιαχτά των χιλιάδων νεκρών κάθε ημέρας στην πιο εξοντωτική μηχανή που ο ανθρώπινος εγκέφαλος έστησε ποτέ.
Αποτροπιασμός και θλίψη, αλλά και αγωνία για το αν κάποτε θα έρθει η στιγμή οι νέοι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν το παρελθόν τους, θελήσουν να το αναπαραστήσουν, δοκιμάσουν να αναστήσουν τις φρικιαστικές ναζιστικές απόψεις, για να εμπλουτίσουν τα ακραία δολοφονικά ένστικτα που μπορεί να κρύβονται μέσα τους και ίσως, ακόμη και οι ίδιοι να μην το γνωρίζουν.


Η αναμφισβήτητα τεράστια έρευνα που έγινε ώστε να γραφεί αυτό το καθηλωτικό μυθιστόρημα, οι πάμπολες αναφορές σε ψυχιατρικά ζητήματα, σε πειράματα που έγιναν αρχής γενομένης από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε νοσούντες ψυχικά διαταραγμένους ή αποκλεισμένους σε νοσοκομεία για να δοκιμάζουν τις μεθόδους τους οι εκλεκτοί γιατροί, εκείνοι που έδωσαν τον όρκο ότι θα βοηθούν τον συνάνθρωπο και πάτησαν επί πτωμάτων προκειμένου να κατασκευάζουν τα σκευάσματά τους, μας δείχνει και τον τρόπο εξέλιξης της ιατρικής και φαρμακολογίας, τον αμείλικτο ρόλο που έπαιξε σε όλη αυτή την παράνοια.
Όμως αυτό που η συγγραφέας θέλει να μείνει στον αναγνώστη είναι και η προσπάθεια ανθρώπων όχι μόνο να βοηθήσουν, να μην επιτρέψουν στην ψυχή τους να τους διαφθείρει το κακό, αλλά να προσπαθήσουν ώστε να προστατέψουν έστω και τους λίγους, ελάχιστους που θα μπορούσαν.
Και όσο το κακό θα προσπαθεί να υπερισχύσει του καλού, όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που θα προστατεύουν τα αισθήματα που μπορεί να έχει το ανώτερο ον όλων των πλασμάτων, τότε θα υπάρχει και η ελπίδα ότι θα ελπίζουμε σε ένα καλύτερο αύριο.


Όσα λόγια και να πω, όσα συγχαρητήρια και να δώσω στην αγαπημένη μου Θάλεια είναι λίγα. Ένα από τα πιο συγκλονιστικά αναγνώσματα που έχουν πέσει στα χέρια μου. Ένα μυθιστόρημα για πραγματικά απαιτητικούς αναγνώστες.