Τα νησιά είναι καράβια (ναυς-νηός δηλαδή πλοίο). Σαν βαρυφορτώνονται, μπάζουν νερά, βουλιάζουν, διαβρώνονται για πάντα από τη σκουριά. Οφείλουμε να τα ελαφροπατούμε με συνείδηση και σεβασμό. Ειδικά την μαρτυρική Κρήτη…
Θέμα του μυθιστορήματος «Άτακτο αίμα» είναι: η τελευταία επανάσταση των Κρητών εναντίον των Τούρκων, στο τέλος του 19ου αιώνα, δηλαδή σε μια εποχή που ένα μέρος της Ελλάδας ήταν ήδη ελεύθερο. Οι γενναίοι Κρήτες επιθυμούσαν διακαώς την ελευθερία και την ανεξαρτησία από τον καταπιεστικό ζυγό του κατακτητή ανά τους αιώνες είτε αυτός λεγόταν Φράγκος, είτε Ενετός, είτε Οθωμανός. Ο αγώνας είναι συνεχής, υπόγειος, αθόρυβος αλλά γεμάτος θάρρος και ελπίδα για νίκη και βέβαια διακαής πόθος η συνένωση του νησιού με την υπόλοιπη Ελλάδα, έναν πόθο που κανείς δεν μπορεί να κρύψει.
Ρέθυμνο Κρήτης. 1896.
Το αίμα, ο σφυγμός της νιότης που χτυπά στον πόλεμο και στον έρωτα, είναι καθοριστικό για δύο Κρητικούς νέους, τον Ιάκωβο και τον Νικηφόρο, που πέφτουν στη φωτιά της Επανάστασης του 1897 και στην πυρά του πάθους.
Ο Ιάκωβος Θεοφίλου Κορνάρος ,μακροκόκκαλος, μακροπόδαρος δεμένος ,άντρας σωστός, ονειρευόταν τα νερά. Είναι λίγο ονειροφαντασμένος, νοιάζεται για τα πουλιά, βλέπει προφητικά όνειρα, σμίγει το πραγματικό με το φανταστικό. Ήταν νεραϊδοπαρμένος και παράξενος. Κοιτούσε ψηλά, τις συναστρίες, τον αέρα που τρύπωνε στις φυλλωσιές των δέντρων, τον νυχτωμένο ουρανό και τις κινήσεις των νεφών, που δεν μπορούσε καμία δύναμη να τα υποδουλώσει. Δεν ήταν μόνο για τούτα τα φερσίματα που τον νόμιζαν αλλιώτικο τας γήινα αγόρια. Έβλεπε μέσα του παράξενα τοπία. Άφηνε τη σκέψη του να φτιάχνει άλλους κόσμους. Έτρεχε, ταξίδευε αλλού, με πλήρη ελευθερία ενώ ολόγυρά του βούλιαζε ο σκλαβωμένος τόπος. Η γη τους ήταν σκλαβωμένη από αιώνες, δεν ανάσανε, αίμα χυνόταν κάθε λίγο στις επαναστάσεις, αλλά αυτός δεν ήταν λόγος για να ονειροπολεί και να χαζεύει, την ώρα που υπήρχε άλλος τρόπος να ποθήσει την ελευθερία. Άλλοι στην ηλικία του ανέβαιναν στα όρη κρατούσαν το ντουφέκι, δε χάριζαν στις μάχες με τους Τούρκους. Η Κρήτη είχε ανάγκη από νέο αίμα για να πάει ομπρός, όχι ονειροφαντασίες και νεραϊδοκουβέντες. Αδρός έπρεπε να΄ ναι απάνω στο αιματοβαμμένο χώμα, όχι αλαφροΐσκιωτος και φοβισμένος. Να περπατάει και να τραντάζονται από κάτω οι αποθαμένοι. Τέτοιος ήταν ο εξάδελφός του ο Νικηφόρος.
Μια καινούργια επανάσταση ετοιμαζόταν στα ψηλά όρη. Όμως κακό μεγάλο έγινε, οι Τούρκοι στο ξωκλήσι του Προδρόμου, στον Ψηλορείτη σκοτώσανε τον Ορέστη ,που φύλαγε το μοναστήρι, παλουκώσανε τους καλογέρους και βάλανε φωτιά στο μοναστήρι. Τώρα ήταν σειρά του χωριού, να τους σκοτώσουν οι Τούρκοι, για αυτό αποφάσισαν να κρυφτούν στις πετροσπηλιές έξω από το χωριό.
Ο Ιάκωβος με τον ξάδελφό του τον Νικηφόρο έπαιρναν όρκο για εκδίκηση, σίμωνε η μέρα που θα ανέβαιναν στο βουνό για να ζητήσουν αίμα. Κι οι δυο ψήνονται στο μαχαίρι καθώς σκοτώνουν δυο Τούρκους νιζάμηδες και βγαίνουν στο βουνό στο πλάι του Καπετάν Φωτιά. Η ενηλικίωση και η εθνική αναγέννηση πάνε μαζί.
Ο πιο μεγάλος άντρας του σογιού, ο Θεόφιλος, έμαθε πως το σόι του κινδύνευε, γιατί ο κύκλος του αίματος που είχε ανοιχτεί, δεν είχε κλείσει ακόμη. Ήξερε ο Θεόφιλος τι σήμαινε κύκλος του αίματος, δηλαδή αφανισμός του σπέρματος που θα γεννούσε άντρες, θάνατος των αρσενικών και μίσος. Μάζεψε ευθύς τις δύο οικογένειες και τους είπε ότι «είναι φρόνιμο να φύγουν, να βρούνε ένα νησί στο πέλαγος να ζήσουνε καλύτερα, μέχρι να τελειώσει στα δικά τους χώματα η σκλαβιά. Να προσέχετε, ιδίως τα αγόρια. Το αίμα μας έρχεται από πολύ μακριά. Και δεν πρέπει να τελειώσει, προτού απελευθερωθούν τα ακρογιάλια μας. Από τον Βιτσέντζο κρατούμε, τον ποιητή της Κρήτης, να μην το λησμονείτε».
Περνούσαν οι μέρες, ο Θεόφιλος γύρευε τόπο να εγκαταστήσει τις δύο οικογένειες με ασφάλεια γιατί έβλεπε πως η κατάσταση χειροτέρευε με τους Τούρκους. Μια άλλη αιτία της καθυστέρησης ήταν τα δυο αγόρια του σογιού που είχαν μπει για τα καλά στα αισθήματα των μεγάλων, με τους αρχινισμένους έρωτες στην ψυχή τους και με τα σώματα που μεγάλωναν και ήθελαν ταίρι. Ο Ιάκωβος δεν ήθελε καθόλου να ακούσει για τη θάλασσα της ανάγκης, γιατί τον έκαιγε ο καημός της Κλειώς. Δεν είχε σκοπό να την αφήσει πίσω στα αίματα του νησιού, εκτεθειμένη στη νοσταλγία της αγάπης του και στον κίνδυνο. Από την άλλη ο Νικηφόρος ήτανε φουρτουνιασμένος στη σκέψη της χήρας, της μητέρας της Κλειώς, και δεν μπορούσε και αυτός να φύγει.
Ένας τόπος τελικά τους χωρούσε κι αυτός ήταν το Καστέλι Ρεθύμνου. Εκεί κοντά δεν είχε Τούρκους. Έρημα ήταν τα μέρη. Αλλά στον τόπο αυτό δεν ήθελε να πάει κανείς, γιατί οι θρύλοι τον τύλιγαν από παλιά με άσχημες φωνές και με σημάδια που δεν ήξερε κανείς να ερμηνεύσει. Αρκετές φορές είχαν οι Τούρκοι προσπαθήσει να μπουν με τ΄ άλογα τους στο Καστέλι, μα κάτι έβλεπαν τα ζώα μέσα στο χωριό και σταματούσαν. Έτσι έβγαλαν το συμπέρασμα πως τα φαντάσματα δεν τους άφηναν να μπουν στον χαλασμένο τόπο και δεν ξαναπροσπάθησαν ποτέ να πλησιάσουν στην περιοχή, σκασμένοι από φόβο.
Εδώ λοιπόν στο Καστέλι μοιράστηκαν τα σπίτια στους πρώτους οικιστές. Ο Θεόφιλος πήρε από μόνος του τον πρώτο λόγο στη διαχείριση των περιουσιών και στην οργάνωση της αυτοεξορία,ς αλλά και οι υπόλοιποι τον θεωρούσαν φυσικό ηγέτη στον καινούργιο τόπο. Ο ρημαγμένος τόπος είχε την ευλογία των τειχών, καθώς και την εύκολη διαφυγή στη θάλασσα. Έπρεπε να κρατήσουν κρυφά απ΄ τους Τούρκους τα σχέδια και την οργάνωση στο νέο τους χωριό, δεδομένου ότι η άκρη τούτης της στεριάς υπήρξε ανέκαθεν επαναστατική εστία, λόγω θέσεως και μετώπου προς την ανοιχτή θάλασσα απ΄ όπου εύκολα δεχόταν πολεμοφόδια με πλοία. Υπήρχε λοιπόν κίνδυνος να πληγεί ξανά ο καμένος τόπος, αν μάθαιναν οι Τούρκοι τα σχέδια και τις ορέξεις των προσφύγων. Οι Τούρκοι δεν τους ένοιαζε που ένα παρατημένο χωριό θα γινόταν καταφύγιο τρελών ανθρώπων -τι άλλο θα έλεγαν για την τολμηρή επιλογή των απελπισμένων; Ή όλοι θα χάνονταν στη φωτιά ή όλοι θα ζούσανε λεύτεροι αύριο.
Και έτσι με τα διεσπαρμένα υλικά των ερειπίων άρχισε η επισκευή και η αναστήλωση των τειχών. Τα σπίτια όλα ήταν καμωμένα από την εποχή των Ενετών και είχαν υποστεί την αναγκαία διαρρύθμιση στα χρόνια τα κατοπινά.
Το 1821 γίνηκε στο χωριό η πρώτη πυρκαγιά. Το 1866 βάλανε φωτιά οι Τούρκοι.Κάψανε και σφ άξανε το χωριό. Άνθρωπος δεν ήρθε ποτέ στο Καστέλι. Ούτε οι Τούρκοι. Τα στοιχειά φοβούνταν!! Λένε πως δεν μπορούνε να φύγουν οι ψυχές των σκοτωμένων, γιατί ο θάνατος τις πήρε ξαφνικά. Δεν έχουνε ηρεμία. Λένε πως οι χριστιανοί έριξαν κατάρα στους Τούρκους, προτού πεθάνουν. Δεν υπάρχει πιο φαρμακερό από την κατάρα αποθαμένων. Ούτε ο δεσπότης δεν μπορεί να την σβήσει. Κατάρα των αδικοσκοτωμένων προτού βγει η ψυχή των. Οι Τούρκοι δεν ξεμυτίζουν. Μια χαρά θα περάσουν στο μαρτυρικό Καστέλι…
Μια άγνωστη γυναίκα ήρθε στον ύπνο του Ιάκωβου. Έστεκε λέει σε τρεχούμενα νερά που είχανε αίμα και του ζητούσε να τη συναντήσει. Τη ρώτησε που θα τη βρεί; Κι αυτή του΄ πε «Στα νερά της λησμονιάς πατώ. Πέτρα είμαι. Στην πέτρα θα με συναντήσεις». «Όνειρα των ψυχών είναι παιδί μου», του είπε η μάνα του, η Χαρίκλεια, «είδανε πως ήρθαμε στον τόπο τους και γυρεύουνε θύμηση σε μας τους ζωντανούς, αποξεχασμένες τόσα χρόνια. Σήκω να πάμε στο εκκλησάκι του νεκροταφείου Αϊ-Νικόλα. Ωραίο τόπο φτιάξανε στις ψυχές, να βλέπουνε το πέλαγος από την κορφή του λόφου και να΄ χουνε θέα!»
Ήταν και τούτος ο τόπος παρατημένος από αιώνες και δοσμένος στην άγρια βλάστηση, αλλά εκεί είχαν συμβεί γεγονότα παράξενα. Ο τόπος δεν ήταν ουδέτερος, είχε δύναμη, είχε μυστήριο. Υπήρχε μια σύναψη του αέρα με τα δέντρα, μια παλιωμένη ώρα ευτυχία και θρήνου, ένα υπόλειμμα σιωπής από πένθος αιώνων. Έτσι ένιωθε ο Ιάκωβος την ανάσα του νέου τόπου…
Φωτογραφία εξωφύλλου: Κρήτες πολεμισταί Χειμάρας, 1912. Η φωτογραφία ανήκει στη σπάνια Ιστορική Συλλογή Βαλκανικών Πολέμων του κ. Α. Ποταμιάνου. balkanwars.gr
…Ο Νικηφόρος αποφάσισε να έρθουνε εδώ να ξαναφτιάξουνε τον τόπο. Τώρα που γυναίκα του έκαμε τον γιο του, τίποτε δεν τον σταματά και θα συνεχιστεί το γένος στα χώματα που θυσιάστηκε ο συχωρεμένος. Ορέστη θα τον βαφτίσουνε, να ξαναμπεί η τάξη στα ονόματα της οικογένειας….
…Αποδεχόμενος όλες τις εξ αίματος γενεές που αυτομάτως συνυπήρξαν μέσα στα βήματά μου, εγώ ο Θεόφιλος Κορνάρος, γιος του Ιακώβου, εγγονός ενός πληθωρικού δημάρχου και μιας γιαγιάς αγέρωχης από την πλευρά της μητέρας μου, καταγόμενος από ράτσα πολεμιστών, εγώ που είμαι από σπορά άτακτου αίματος και από φύτρα των ονείρων, ενάντια στη μοίρα των νερών…
Αγάπες και μίση, τρόμος και έκσταση, μίμηση πράξεων σπουδαίων και τέλειων, μέγεθος εχουσών ή ίσως και άνευ καθόλου μεγέθους ,δόξα και τιμή, κατορθώματα και λάθη, ματαιώσεις και θυσίες, νερό αντί για αίμα, πεπρωμένα, μάχες, έρωτες, συγκρούσεις, συνθέτουν το πολυεστιακό υφάδι της πλοκής.
Επαναλαμβανόμενα οικογενειακά ονόματα, σε μήκος σχεδόν πενήντα χρόνων, στήνουν το δέντρο της αθανασίας, καθώς η κριτική συνήθεια προστάζει να μη χάνεται το αίμα στις διακλαδώσεις των αιώνων, με τη συνέχιση της γενεολογίας.
Το αίμα έχει πυκνή σήμανση στην ιστορία, καθώς και το νερό, ως άλαλος δευτεραγωνιστής, με τη συμβολική του σημειολογία…
Κάθε μάχη για την ανεξαρτησία του νησιού είναι ποτισμένο με το αίμα των προγόνων και οι νέες γενιές τον συνεχίζουν. Άτακτο αίμα. Είναι όλες οι σκιές που συμπράττουν για να δημιουργηθεί μια ιστορία με θυσίες για την ελευθερία, έρωτες, όνειρα, διαψεύσεις, να μελετηθεί η ανθρώπινη ψυχή και να χαραχθεί ο αιώνιος χρόνος της γενεαλογίας του αίματος, όπως τον θέλει η Κρήτη: να νικά τον θάνατο!
Μια οικογενειακή σάγκα είναι το βιβλίο, που καταφέρνει να αναπολήσει την ιστορία τριών γενεών, να αναδείξει με ενάργεια, άκρα ποιητικότητα και αίσθηση του αφηγηματικού χρόνου πλήθος χαρακτήρες και ταυτόχρονα μια ολόκληρη εποχή πενήντα ετών, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, της τελευταίας επανάστασης της Κρήτης.
Ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα που η κάθε φωνή που αφηγείται έχει τα δικά της γνωρίσματα. Ο συγγραφέας έτσι δεν εξιδανικεύει το παρελθόν, αλλά και δεν γράφει καταδικαστικά για το παρόν. Η ζωή η ίδια είναι πάνω από αυτά γοητευτική, μελαγχολική, γλυκιά και πικρή.
Ένα μυθιστόρημα απέριττο, γλυκύτατο, συγκλονιστικό και ουσιαστικό, ένα χαρμόσυνο έργο υπόγειας συγκίνησης, για μια κρίσιμη στιγμή της μαρτυρικής Κρήτης, τη στιγμή εκείνη που, μες στον ζόφο, το τέλμα ταράζεται και γεννιέται ξανά η ελπίδα.
Ένα μυθιστόρημα με μια γλώσσα που εμπνέεται από το κρητικό ιδιόλεκτο του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ου.
Διαβάστε το.
Ο Γιώργος Ν. Παπαδάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1959. Σπούδασε Θεολογία, Φιλοσοφία και Ιστορία της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, απ’ όπου απέκτησε τον τίτλο του Διδάκτορα Φιλοσοφίας. Έχει ειδικευθεί στη μεσαιωνική τέχνη και στην τέχνη της πρώιμης Αναγέννησης. Υπηρετεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από το 1989 και σήμερα είναι Διευθυντής Σχολείου στην Αθήνα. Έργα του: “Ιστορία μιας ανοχύρωτης νιότης”, μυθιστόρημα, Εστία 1994, “Ο Ιούλιος δεν έχει τύψεις”, ποιητική συλλογή, Δωδώνη 1999, “Μικρή ιστορία του φωτός στη θρησκευτική τέχνη του Βυζαντίου και της Δύσης – το φως και το σώμα”, μονογραφία, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2014, “Η πρώιμη Αναγέννηση στην Ιταλική ζωγραφική”, μελέτη, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, 2015. Ο συγγραφέας έγινε γνωστός όχι όταν έβγαλε το πρώτο του βιβλίο, τον “Ταχυδρόμο” το 2018, αλλά δυο χρόνια μετά, όταν πήρε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.