Συγγραφείς του βιβλίου «Μην ενοχλείτε τη Μις Κάλλας» – Εκδόσεις «Ψυχογιός»

Μια μεγάλη αφήγηση της Μαρίας Κάλλας στη γιαγιά του Κατίνα Παξινού, που με τα χρόνια άλλαζε και μετασχηματιζόταν στο μυαλό του Αλέξανδρου Αντωνόπουλου, είναι ο λόγος που πήρε σάρκα και οστά το μυθιστόρημα «Μην ενοχλείτε τη Μις Κάλλας». Το έγραψε σε συνεργασία με τον φίλο και συνεργάτη του Μιχάλη Ρέππα, στη μακρά περίοδο του lock down, καταθέτοντας πραγματικά περιστατικά από τη ζωή της σπουδαίας αυτής Ελληνίδας, μέσα όμως από τα δικά του μάτια. «Αγαπώ καθετί ελληνικό, αλλά ταυτόχρονα το φοβάμαι πολύ», την άκουσε να λέει, προσφέροντάς του το βασικό κορμό της έμπνευσης για το βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα. «Ήμουν τόσο φανατικός θαυμαστής της που και μόνο η παρουσία μου δίπλα της με ηρεμούσε απόλυτα. Η παρουσία της ήταν αρκετή για να ξεχάσω τα πάντα», λέει στο Vivlio-life.


«Το αφήγημα αυτό δεν είναι μια βιογραφία της Κάλλας. Είναι το ημερολόγιο της εικόνας της στο μυαλό μου. Είναι οι προβολές μου πάνω της. Αυτά που κράτησα. Αυτά που είχα ανάγκη να κρατήσω» γράφετε. Μιλήστε μας γι’ αυτήν την ανάγκη…

Ο καθένας στη ζωή του θέλοντας και μη έχει κάποιες προτυπικές εικόνες στο μυαλό του. Εικόνες που δημιουργούνται ποιος ξέρει με ποιο τρόπο. Στο δικό μου μυαλό η εικόνα αυτής της γυναίκας σφηνώθηκε από την πρώτη στιγμή και καθώς αγαπούσα πάρα πολύ τη μουσική έγινα πολύ γρήγορα φανατικός θαυμαστής της. Και είμαι μέχρι σήμερα. Ωστόσο δεν είμαι απολύτως σίγουρος τι είναι αυτό που θαυμάζω. Την ίδια αυτή καθ’ εαυτήν ή την εικόνα που έπλασα στο μυαλό μου;


Και πότε αποφασίσατε να την εκφράσετε συγγραφικά με το Μιχάλη Ρέππα; Μιλήστε μας γι’ αυτή τη συνεργασία.


Ήταν πολύ απλό καθώς είμαστε στενοί φίλοι και συνεργάτες. Τώρα με τον κορωνοϊό και το lock down βρήκαμε μαζί έναν δημιουργικό τρόπο να γεμίσουμε τις άπειρες ελεύθερες ώρες μας.


«Εφόσον δε θέλησε η ίδια να αφήσει πίσω της κάποιο κείμενο, οφείλουμε να τη σεβαστούμε και να σταθούμε στο μόνο που άφησε… Ας μη γράφουμε πια γι’ αυτήν και ας κάνουμε αυτό που ήθελε πάντα. Ας την ακούσουμε να τραγουδά. Αυτό που μας ανήκει είναι η φωνή της. Η ζωή είναι δική της και μόνο δική της. Ας μην ενοχλούμε, λοιπόν, τη Μις Κάλας». Σ’ αυτήν τη σκέψη κρύβεται η έμπνευση του τίτλου σας;


Ακριβώς. Οι άνθρωποι πολλές φορές μπαίνουν στον πειρασμό της αδιακρισίας. Πιστεύω ότι είναι αδύνατον να γνωρίσεις απολύτως ένα διάσημο πρόσωπο. Εδώ είναι αμφίβολο αν γνωρίζεις τους δικούς σου ανθρώπους. Είναι αμφίβολο αν φτάνει μια ζωή για να μάθεις τον εαυτό σου. Πόσο μάλλον μια διασημότητα. Νομίζω ότι πρέπει να στεκόμαστε μόνο στο έργο των καλλιτεχνιών και να αφήσουμε τη ζωή τους για τους ίδιους.


Γράφοντας προσπαθήσατε να γνωρίσετε τη μεγάλη ντίβα. Να την εξερευνήσετε. Όσο προχωρούσε το κείμενο συνειδητοποιήσατε – όπως λέτε – πως δε θα τη γνωρίσετε ποτέ. Ωστόσο, πάντα θα ζει μέσα σας η ανάμνηση εκείνης της πρώτης συνάντησης. Εσείς στα 11 εκείνη στα 35. Πώς ήταν η Μις Κάλλας μέσα από τα μάτια ενός εντεκάχρονου αγοριού;


Στην αρχή τρομακτική και κατόπιν φιλική. Όσο ήταν απόμακρη και απορροφημένη από την πρόβα της την φοβόμουν. Γιατί στ’ αλήθεια ήταν μια σπουδαία Μήδεια και στα μάτια ενός 11χρονου παιδιού τρομακτική. Αλλά όταν μου έδωσε σημασία και μου χάρισε τη σοκολάτα έγινε αυτόματα φίλη μου. Έτσι την έβλεπα εγώ. Γιατί τα παιδάκια έτσι αντιλαμβάνονται τα πράγματα. Απόλυτα. Από φόβητρο έγινε φίλη μου.


«Κατέγραψα με λέξεις την πικρή μελωδία που γέννησαν μέσα μου τα πάθη της. Ναι. Δεν κατέγραψα την Κάλλας. Κατέγραψα εμένα», γράφετε. Μιλήστε γι’ αυτή την πικρή μελωδία, που σας έκανε να βάλετε – όπως λέτε – τον εαυτό σας στο χαρτί.


Σε όποιο πρόσωπο και αν εστιάσεις με ένταση (είτε πραγματικό είτε φανταστικό) στο τέλος συναντάς τον εαυτό σου. Γιατί στη φαντασία σου αναμετριέσαι με τις δυσκολίες που πέρασε. Μπαίνεις στη θέση του. Με δυο λόγια λες : “εγώ σε αυτή την περίπτωση τι θα έκανα;”. Η υπαρξιακή περιπέτεια ενός ανθρώπου στο τέλος είναι η υπαρξιακή περιπέτεια όλων μας.


«Ίσως αν ζούσε, να γελούσε διαβάζοντας αυτό το κείμενο, όπως γέλασε όταν της είπα ότι θέλω να την ακομπανιάρω». Αν σας δινόταν η ευκαιρία, σε ποιο σπουδαίο ρεσιτάλ θα θέλατε να τη συνοδεύσετε παίζοντας πιάνο;


Μα ό,τι και αν μου ζητούσε αυτή θα το έκανα. Ό,τι και αν ήθελε.


Στο βιβλίο σας υπάρχει μία και μοναδική φωτογραφία και βρίσκεται στο οπισθόφυλλο. Αναρωτιέμαι ποια είναι η ιστορία αυτής της φωτογραφίας και πότε σας τη χάρισε η Μαρία Κάλλας.


Είναι πολύ απλή ιστορία. Μου την χάρισε στην Επίδαυρο το ΄61 στις πρόβες της Μήδειας.


Σας χάρισε, όμως και μια λευκή σοκολάτα που ήταν η αιτία να γίνετε λάτρης της όπερας. Λευκή σοκολάτα!!!! Πώς ένιωσε ο μικρός Αλέξανδρος μπαίνοντας σ’ ένα λευκό κόσμο που δε γνώριζε;


Η αλήθεια είναι ότι από μικρός ήμουν λίγο κοιλιόδουλος αλλά χωρίς ποτέ να παχαίνω. Ευτυχώς ήμουν τυχερός με το μεταβολισμό μου. Και φαίνεται ότι και της Κάλλας της άρεσαν οι λιχουδιές (τις οποίες στερείτο για να παραμένει κομψή) γι’ αυτό και με κατάλαβε και μου χάρισε τη σοκολάτα. Αυτή η σοκολάτα ήταν το δόλωμα που με έβαλε στον κόσμο της όπερας.


«Αγαπώ καθετί ελληνικό, αλλά ταυτόχρονα το φοβάμαι πολύ», ακούσατε να λέει η Μαρία Κάλλας στη γιαγιά σας, την Κατίνα Παξινού. Θέλετε να μοιραστείτε αυτή την ανάμνηση της διήγησης με τους φίλους του Vivlio-life;


Αυτή η ανάμνηση είναι καταχωρημένη στο βιβλίο. Και δεν υπάρχει αρκετός χώρος να την επαναλάβω εδώ. Ήταν μια μεγάλη αφήγηση που έγινε και ο βασικός κορμός του βιβλίου. Μια αφήγηση που με τα χρόνια άλλαζε και μετασχηματιζόταν στο μυαλό μου δημιουργώντας ένα μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα που διαβάσατε.


Η Κατίνα Παξινού σας πρόσφερε ένα ταξίδι στο Λονδίνο και εισιτήρια για την Τόσκα του Τζεφιρέλι στο Κόβεντ Γκάρντεν. Πώς νιώσατε όταν η Μαρία Κάλας σας αναγνώρισε στα 17 σας;


Πρώτα απ’ όλα δεν με αναγνώρισε. Εγώ της συστήθηκα. Με όλο το τρακ και την ντροπή της ηλικίας.


Η συνάντηση αυτή ήταν καθοριστική για σας κι έγινε μετά από ένα ατύχημα στο σχολείο που σας στέρησε τα μαθήματα πιάνου. «Δεν πειράζει Αλέξανδρε. Το ότι δε θα γίνεις πιανίστας δε σημαίνει ότι δε θα ασχοληθείς με τη μουσική στη ζωή σου. Αν την αγαπάς θα βρεις τον τρόπο…», σας είπε. Ελάφρυνε λίγο τον πόνο και την απογοήτευσή σας;


Ήμουν τόσο φανατικός θαυμαστής της που και μόνο η παρουσία μου δίπλα της με ηρεμούσε απόλυτα. Η παρουσία της ήταν αρκετή για να ξεχάσω τα πάντα.


«Ο ήρεμος τόνος της φωνής της μου πήρε όλη τη στεναχώρια για τη χαμένη καριέρα του πιανίστα με παρηγόρησε και… μου έβαλε στο μυαλό έναν καινούριο στόχο. Να γίνω ηθοποιός». Επομένως η κορυφαία ελληνίδα υψίφωνος είναι ο λόγος που σας απολαμβάνουμε χρόνια τώρα στο θέατρο και την τηλεόραση;


Ε όχι. Όχι. Ο σπόρος του θεάτρου είχε μπει πολύ νωρίτερα στην ψυχή μου. Ούτε θυμάμαι πότε, γιατί γεννήθηκα και μεγάλωσα στα θεατρικά παρασκήνια λόγω της Παξινού και του Μινωτή. Απλώς αυτό που μου είπε η Κάλλας ήταν ένα ακόμα γερό σπρώξιμο προς αυτό που ήθελε η καρδιά μου. Αφού το όνειρο της μουσικής μου είχε τελειώσει στράφηκα στη νούμερο δυο αγάπη μου. Το θέατρο.


Στο τέλος του βιβλίου θέτετε κάποια ερωτήματα: «Τι την κάνει ανεπανάληπτη; Γιατί δεν την ξεχνάμε;». Απαντήστε στο τελευταίο ερώτημα που απευθύνετε στον εαυτό σας: «Γιατί δεν την ξεχνάω;»


Μα έγραψα ολόκληρο βιβλίο για να βρω απάντηση και απάντηση δεν βρήκα.


Ζήσατε κοντά στην Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή, που αποκαλούσατε παππού, στιγμές που ίσως κανένας άλλος δεν έζησε. Πώς βιώνετε την κληρονομιά των δυο αυτών ονομάτων από τότε μέχρι σήμερα;


Ήταν και καλό και κακό. Καλό γιατί η σχέση μου μαζί τους ήταν ένα ατελείωτο και απολαυστικό σχολείο ζωής και τέχνης αλλά και κακό γιατί όταν κατάγεσαι από τέτοιους μύθους είναι φυσικό και οι γύρω σου και εσύ να κάνουν συγκρίσεις που είναι πολύ άδικες. Ίσως γι’ αυτό στράφηκα στην κωμωδία. Που δεν ήταν ο χώρος τους. Για να αποφύγω τις συγκρίσεις.


Κοντά τους, γνωρίσατε θρυλικούς καλλιτέχνες και μεγάλες προσωπικότητες. Σκεφτήκατε να καταθέσετε στις σελίδες ενός άλλου βιβλίου τα βιώματά σας δίπλα σε κάποιον άλλο χαρακτήρα και ποιο είναι το πρώτο όνομα που σας έρχεται στο μυαλό;


Η Κατίνα Παξινού.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος λόγω της γιαγιάς του Κατίνας Παξινού και του παππού του Αλέξη Μινωτή, είχε την τύχη να γνωρίσει πολλούς θρυλικούς καλλιτέχνες, ξένους και Έλληνες. Ωστόσο, η Κάλλας, για κάποιον περίεργο λόγο, του ενέπνευσε κάτι παραπάνω από θαυμασμό. Είχαν μόνο πέντε σύντομες συναντήσεις∙ σίγουρα ασήμαντες για εκείνη αλλά καθοριστικές για τον μικρό Αλέξανδρο. Την πρώτη φορά που βρέθηκαν μαζί, το 1958, ο Αλέξανδρος ήταν έντεκα ετών και αρχικά αισθάνθηκε απέναντί της φόβο, που εξελίχθηκε σχεδόν αμέσως σε μια ενθουσιώδη φιλία, όταν η Κάλλας τού χάρισε την πρώτη του λευκή σοκολάτα. Χάρη σε αυτή τη λευκή σοκολάτα έγινε λάτρης της όπερας και παραμένει μέχρι σήμερα. Και όχι μόνο της όπερας αλλά και της ίδιας της Κάλλας, που σιγά σιγά αποτυπώθηκε στο μυαλό του ως μια συμβολική εικόνα πάθους και αφοσίωσης στην τέχνη.
Το ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ ΤΗ ΜΙΣ ΚΑΛΛΑΣ είναι η ιστορία αυτής της εικόνας, όπως καταγράφηκε στην παιδική και νεανική ψυχή του Αλέξανδρου∙ μιας εικόνας, που βρίσκεται στον βυθό της μνήμης πια, ωστόσο εκπέμπει ακόμα την αινιγματική της σαγήνη. Ποια ήταν, όμως, η Μαρία Κάλλας;
Πραγματικότητα, φαντασία, εξιδανίκευση και απομυθοποίηση συμπλέκονται και αλλοιώνουν την εύθραυστη ύλη της αλήθειας των γεγονότων, που φαντάζει όλο και πιο απροσπέλαστη. Το μόνο που μας μένει είναι η αλήθεια των αισθημάτων μας.

Βιογραφικό
Ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος είναι ηθοποιός. Γεννήθηκε στο Λος Άντζελες των ΗΠΑ και είναι εγγονός της Κατίνας Παξινού. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία. Τελείωσε τη Δραματική Σχολή Αθηνών. Για δεκαεφτά χρόνια παρουσίαζε το δελτίο ειδήσεων καθώς και ενημερωτικές εκπομπές στην κρατική τηλεόραση. Έχει πάρει μέρος σε πολλές τηλεοπτικές σειρές, σε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες και φυσικά, από το 1972 μέχρι σήμερα, έχει συνεχή παρουσία στο θέατρο (στο Εθνικό και στις περισσότερες αθηναϊκές σκηνές).


O Μιχάλης Ρέππας γεννήθηκε στο Λουτράκι Κορινθίας. Πέρασε στο Μαθηματικό Αθήνας, το οποίο εγκατέλειψε σύντομα, γράφτηκε στη Σχολή Σκηνοθεσίας Σταυράκου, την οποία επίσης εγκατέλειψε. Τελείωσε μόνο τη Σχολή Υποκριτικής του Εθνικού Θεάτρου και από το 1987 συνεργάζεται με τον Θανάση Παπαθανασίου. Έχουν γράψει και σκηνοθετήσει μαζί 2 τηλεοπτικά σίριαλ, 4 ταινίες, 28 πρωτότυπα θεατρικά έργα και 12 διασκευές ξένων έργων. Επίσης έχει γράψει μόνος του ένα βιβλίο που κυκλοφορεί και ακόμη ένα, αδημοσίευτο. Το ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ ΤΗ ΜΙΣ ΚΑΛΛΑΣ, σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Αντωνόπουλο, είναι το τρίτο του βιβλίο.