Συγγραφέας του βιβλίου «Καλντερίμι – 99 χρόνια στη Σαλονίκη» – Εκδόσεις Ψυχογιός

Να, λοιπόν, που τα συγγραφικά βήματα του Γιάννη Καλπούζου τον οδήγησαν για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη. Τη Σαλονίκη μιας άλλης εποχής, με τα καλντερίμια, τις πολυάριθμες φυλές, τη βαβυλωνία των γλωσσών, τα συνταρακτικά γεγονότα που καθόρισαν τη ζωή των κατοίκων της. Όλοι οι ήρωές του «είναι κτισμένοι με υλικά της εποχής εκείνης, από τα αυστηρά ήθη, τις νοοτροπίες, και τις συμπεριφορές, μέχρι την πρόσληψη του κόσμου που είχαν τότε» και η γλώσσα που χρησιμοποίησε όπως πάντα πλημμυρισμένη από “πολύχρωμες” λέξεις. Όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας «Αντλώ από το θησαυροφυλάκιο της λεγόμενης ρωμαίικης γλώσσας, της καθομιλουμένης, αλλά εν μέρει και της καθαρεύουσας, για να χρωματίσω μια εποχή και τις ζωές των μυθοπλαστικών ηρώων, πλάθοντας το δικό μου λογοτεχνικό ύφος. Κάθε φορά πασχίζω να ανακαλύψω νέα εκφραστικά μέσα, νέες μεταφορές, περιγραφές και λεκτικά παιχνιδίσματα ή τεχνάσματα, διατηρώντας ωστόσο το ύφος μου».

  • 99 χρόνια στη Σαλονίκη. Έτσι ονομάζετε την όμορφη πόλη μας στον υπότιτλό σας. Ποια γωνιά της, όμως, είχε τα πιο γραφικά καλντερίμια, που σας οδήγησαν στην επιλογή του τίτλου;
    Παντού υπήρχαν καλντερίμια εκείνη την εποχή, στη Σαμπρί Πασά (Βενιζέλου), στην προκυμαία, στη Λεωφόρο Χαμιντιέ (Εθνικής Αμύνης) και κάτω από τον Φαρδύ Δρόμο (Εγνατίας) και ψηλότερα προς την Απάνω πόλη. Ο τίτλος έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα. Ωσάν οι μυθοπλαστικοί ήρωες να επιβαίνουν σε άμαξα, οι οποία κυλάει πάνω σε καλντερίμι, και τραντάζονται συνεχώς. Έτσι είναι οι ζωές τους περιπετειώδεις, μυστηριώδεις, παραβατικές και με συνεχείς ανατροπές, σε κάθε κεφάλαιο ή και σε κάθε σελίδα του μυθιστορήματος.
  • Ποια σημαντικά γεγονότα κλείσατε μέσα στον κύκλο της ιστορίας σας και πόσο χρόνο αφιερώσατε για το εντυπωσιακό αυτό τελικό αποτέλεσμα;
    Είναι πάμπολλα και συνταρακτικά. Ενδεικτικά αναφέρω: Την απόσπαση της βουλγαρικής εκκλησίας απ’ το Πατριαρχείο και την ίδρυση Εξαρχίας, με αποτέλεσμα να εξαπλωθεί η προπαγάνδα των Βουλγάρων στη Μακεδονία και στη Θράκη. Τη μεγάλη πυρκαγιά του 1890 που καταστρέφει σημαντικό τμήμα της πόλης. Τις βομβιστικές επιθέσεις το 1903 από ομάδα Βουλγάρων στο λιμάνι και σε κτίρια της πόλης. Τον Μακεδονικό Αγώνας που διαρκεί από το 1904 έως το 1908. Το κίνημα των Νεότουρκων το 1908. Την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912. Τη δολοφονία του βασιλιά Γεώργιου τον Μάρτιο του 1913, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο ελληνικός στρατός εκδιώκει, ύστερα από αιματηρές μάχες, το σύνταγμα των Βουλγάρων που είχε εγκατασταθεί στην πόλη. Το 1914 ξεκινά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και μαζί η διαμάχη μεταξύ Βενιζέλου και βασιλιά Κωνσταντίνου εάν η Ελλάδα θα μπει σ’ αυτόν. Το 1916 βομβαρδίζει τη Θεσσαλονίκη το γερμανικό αερόστατο Ζέπελιν. Την ίδια χρονιά παραδίδονται αμαχητί τα οχυρά του Ρούπελ στις Κεντρικές Δυνάμεις, επί της ουσίας στους Βουλγάρους, και αποχωρεί ο ελληνικός στρατός από την Ανατολική Μακεδονία. Το 1916 ξεσπά το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης και ο Βενιζέλος σχηματίζει κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μοιραστεί στα δύο. Το 1918 και το 1919 έχουμε τη φοβερή ισπανική γρίπη, ενώ το 1917 την καταστροφική πυρκαγιά που κατακαίει τα 2/3 της παλιάς Θεσσαλονίκης.
  • Παράσχος. Είναι ο πρώτος ήρωας που γνωρίζουμε. Αγωνιούμε για κείνον από την πρώτη σελίδα, καθώς «δύο άνθρωποι που έχουν απαγάγει την κόρη του, τον απειλούν με μαχαίρι και πιστόλι». Σ’ αυτή τη βάση, προφανώς, χτίσατε την πλοκή σας. Θέλετε να μας πείτε μερικά από τα υλικά που χρησιμοποιήσατε;
    Όλοι οι ήρωες είναι κτισμένοι με υλικά της εποχής εκείνης, από τα αυστηρά ήθη, τις νοοτροπίες, και τις συμπεριφορές, μέχρι την πρόσληψη του κόσμου που είχαν τότε. Οι ζωές τους είναι συνυφασμένες με τα ιστορικά και λοιπά γεγονότα των χρόνων από το 1867 μέχρι το 1919, αν και οι μνήμες τους συμπληρώνουν κύκλο 99 χρόνων, δηλαδή από το 1820. Επιπλέον με το πολυφυλετικό περιβάλλον της πόλης, τη βαβυλωνία των γλωσσών που μιλούσαν οι κάτοικοί της και με την τότε καθημερινή ζωή η οποία αναπλάθεται στο μυθιστόρημα με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια.
  • Παράλληλα με την ιστορία του Παράσχου και της οικογένειάς του, παρακολουθούμε την ιστορία της Θεσσαλονίκης και συμμετέχουμε ως παρατηρητές στην καταγραφή των μεγάλων γεγονότων. Ποιο απ΄ όλα την έχει πληγώσει πιο βαθιά;
    Την πλήγωσε αλλά και της έδωσε τη δυνατότητα να κτιστεί ξανά, να δημιουργηθούν ευθύγραμμοι δρόμοι και πλατείες όπως η Αριστοτέλους, η πυρκαγιά του 1917. Κατ’ εμένα πιο βαθιά την πλήγωσε η εγκατάσταση περίπου διακοσίων πενήντα χιλιάδων ανδρών της Αντάντ τα χρόνια 1915-1918, αλλοιώνοντας τα ήθη. Τότε που όπως γράφω στο βιβλίο: «Ήρθανε βέβηλοι καιροί, πρόστυχοι, βγαλμένοι απ’ τις αφεγγιές των ανθρώπων. Ικανοί να ρίξουν στην κολασμένη τους λάσπη ως και τον Ιώβ ή τον υποψήφιο άγιο μόλις μια δρασκελιά απ’ την πόρτα του Παράδεισου».
  • Στο «Καλντερίμι» αποτυπώνεται στην πραγματική της διάσταση η πολυεθνικότητα της Θεσσαλονίκης. Ποιες εθνικότητες ζούσαν στους μαχαλάδες της, ποιοι υπερτερούσαν αριθμητικά και πόσο καθόρισε αυτή η πολυχρωμία τον πολιτισμό της;
    Η μεγαλύτερη αριθμητικά φυλή ήταν οι Εβραίοι, οι οποίοι είχαν και την πρωτοκαθεδρία στο εμπόριο, δεύτερη οι μουσουλμάνοι, με περίπου τους μισούς να είναι ντονμέδες, δηλαδή εξισλαμισμένοι Εβραίοι, και τρίτη φυλή οι Έλληνες, ενώ υπήρχαν και Ευρωπαίοι, Βούλγαροι, Σέρβοι και άλλοι. Οι συνοικίες της πόλης ήταν χωρισμένες ανά φυλή, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Κάθε φυλή είχε διαφορετικά σχολεία, συντεχνίες, συλλόγους, νοσοκομεία και ασφαλώς χώρους λατρείας. Οι κάτοικοι συνυπήρχαν, αλλά δύσκολα κατάφερναν να ξεπεράσουν την καχυποψία και τις προκαταλήψεις ώστε να αναπτυχθούν σε μεγάλη έκταση φιλικές σχέσεις μεταξύ των αλλοφύλων. Ωστόσο δεν έλειπαν τα πολιτιστικά μπολιάσματα, κυρίως στα τραγούδια. Ασφαλώς το πολυφυλετικό περιβάλλον, σε σχέση με τις ανάγκες της καθημερινής ζωής, άμβλυνε τις αντιθέσεις και ευνοούσε την αποδοχή του «άλλου».
  • Μπορούμε να πούμε πως με κάποιους ταίριαξαν περισσότερο τα «χνώτα» των Σαλονικιών;
    Εκείνο που διαφαίνεται, τουλάχιστον από το 1890 και περισσότερο από το 1900 κι έπειτα, είναι η έντονη διαμάχη με τους Βούλγαρους. Πιο κοντά οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης βρίσκονταν με τους Ευρωπαίους, τους Αρμένιους, οι οποίοι όμως ήταν ολιγάριθμοι, και με τους Αλβανούς. Αρκετοί από τους τελευταίους, βοηθούσης και της θρησκείας, αισθάνονταν με την πρόοδο του χρόνου, Έλληνες.
  • Λέξεις, σκέψεις, περιγραφές, σμιλεμένες με τη σοφία της μεγάλης σας εμπειρίας στη συγγραφή, μας βάζουν σε αναγνωστικά μονοπάτια που οδηγούν στους δικούς σας στοχασμούς για την Ιστορία μας. Προκαλούν και την περιέργειά μας, που μας οδηγεί στην ανεξάντλητη πηγή της ελληνικής γλώσσας. Είναι και για σας ανεξάντλητη ή μήπως είστε από εκείνους τους λίγους και τυχερούς που εξαντλήσατε τον λεκτικό πλούτο της;
    Καταρχάς να πω ότι για μένα λογοτεχνία είναι πρωτίστως η γλώσσα. Η γλώσσα διαφοροποιεί ακόμη και το χιλιοειπωμένο. Γιατί λίγο έως πολύ μέσα στις χιλιετηρίδες που προηγήθηκαν όλα έχουν λεχθεί. Μένει, λοιπόν, η γλώσσα να τα μεταβολίσει, να τα μεταστοιχειώσει, να τα μεταμορφώσει σε κάτι άλλο. Αντλώ από το θησαυροφυλάκιο της λεγόμενης ρωμαίικης γλώσσας, της καθομιλουμένης, αλλά εν μέρει και της καθαρεύουσας, για να χρωματίσω μια εποχή και τις ζωές των μυθοπλαστικών ηρώων, πλάθοντας το δικό μου λογοτεχνικό ύφος. Κάθε φορά πασχίζω να ανακαλύψω νέα εκφραστικά μέσα, νέες μεταφορές, περιγραφές και λεκτικά παιχνιδίσματα ή τεχνάσματα, διατηρώντας ωστόσο το ύφος μου. Με αυτή την έννοια, αλλά και με κάθε άλλη προσέγγιση, η ύφανση της ελληνικής γλώσσας είναι ανεξάντλητη.
  • Η γλωσσική πενία είναι ίδιο χαρακτηριστικό της νέας γενιάς από την οποία, όμως, περιμένουμε πολλά. Έρευνες λένε πως πέντε χιλιάδες λέξεις χρησιμοποιούν πάνω κάτω τα παιδιά του διαδικτύου, τα παιδιά μας δηλαδή. Η ελληνική λογοτεχνία είναι ένα “όπλο” που έχουμε στη διάθεσή μας, ώστε να μεγαλώσουμε και γιατί όχι να πολλαπλασιάσουμε αυτό το θλιβερό νούμερο;
    Η λογοτεχνία είναι όπλο και συνάμα όργανο και μέσο για την αγωγή της ψυχής και του λογισμού. Όμως πρέπει να την αξιοποιεί κανείς. Δυστυχώς στη χώρα μας διαβάζει το 7 με 8%. Εννοώ τους τακτικούς αναγνώστες, όσοι δηλαδή διαβάζουν τουλάχιστον πέντε βιβλία τον χρόνο. Αντιθέτως στις ευρωπαϊκές χώρες η ποσόστωση ανέρχεται στο 20% με 30%. Το κακό ξεκινά από τις προτεραιότητες της πολιτείας, αλλά και της κάθε οικογένειας. Τα παιδιά μαθαίνουν από όσα κάνουμε και από όσα δεν κάνουμε. Άμα δε διαβάζει ο γονιός, δε διαβάζει και το παιδί. Ευτυχώς υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Θλίβομαι με τη λεξιπενία, καθώς και με την κακοποίηση της γλώσσας μας από πολίτες, Μ.Μ.Ε. και εκπροσώπους της πολιτείας και διαφόρων δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, η οποία έχει τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορία, και αν σκεφτεί κανείς και τα χρόνια ωσότου διαμορφωθεί θα φτάσει στα επτά και οκτώ χιλιάδες. Έχουμε ευθύνη να την προστατέψουμε. Ξενόφερτες λέξεις μπήκαν στο καθημερινό λεξιλόγιο χωρίς καμιά ανάγκη: 80 plus, αντί ογδόντα συν, super, ok και πόσα άλλα χειρότερα. Βομβαρδισμός ξενικών εκφράσεων χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, όπως όροι που έχουν σχέση με νέα τεχνολογικά ή επιστημονικά πεδία.
  • Και σ’ αυτό το μυθιστόρημα τόσο οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις όσο και οι διάλογοι και οι ιδιομορφίες τους είναι καλοί συνοδοιπόροι μας στην ανάγνωση. Ποια ήταν όμως τα βασικά στοιχεία της λαλιάς των Ρωμιών εκείνης της εποχής;
    Ο μέγας Τσέχωφ έμαθε σε εμάς τους νεότερους συγγραφείς ότι δε μεταφέρουμε αυτούσιο στη γραφή τον προφορικό λόγο. Η τέχνη μας είναι να «εξαπατούμε» δημιουργικά τον αναγνώστη. Να φαντάζει η γλώσσα που χειριζόμαστε με την ντοπιολαλιά κάθε εποχής ή να πείθει ότι εκφέρεται στους διαλόγους από τον εκάστοτε μυθοπλαστικό ήρωα. Η γλώσσα των Ελλήνων Θεσσαλονικέων ήταν αυτή που μας μετέφερε ο Γεώργιος Παπουλιάς στο βιβλίο του «Τα δύο γραΐδια της Θεσσαλονίκης», έκδοση 1885, από το οποίο ενέταξα ένα μικρό απόσπασμα στο «καλντερίμι». Το παραθέτω, διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτοτύπου, και για τους αναγνώστες σας: «Κόρ’ δε μοι λες; Τι μπόι έριξι η ανιψιάς; Να μην αβασκαθεί! Κόρ’ σα φουράδαγίνκιν!» ανέγνωσε δυνατά απ’ το σημείο που βρισκόταν και πρόσθεσε με την ντοπιολαλιά των Ελλήνων της Σαλονίκης: «Μπα, μπα! Ή ιγώ η χουντρουκέφαλ’ παράκατσα ή εσύ τέλεψες νουρίς. Καλούς ήρθεις! Τι χρυσός κι προυκουμένος νιος, όμουρφους κι λιβέντ’ς, όλ’ τη μέρα πουδάρ’ δε σταυρών’ς. Σ’ αξίζ’ ζ’ναρ’ απού δέκα πήχεις…» Να σημειώσω ότι το ζ’ναρ’ είναι το ζωνάρι. Φανταστείτε να έγραφα όλο το μυθιστόρημα σε αυτή τη γλώσσα… Να προσθέσω και ότι τα «με είπε» «τον είπα», «με έκανε» και ούτω καθεξής, προϋπήρχαν της έλευσης των προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Άλλωστε είναι δείγματα της ρωμαίικης γλώσσας και ορισμένα τα συναντούμε και στα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.
  • Είναι η πρώτη φορά που η όμορφη Θεσσαλονίκη μας, η Σαλονίκη σας, γίνεται επίκεντρο και πρωταγωνίστρια ενός μυθιστορήματός σας;
    Είναι η πρώτη φορά. Σε άλλα μου βιβλία έκανα μόνο μικρές αναφορές. Ωστόσο ελπίζω να μην είναι η τελευταία. Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι στα αφηγηματικά μέρη στο «καλντερίμι» η πόλη αναφέρεται πάντα ως Θεσσαλονίκη, πλην της περίπτωσης του προαναφερθέντος αποσπάσματος που μιλά για την ντοπιολαλιά, ενώ ως Σαλονίκη αναφέρεται μόνο στους διαλόγους ή σε επιστολές και στον υπότιτλο. Επιτρέψτε μου να παραθέσω και τους στίχους που έγραψα με αφορμή το «καλντερίμι-99 χρόνια στη Σαλονίκη». Τους μελοποίησε ο Χριστόφορος Γερμενής και τους τραγούδησε η Γλυκερία. Αναμένεται να κυκλοφορήσει το τραγούδι περί τα μέσα Ιουνίου. Εν πολλοίς, πέρα από τις αναφορές στη Θεσσαλονίκη, οι στίχοι αποδίδουν τον χαρακτήρα και τη ζωή του Παράσχου:

Στ’ αχνάρια πάτησα και στις πληγές της Σαλονίκης
με του κορμιού τη δίψα να’ ναι κούφιος οδηγός
καράβι να ‘μαι στεριανό στη Λεωφόρο Νίκης
και στον Βαρδάρη μια σκιά, στην Μπάρα ναυαγός
………………..
Θα σ’ αγαπώ, μου είπες και φουρτούνιασε το αίμα
θα σ’ αγαπώ, μέχρι να σωπάσουν τα πουλιά
κι εγώ το πίστεψα κι ας ήξερα πως ήταν ψέμα
το λίγο να γεμίσει τα πολλά μου τα κενά
……………….
Εμένα μ’ έδεσε η φτώχεια σαν την αλυσίδα
φρουρός ακοίμητος, αφέντης και κατακτητής
απέναντί της ύψωσα του χρήματος τη λίγδα
μα κάπου έφεγγε και το καντήλι της ψυχής
………………
Θα σ’ αγαπώ, μου είπες και φουρτούνιασε το αίμα
θα σ’ αγαπώ, μέχρι να σωπάσουν τα πουλιά
κι εγώ το πίστεψα κι ας ήξερα πως ήταν ψέμα
το λίγο να γεμίσει τα πολλά μου τα κενά
………………
Το καλντερίμι
της ζωής μου στοιβάζει
λάσπες κι ασήμι
πυρετό και αγιάζι
Στον ήλιο γνέφω
δίχως χθες δίχως μέλλον
στα πόδια πέφτω
σεβνταλήδων αγγέλων
……………………
Θα σ’ αγαπώ, μου είπες και φουρτούνιασε το αίμα
θα σ’ αγαπώ, μέχρι να σωπάσουν τα πουλιά
κι εγώ το πίστεψα κι ας ήξερα πως ήταν ψέμα
το λίγο να γεμίσει τα πολλά μου τα κενά

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Δύο άγνωστοι απειλούν με μαχαίρι και πιστόλι τον Παράσχο. Απαιτούν να γράψει στον Κλεάνθη να ελευθερώσει τον Ασάν Τάνο. Σύντομα ανακαλύπτει ότι έχουν απαγάγει την κόρη του. Σε παράλληλο χρόνο ο παππούς Αντίπας ζει με την ανάμνηση της αινιγματικής Ρωξάνης. Παππού, γιο κι εγγονό, μα και τους δευτεραγωνιστές, τους κατευθύνει ο εκάστοτε ακοίμητος σπόρος που φυτεύεται εντός τους. Οι τόσο διαφορετικές και αλληλοπλεκόμενες ζωές τους είναι ήσυχες, περιπετειώδεις, θυελλώδεις ή παραβατικές. Ακολουθούν το τρελό αίμα κι ό,τι θαρρούν οδηγό προς την ευτυχία. Διακατέχονται ή όχι από πατριωτικά αισθήματα και ακροβατούν στο σκοινί της συνύπαρξης με τους αλλοεθνείς. Χορεύουν όπως καθορίζουν τον ρυθμό οι γυναίκες –σύζυγοι, ερωμένες, μητέρες, κόρες, αδελφές– πλούσιες, υπηρέτριες, πόρνες, υποτακτικές, επαναστάτριες, θύτριες και θύματα. Σμίγουν με νταήδες, τυχοδιώκτες, αδελφικούς φίλους και καταχθόνιους εχθρούς, ενώ στο προσκήνιο εναλλάσσονται συμμορίες, χοροεσπερίδες, καφέ σαντάν, χαμαιτυπεία, βομβιστικές επιθέσεις, ο Μακεδονικός Αγώνας, το κίνημα της Εθνικής Αμύνης, ο εθνικός διχασμός, πυρκαγιές, δολοφονίες, ίντριγκες, πρόσφυγες… Κι όλα έχουν ως φόντο τη βαβυλωνία φυλών και γλωσσών κι εν γένει τη συνταρακτική ιστορία της Θεσσαλονίκης από το 1867 μέχρι το 1919. Ωστόσο οι μνήμες συμπληρώνουν κύκλο ενενήντα εννέα χρόνων. Πότε βλέπουν τ’ αστέρια να σπιθίζουν, πότε τραντάζονται στο καλντερίμι της ζωής, πότε ξεσαλώνουν στο ασκηταριό των διαβόλων και πότε φλέγονται στο καμίνι της εκδίκησης, της προδοσίας, των ηθών, της απώλειας, του μίσους, των εθνικισμών, του χρήματος και του έρωτα.

Βιογραφικό
Ο Γιάννης Καλπούζος γεννήθηκε το 1960 στο χωριό Μελάτες της Άρτας. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: ΙΜΑΡΕΤ, το οποίο τιμήθηκε το 2009 με το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και έχει μεταφραστεί στα πολωνικά, στα τουρκικά, στα αραβικά, στα αγγλικά και στα αλβανικά, ΣΑΟΣ, ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ, ΟΥΡΑΝΟΠΕΤΡΑ, Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΩ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΣΟΥ, ΡΑΓΙΑΣ, ΣΕΡΡΑ, το οποίο τιμήθηκε με το Πρώτο Βραβείο Μυθιστορήματος Μικρασιατικού Περιεχομένου για τα έτη 2016-2018 και έχει μεταφραστεί στα αλβανικά, ΓΙΝΑΤΙ και ΕΡΑΝ, τα οποία τιμήθηκαν με το Βραβείο Βιβλιοπωλείων Public 2019 και 2021 αντίστοιχα. Το ΙΜΑΡΕΤ κυκλοφορεί διασκευασμένο σε εφηβικό μυθιστόρημα, με εικονογράφηση του σκηνογράφου Αντώνη Χαλκιά. Επίσης έχει γράψει ποιητικές συλλογές, οι οποίες εμπεριέχονται στον τόμο ΠΟΙΗΣΗ 2000-2017, στίχους για 80 τραγούδια και τη συλλογή διηγημάτων ΚΑΠΟΙΟΙ ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΝ ΠΟΤΕ.