Συγγραφέας του βιβλίου «Το πανδοχείο» – «Εκδόσεις Μίνωας»

Ένας Ιταλός φιλειρηνιστής, με καταγωγή από την ελληνόφωνη Καλαβρία και μία Ελληνίδα νεαρή αγαπιούνται στην κατοχική Αθήνα, μια μαύρη περίοδο, κατά την οποία πολλοί είναι εκείνοι που τάσσονται στο πλευρό του κατακτητή. Η συγγραφική έμπνευση της Δέσποινας Χατζή, μας ταξιδεύει στην ελληνόφωνη περιοχή της Καλαβρίας, όπου το ζευγάρι δημιουργεί μετά το τέλος του πολέμου το πανδοχείο «Magna Grecia». Η ηρωίδα της αποφασίζει να περάσει το γέρμα της ζωής της σ’ αυτό το γραφικό πανδοχείο, παρέα με συνομήλικούς της. «Ένα ετερόκλητο σύνολο με προσωπικότητες αντίθετες μεταξύ τους». Όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας, η πρωταγωνίστριά της προσδοκά «μια ευχάριστη συγκατοίκηση όπου το «εγώ» θα συμπορεύεται αρμονικά και θα αποκτά πρόσθετη αξία μέσα από το «εμείς».

H ιστορία σας ξεκινάει το 1941. Οι Γερμανοί κατακτητές από τη μια και από την άλλη οι Έλληνες που με προθυμία τάχθηκαν στο πλευρό τους, όπως τα αδέρφια Αριστείδης και Ανδρέας Ιωακειμίδης. Τι κρύβεται πίσω από τη λέξη «προθυμία»;
Η προθυμία τους αφορά την ιδεολογία τους η οποία ταυτίζεται με των κατακτητών.

Ο μικρός τους αδερφός ο Φωκάς και τρεις γυναίκες της οικογένειας δεν τους ακολουθούν. Το αντίθετο μάλιστα. «Αντιστέκονται στην πρόκληση και δρουν με απόλυτη μυστικότητα» όπως λέτε. Μιλήστε μας γι’ αυτούς τους επινοημένους ήρωες.
Πρόκειται για τέσσερα μέλη της οικογένειας Ιωακειμίδη, που έχουν κοινό στόχο την αντίσταση απέναντι στους κατακτητές. Μέσω της μυθιστορίας γράφουν τις δικές τους ηρωικές σελίδες, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.


Το 1946, βλέπουμε την Αντονέλλα – κόρη του Αριστείδη- να ακολουθεί στον Ιταλικό Νότο το σύζυγό της, Αναστάζιο Αντριότι. Έχει ενδιαφέρον να μας μιλήσετε για τον χαρακτήρα του Ιταλού και πώς συναντήθηκαν τα βήματά του με εκείνα της πρωταγωνίστριάς σας.
Τα βήματά τους συναντήθηκαν στην κατοχική Αθήνα. Ο Αναστάζιο Αντριότι με καταγωγή από την ελληνόφωνη Καλαβρία είναι ένας φιλειρηνιστής νέος που απεύχεται τον πόλεμο και την όποια εκδήλωση βίας.


Δώστε μας μια εικόνα από την Ορεινή Μπόβα, αλλά και τη ζωή στην Καλαβρία όπως τη γεύτηκε η ηρωίδα σας.
Πρόκειται για μια ειδυλλιακή ύπαιθρο, όπου η κάθε γωνιά της είναι εμποτισμένη με προαιώνιες μνήμες και ένδοξη ιστορία. Ωστόσο, η Αντονέλλα ήρθε αντιμέτωπη μ’ έναν τόπο που είχε υποστεί μια πολύπλευρη αποσύνθεση. Η φτώχεια μάστιζε κάθε σπίτι, κάθε νοικοκυριό και οι κάτοικοι αργοπέθαιναν χτυπημένοι από την ανεργία και την μετανάστευση.


Πώς υποδέχθηκαν μια Ελληνίδα οι ελληνόφωνοι κάτοικοί της; Είναι γνωστό, πως αιώνες τώρα, προσπαθούν να κρατήσουν την ελληνική τους ταυτότητα και να διατηρήσουν τη γλώσσα και τα έθιμα των αρχαίων Ελλήνων.
Η φράση των γκρεκάνων: «Είσαι γκρίκο; Έλα στο σπίτι μου να μπει ο ήλιος!» είναι η πλέον αντιπροσωπευτική για να περιγράψουμε τον τρόπο που την υποδέχτηκαν, αλλά και τα αισθήματά τους για τους Έλληνες.


Μεγάλη Ελλάδα (MagnaGrecia): Αρχαίες ελληνικές αποικίες στη Σικελία και τη Νότια Ιταλία. Πόσο ενδιαφέρουσα ήταν για σας, η γνωριμία με τους απογόνους εκείνων που έζησαν στις ελληνικές αποικίες;
Ενδιαφέρουσα και συγκινητική συνάμα, καθώς αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι της αλλοτινής Μεγάλης Ελλάδας, μου εκχώρησαν το προνόμιο της φιλοξενίας, της ξενάγησης και της αφήγησης γεγονότων, κάτι που δεν μας εκχωρείται συχνά.


Magna Grecia είναι και το όνομα που δίνουν η Αντονέλα και ο Αναστάζιο στο πανδοχείο τους. Μπορείτε να μας το περιγράψετε; Είχατε δει κάποια εικόνα, ή είναι η μυθοπλασία εκείνη που δημιούργησε αυτό το φιλόξενο πανδοχείο;
Στην ελληνόφωνη περιοχή της Καλαβρίας, για την ακρίβεια στην πόλη του Ρηγίου, έπεσα πάνω σ’ ένα παλιό, εγκαταλειμμένο κτίριο που όπως με πληροφόρησαν επρόκειτο για ένα παλιό πανδοχείο. Το πανδοχείο αυτό το συμπεριέλαβα στη μυθιστορία αλλάζοντας την επωνυμία του.


«…Αποφασίζει να περάσει το γέρμα της ζωής της στο πανδοχείο με μια παρέα συνομηλίκων της». Τι είναι εκείνο που οδηγεί την ηρωίδα σας σ’ αυτήν την απόφαση;
Η Αντονέλλα, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι το πανδοχείο θα είναι το αραξοβόλι των γηρατειών της, αποφασίζει να πραγματοποιήσει το τελευταίο προσωπικό της όραμα: να περάσει το γέρμα της ζωής της στο πανδοχείο της με μια παρέα συνομήλικων της, προσδοκώντας μια ευχάριστη συγκατοίκηση όπου το «εγώ» θα συμπορεύεται αρμονικά και θα αποκτά πρόσθετη αξία μέσα από το «εμείς».


«Οι ζωές τους γίνονται μέρος της δικής της ζωής και οι ξεχωριστές ιστορίες όλων μπλέκονται σε μια ασίγαστη επιθυμία για λύτρωση». Ποια είναι τα βασικά πρόσωπα που η έμπνευσή σας τοποθέτησε δίπλα στην πρωταγωνίστριά σας;
Δεν θα μακρηγορήσω αναφέροντας ονόματα και ιδιότητες. Θα πω μόνο ότι οι συγκάτοικοι της Αντονέλλας είναι ένα ετερόκλητο σύνολο με προσωπικότητες αντίθετες μεταξύ τους, τις οποίες εκείνη όμως τις βλέπει συμπληρωματικές, χωρίς να τους προσδίδει εξαρχής αρνητικό πρόσημο.


Αφήνοντας πίσω «Το Πανδοχείο» που σας «φιλοξένησε» αλλά και όλους αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους του ιταλικού Νότου πώς νιώσατε; Σας λείπει η ορεινή Μπόβα και η ειδυλλιακή ύπαιθρός της;
Είναι γεγονός ότι νιώθω νοσταλγία για την ελληνόφωνη περιοχή της Καλαβρίας, για τους υπέροχους ανθρώπους της, αλλά και για όλο τον ιταλικό Νότο με τον οποίο μας συνδέει μια κοινή πολιτισμική καταγωγή.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Αθήνα, 1941. Ο δικηγόρος Αριστείδης Ιωακειμίδης και ο αδελφός του Ανδρέας τάσσονται με δουλική προθυμία στο πλευρό των Γερμανών κατακτητών. Στον αντίποδα, ο μικρότερος αδελφός τους, Φωκάς, και τρεις γυναίκες της οικογένειας αντιστέκονται δρώντας με απόλυτη μυστικότητα. Η οικογενειακή ισορροπία διαταράσσεται από εχθρότητες, πάθη και ασίγαστους έρωτες.
Ορεινή Μπόβα, Καλαβρία, 1946. Η κόρη του Αριστείδη Ιωακειμίδη, Αντονέλλα, θέλοντας να ξεφύγει από το βάρος που νιώθει για τη στάση του πατέρα της, εγκαταλείπει οριστικά την Ελλάδα ακολουθώντας τον σύζυγό της Αναστάζιο Αντριότι στην πατρίδα του, την Κάτω Ιταλία.
Η ελληνόφωνη Καλαβρία την καλοδέχεται. Η νεαρή κοπέλα γοη¬τεύεται από την ειδυλλιακή ύπαιθρο, τους ανθρώπους της, τις μνήμες τους, αλλά και την ιστορία της αλλοτινής Μεγάλης Ελλάδας. Ωστόσο, το ζευγάρι έρχεται αντιμέτωπο με τις πληγές που άφησε η αγριότητα του Μουσολίνι: την απόλυτη φτώχεια, ανεργία, μετανάστευση, κοινωνική αδικία. Εργαζόμενοι σκληρά, το 1960 αποκτούν το πανδοχείο «Magna Grecia», ανακουφίζοντας εν μέρει την κακοπαθημένη ζωή τους.
Ρήγιο, Καλαβρία, 1995. Πρωτοπόρα και δυναμική, η Αντονέλλα αποφασίζει να περάσει το γέρμα της ζωής της στο πανδοχείο με μια παρέα συνομηλίκων της. Οι ζωές τους γίνονται μέρος της δικής της ζωής και οι ξεχωριστές ιστορίες όλων μπλέκονται σε μια ασίγαστη επιθυμία για λύτρωση.
Ένα μυθιστόρημα δυνατών συγκινήσεων για τις ολέθριες συνέπειες του πολέμου, εμπνευσμένο από τη μακραίωνη ιστορία και τη σαγήνη του ιταλικού Νότου.

Βιογραφικό
Η Δέσποινα Χατζή γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, εκπαιδεύτηκε στα κέντρα Αιμοδοσίας των Νοσοκομείων Γ.Ν.Α. «Λαϊκό» και Παίδων «Αγία Σοφία» και εξειδικεύτηκε στον ιολογικό έλεγχο. Εργάστηκε στην Αιμοδοσία του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία» και στην Αιμοδοσία του Γ.Α.Ο.Ν.Α. «Άγιος Σάββας». Συμμετείχε σε ιατρικά συνέδρια, επιμορφωτικά προγράμματα ιατρικών εργαστηρίων και εκπαιδευτικές ημερίδες. Το 2012 συνταξιοδοτήθηκε.
Παράλληλα, ασχολήθηκε με εναλλακτικές θεραπείες, ρεφλεξολογία και ρέικι, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σήμερα εργάζεται εθελοντικά στους Γιατρούς του Κόσμου. Μιλάει αγγλικά και ιταλικά. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.
Έργα της ίδιας: «Μοιρογιασεμόλαδο» (μυθιστόρημα, 2002), Ζωή σαν κρύσταλλο (μυθιστόρημα, 2009), «Ο Λαέρτης και το μολύβι του σε ρυθμούς τανγκό» (νουβέλα, 2011). Από τις εκδόσεις Μίνωας έχουν εκδοθεί τα βιβλία της «Έρωτας μαΐστρος» (μυθιστόρημα, 2014), «Σμαρώ-Από τον Βόσπορο στον Σηκουάνα» (μυθιστόρημα, 2017), «Οι Αλεξανδρινές, Η ζωή στη Νειλοχώρα» (μυθιστόρημα, 2019).