Διήγημα: «Άλλαξα…» της Ιουλίας Ιωάννου
Ο χρόνος κυλάει πάντα υπέρ μας τελικά, απαλύνει τις πληγές, διορθώνει τα λάθη, μειώνει τις πιθανότητες να τα επαναλάβεις…
Είδα τις μελανιές να υποχωρούν, από τον πρώτο κιόλας μήνα, τους μαύρους κύκλους να αλλάζουν σιγά – σιγά χρώμα, σχήμα, μέγεθος…
Οι εξωτερικές πληγές κάποτε εξαλείφονται, δεν καταλαβαίνει πια κανείς τίποτα από το τι πραγματικά συνέβη ένα χρόνο πριν, όμως μέσα από το περιτύλιγμα; Οι εσωτερικές τρύπες στην καρδιά κλείνουν άραγε ποτέ; Τις εικόνες που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στα μύχια της ψυχής μου θα τις βγάλω ποτέ από μέσα μου, όσο κι αν αλλάξω;
Κλείνω τα μάτια και συνεχίζω να τον βλέπω να πλησιάζει, να νιώθω τη βρομερή ανάσα του πάνω από το σκυμμένο από τον τρόμο κεφάλι μου. Τα πάντα γύρω μου καλύπτονται από την παρουσία του, κι εκεί που λέω πως αυτή θα είναι η τελευταία φορά, σκύβω και πάλι το κεφάλι και υπομένω το μαρτύριό μου.
Η ζώνη του παντελονιού του χαράζει στο δέρμα μου βαθιές χαρακιές, οι τούφες των μαλλιών μου ξεριζώνονται στα ατσάλινα χέρια του, η ανάσα μου βγαίνει με δυσκολία, διπλώνομαι στα δύο, στην τόσο γνώριμη εμβρυική μου στάση.
Γιατί συμβαίνει αυτό, γιατί συνεχίζω να το υπομένω, πώς γίνεται να αντέχω και δεν δίνω ένα τέλος στο βασανιστήριο αυτό;
Μετά θυμάμαι τη μέρα της φυγής μου, την μεγάλη απόφαση που τόλμησα και πήρα, τη σωτήρια για μένα πτώση του στη σκάλα, το τέλος που έγραψε μόνος του χωρίς καν να το καταλάβει.
Και όλα αυτά εξαιτίας της παρανοϊκής ζήλιας του, ενός πάθους που ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις και κατέληξε σε μια άρρωστη σχέση, γιατί δεν άντεχε να διανοηθεί ότι υπήρχε περίπτωση κάποιος άλλος να ρίξει έστω και μια ματιά στο δικό του απόκτημα.
Κι εγώ, ένα άβουλο πλάσμα χωρίς πρωτοβουλίες, χωρίς κρίση, χωρίς τη δυνατότητα να ξεφύγει από τη φυλακή του, γιατί βάφτιζα υπέρμετρη αγάπη την κτητικότητά του, γιατί νόμιζα φυσιολογική την εξέλιξη της συμπεριφοράς του.
Ώσπου έφτασε η μέρα που σήκωσε για πρώτη φορά χέρι πάνω μου. Η μέρα που χάθηκε ο δικός μου εγωισμός, οι δικές μου ανάγκες, τα δικά μου θέλω κάτω από το βάρος του δικού του χεριού που κατέληξε στο τρομαγμένο πρόσωπό μου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη μέρα, γιατί εγώ επέτρεψα να υπάρξει και συνέχεια, τον άφησα να καταδυναστεύει την ύπαρξή μου, να ορίζει αυτός όπως ήθελε το κορμί μου, το μυαλό μου.
Δύο χρόνια υπέμενα, μέρα και νύχτα υπέφερα, δεν μιλούσα σε κανέναν, δεν έβγαλα ποτέ λέξη, δεν τόλμησα να υψώσω το ανάστημά μου. Εκείνος ήταν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, κρατούσε τα ηνία και της δικής μου ζωής, έσερνα τα βήματά μου πίσω από το δικό του βαρύ ίσκιο.
Γιατί άραγε τα ανέχτηκα όλα όσα με ανάγκασε να περάσω; Γιατί δεν βρήκα νωρίτερα τη δύναμη να ξεφύγω από τη βία και τον εξευτελισμό; Ήταν αγάπη αυτό που μας ένωσε, αυτό που μας κρατούσε σ’ αυτή την παρωδία που ζούσαμε; Εκείνος άραγε το αντιλαμβανόταν ότι αυτό που έκανε δεν ήταν φυσιολογικό, ότι ήταν απάνθρωπο;
Αμείλικτα ερωτήματα θέτω τώρα πια στον εαυτό μου, μα απάντηση δεν παίρνω.
Τι νόημα έχει άλλωστε, εγώ άλλαξα πια, δεν έχω καμία σχέση με κείνη τη γυναίκα, με εκείνο το άβουλο πλάσμα που υπήρξα στα χέρια του.
Κατάφερα να ξεφύγω, να πάρω τη ζωή στα χέρια μου, να πω όχι στη βία, όχι σε οτιδήποτε μπορεί να καταστρέψει ξανά την ηρεμία που βρήκε η ψυχή μου, μέσα από την πορεία της αυτογνωσίας, της αναζήτησης του εαυτού μου.
Τώρα πια ξέρω πώς είναι να αγαπάς πραγματικά, γιατί μόνο τώρα αγαπώ εμένα και είμαι δυνατή να αφήσω ελεύθερο χώρο ώστε να καταφέρω κάποτε να αγαπήσω ίσως και κάποιον άλλο.
Και το μόνο που θέλω πια είναι να δώσω ένα μήνυμα ελπίδας σε όλες τις υπάρξεις που υποφέρουν, σε όλες εκείνες τις γυναίκες που πιστεύουν ότι δεν έχουν τη δύναμη να αντιδράσουν.
Η δύναμη βρίσκεται μέσα μας, μόνο εμείς μπορούμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας, αγαπώντας τον, μόνο αν δεχτούμε πως δεν είμαστε διατεθειμένες να αφήσουμε κανέναν να ισοπεδώσει τα θέλω μας, να κατακρεουργήσει την ψυχή μας.
Μπορούμε να αλλάξουμε, μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα φτάνει να το θέλουμε πραγματικά, αρκεί να πιστέψουμε πως η δύναμή μας είναι τέτοια που μπορεί να υπερπηδήσει όλα τα εμπόδια που θα υψωθούν στο δρόμο μας.
Και τα φαντάσματα του παρελθόντος μπορούμε να τα θάψουμε βαθιά μέσα μας και να μην τους επιτρέπουμε ξανά την έξοδό τους στο φως της ζωής μας.
Και όσες φορές κι αν τύχει και πέσουμε, πάλι μόνοι μας θα σηκωθούμε γιατί έχουμε τη δύναμη να το κάνουμε, γιατί μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα, αρκεί να το πιστέψουμε, αρκεί να το θέλουμε πραγματικά!
* Η Ιουλία Ιωάννου γεννήθηκε στο Αγρίνιο και σπούδασε Οπτικός στην Αθήνα. Εργάστηκε για εννέα χρόνια σε κατάστημα οπτικών ειδών στην πόλη της, αλλά το ανήσυχο πνεύμα της την οδήγησε στο να αναζητήσει ενδιαφέροντα έξω από τον περιορισμένο χώρο ενός καταστήματος. Μετά από διάφορες επαγγελματικές αναζητήσεις, κατέληξε να ασχοληθεί με τη διαφήμιση και τις δημόσιες σχέσεις για δεκατρία χρόνια. Τα τελευταία δύο χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με την προσωπική της ιστοσελίδα agrinio-life, με συνεντεύξεις και παρουσιάσεις προσώπων και πολιτιστικών θεμάτων, βιβλίων και εκδηλώσεων. Είναι παντρεμένη με τον αθλητικογράφο Χρήστο Στούμπο και έχουν δύο κόρες και ένα γιο, που της δίνουν τη δύναμη να συνεχίζει και να ονειρεύεται.