Κοίταξε για άλλη μια φορά μέσα από τις γρίλιες το ολόγιομο φεγγάρι και με μια αποφασιστική κίνηση άνοιξε διάπλατα το σφραγισμένο παράθυρο. Πέντε χρόνια τώρα κάθε τέτοια νύχτα στεκόταν αμίλητη και έψαχνε με το βλέμμα τον ουρανό για ένα σημάδι, ένα μήνυμα ότι κάτι θα αλλάξει στη μίζερη και μοναχική ζωή της. Η μόνη της συντροφιά ήταν το τσιγάρο, η προέκταση του χεριού της από εκείνη τη μοιραία μέρα που ξύπνησε και ένιωσε πως το κακό πλησίαζε με απειλητικές διαθέσεις τη δική της πόρτα.
Τι νόημα είχε πια να φέρει στο νου ξανά και ξανά όλο το σκηνικό του θανάτου, όλα τα χρόνια που άφησαν ανεξίτηλα πάνω στο σώμα μα κυρίως στη ψυχή της τα μαύρα τους σημάδια, τα σημάδια της εγκατάλειψης;
Με μια δύναμη που και η ίδια αγνοούσε την ύπαρξή της, από πού πήγαζε, βγήκε στο δρόμο και άρχισε να περπατάει μέσα στη νύχτα, με μόνο οδηγό το φως του φεγγαριού, που οδηγούσε τα βήματά της στον τόσο γνώριμο και χιλιοπερπατημένο δρόμο. Ούτε που κατάλαβε πότε έφτασε στη μεγάλη σιδερένια πόρτα που έστεκε ερμητικά κλειστή μέχρι την επόμενη μέρα, που θα άνοιγε και πάλι για να υποδεχτεί τους μικρούς μαθητές, που θα γέμιζαν με τις παιδικές φωνές τους όλο το χώρο.
Σαν υπνωτισμένη ακούμπησε τα μαύρα κάγκελα και μια ηλεκτρική εκκένωση διαπέρασε το κορμί της, σαν μια αστραπή ένιωσε να φωτίζεται γύρω της το δολοφονικό σκηνικό, είδε και πάλι ολοζώντανο μπροστά της το άψυχο κορμάκι που καταπλάκωσε το βαρύ σίδερο, που έκοψε τόσο απότομα, τόσο άδικα το νήμα της ζωής του.
Ήθελε να ουρλιάξει σαν αγρίμι, να βγάλει από μέσα της όλο τον πόνο, όλη τη βουβαμάρα τόσων χρόνων, όλο το δάκρυ που κρατούσε καλά κρυμμένο μέσα στα βλέφαρά της.
Όμως για άλλη μια φορά δεν κατάφερε να βγάλει μιλιά, ούτε λέξη, ούτε δάκρυ, μόνο απόγνωση και ένα ασήκωτο φορτίο να την ρημάζει, να τη σέρνει στο χώμα.
Δυο παιδικά ματάκια γεμάτα ανυπομονησία για το πρώτο κουδούνι που περίμενε με λαχτάρα να χτυπήσει για την πρώτη του μέρα στο σχολείο, δεν έλεγαν να κλείσουν εκείνο το βράδυ. Με κολλημένο από ώρα το μουτράκι του πάνω στο κρύο τζάμι κοίταζε τον φωτεινό από το ολόγιομο φεγγάρι ουρανό και έψαχνε να δει το μικρό αστεράκι που τον καληνύχτιζε κάθε βράδυ.
Όμως, το φως του φεγγαριού το εμπόδιζε να δείξει το δικό του αχνό φωτάκι στα γεμάτα απορία ματάκια που το έψαχναν εδώ και πολύ ώρα.
Είδε τη μαυροφορεμένη φιγούρα να ξεπροβάλει σαν φάντασμα από το απέναντι σπίτι και ένιωσε μια ανατριχίλα να διαπερνάει το μικροσκοπικό του κορμάκι. Ήξερε, όπως όλοι στο χωριό, ότι η «μουγκή» πήγαινε για άλλη μια φορά στον τόπο της τραγωδίας, που τόσες φορές είχε ακούσει τους μεγάλους να σχολιάζουν. Εκείνος ήταν πολύ μικρός για να έχει δικές του μνήμες, άλλωστε ένιωσε πως ό,τι θυμόταν ξεκινούσε από εκείνη τη μέρα που αποχαιρέτησε για τελευταία φορά τη μανούλα του, όταν μπήκε στο αυτοκίνητο να φύγει και κείνος έτρεχε πίσω της γιατί δεν ήθελε να την αποχωριστεί, γιατί ήξερε πως δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ.
Τρία χρόνια τώρα ζούσε με τον παππού και τη γιαγιά, δεν είχε κανένα φίλο, δεν πλησίαζε κανέναν άνθρωπο. Όμως, περίμενε με λαχτάρα την πρώτη μέρα του σχολείου, περίμενε να γίνει και ο ίδιος μαθητής γιατί έτσι θα βρισκόταν πιο κοντά στη μανούλα του, θα κοίταζε τη δασκάλα στην έδρα και θα ένιωθε πως ήταν η δική του μαμά που θα μάθαινε στους μικρούς μαθητές της τόσα και τόσα μυστικά, τόσες πολλές ιστορίες, τόσες γνώσεις.
Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από τη γυναίκα που κρατούσε τα κάγκελα και τρανταζόταν ολόκληρο το κορμί της χωρίς να ακούγεται ίχνος από το στόμα της, μόνο βουβές σπαραχτικές σιωπές κάλυπταν ένα σώμα χωρίς ζωή, χωρίς καμία όρεξη να συνεχίσει να υποφέρει.
Δεν κατάλαβε ποτέ άνοιξε την πόρτα και με τα αθόρυβα μικρά του βηματάκια πλησίασε και κοίταξε με αγάπη το ζωγραφισμένο με πόνο πρόσωπό της, που το φώτιζε το φως του φεγγαριού. Πήγε δίπλα της και άπλωσε το χεράκι του στα μαλλιά της και κείνη ανασήκωσε το γεμάτο απόγνωση βλέμμα πάνω στα παιδικά ματάκια που την κοίταζαν γεμάτα δάκρυα.
Ανασηκώθηκε και πήρε το παιδί στην αγκαλιά της, ένιωσε τη ζεστασιά που έβγαινε από το παιδικό κορμάκι, τα αναφιλητά που το τράνταζαν συγκλόνιζαν και το δικό της κορμί. Για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια έπαιρνε στην αγκαλιά της και πάλι ένα παιδί, ένιωθε αυτή τη μοναδική αίσθηση της ασφάλειας που σου παρέχει ένα παιδικό χάδι, σκούπισε τα καυτά δάκρυα που έτρεχαν από τα ματάκια του και διαπίστωσε πως έκλαιγε και η ίδια, πως ύστερα από τόσο πόνο, τόση προσπάθεια να βγάλει από μέσα της όλα αυτά τα χρόνια έστω ένα δάκρυ, έβλεπε με θολό βλέμμα από τα δάκρυα που έτρεχαν ποτάμι και στο δικό της πρόσωπο.
Δυο ψυχές που είχαν τόσο ανάγκη η μία την άλλη έγιναν ένα, σφιχταγκαλιασμένους τους βρήκε το άλλο πρωί η καθαρίστρια που ήρθε νωρίς να ανοίξει το σχολείο, μα δεν τους ενόχλησε. Μπήκε μέσα με προσοχή και αφού σταυροκοπήθηκε αρκετές φορές πήγε κατευθείαν και χτύπησε πολύ νωρίτερα από την κανονική ώρα το πρώτο κουδούνι της νέας σχολικής χρονιάς.
«Καλημέρα μικρέ μου άγγελε, ξύπνα, χτύπησε το πρώτο κουδούνι»…
«Καλημέρα μαμά, θα έρθεις κι εσύ μαζί μου;»…