«Η ιδέα ότι κάποιες ζωές αξίζουν λιγότερο από κάποιες άλλες, είναι η ρίζα όλων των δεινών του κόσμου» Πωλ Φαρμέρ

1911. Μηλιά, ένα χωριό των Τζουμέρκων.
Η μικρή Αρετή ζει με τα δυο της αδέλφια τον Γιώργο και τον Λευτέρη, που φυλάνε διακόσια γιδοπρόβατα. Τα αδέλφια της δεν την ήθελαν πια στη ζωή τους και αποφασίζουν να την παντρέψουν. Όμως αυτός που την θέλει είναι ο Μιχάλης Ζώτος, γιος της Θανάσαινας από το χωριό Άγναντα Άρτας. Όμως η οικογένεια αυτή είναι γνωστή για την κακία της σε όλο το χωριό. Η Θανάσαινα είχε σκοτώσει τον άντρα της γκρεμίζοντάς τον σε ένα γκρεμό και είχε σκοτώσει με τον πλάστη την γυναίκα του γιου της.
Παρά τις αντιρρήσεις της θείας τους της Φωτεινής και της ίδιας της Αρετής, τελικά τα δυο αδέλφια θα παντρέψουν την Αρετή με τον αγριάνθρωπο Μιχάλη Ζώτο.


Η Αρετή ένιωθε πολύ προδομένη από τα αδέλφια της. Ένιωθε πως την οδηγούσαν στο θυσιαστήριο για σφάξιμο χωρίς οίκτο και λύπηση. Και χωρίς να πάρουν την γνώμη της. Δεν την αγαπούσαν, δεν την υπολόγιζαν, την αντιμετώπιζαν σαν πράγμα για συναλλαγή.
Την είχαν αλήθεια για πέταμα την αδελφή τους;
Φαινόταν πως πήγαιναν να την παντρέψουν με τον Χάρο. Ο γάμος έμοιαζε με ξόδι.
Ήταν πολύ άσχημο αυτό που συνέβη στην Αρετή. Όλοι φοβούνταν το χειρότερο για το άμοιρο το κορίτσι.
Και οι φόβοι βγήκαν αληθινοί.
Πώς είναι να είσαι στου Χάρου τα δόντια;
Η Αρετή βρέθηκε από τον παράδεισο στην κόλαση.
Η Θανάσαινα, μια σωματώδη γυναίκα με μικρά μάτια και χοντρά χείλη, μόλις η Αρετή μπήκε στο σπίτι του άντρα της, την άρπαξε με μίσος από την καστανόξανθη κοτσίδα της και άρχισε να τραβά με δύναμη, να την κουνά πέρα δώθε, να την βρίζει, να την χτυπά στο κεφάλι, στα χέρια, στο σώμα που τόλμησε να μπει στο σπίτι της νύφη.
Η Αρετή σε όλον αυτόν τον ξυλοδαρμό, σαν να τον περίμενε, δεν έκλαψε καθόλου. Έκλαιγε όμως η ψυχή της, έσταζε αίμα. Γιατί η ψυχή της πονούσε περισσότερο από το κορμί της. Τόσος εξευτελισμός!
Ο Μιχάλης την έσπρωξε βίαια και την έριξε στο κρεβάτι τους. Έπεσε πάνω της με ξεκάθαρους σκοπούς. Η Αρετή έκλεισε τα μάτια για να αντέξει και αυτή τη δοκιμασία. Ο άντρας της την βίασε. Λαχανιασμένος κατέβηκε από πάνω της, γύρισε στο πλευρό και δεν άργησε να γεμίσει το δωμάτιο με τα ροχαλητά του που μύριζαν τσίπουρο. Το ίδιο συνέβαινε κάθε βράδυ. Το πρωί ξύλο από την πεθερά και το βράδι βιασμό από τον άντρα της.
Η Αρετή πίστευε ότι αν έμενε έγκυος, αν γεννούσε ένα παιδί ίσως να γινόταν πιο ήμερο το κλίμα της κόλασης, που στάλθηκε να ζήσει. Πάντα ένα παιδί κάνει τον κόσμο πιο όμορφο.
Πράγματι σε λίγους μήνες έμεινε έγκυος. Το ανακοίνωσε στον άντρα της και στην πεθερά της.
Μόλις το άκουσε η Θανάσαινα την άρπαξε από τις κοτσίδες, την έσυρε στο πάτωμα και γεμάτη μίσος άρχισε να την κλωτσάει και κυρίως στην κοιλιά. Την έβριζε χυδαία και της θύμιζε πως την είχε προειδοποιήσει ότι θα την σκοτώσει αν ποτέ επιδιώξει να αρπάξει την περιουσία της. Η πεθερά της ήθελε να την ξεκάνει και την νύφη της και την φύτρα της.


Ο άντρα της τα βράδια έφευγε από το κρεβάτι τους και έμπαινε στο δωμάτιο της μάνας του, από όπου έβγαινε το πρωί. Σε λίγες μέρες η Αρετή ένιωσε αίμα να τρέχει ανάμεσα στα πόδια της. «Σκότωσε το παιδί μου» βόγκηξε.
Τι ζωή ήταν αυτή που περνούσε η Αρετή;
Η πεθερά της την ξυλοκοπούσε και την έβριζε συνέχεια και οι κτηνώδεις βιασμοί από τον γιο της, που είχε και αιμομικτικές σχέσεις με τη μάνα του.
Όλη αυτή η ταπείνωση, η μιαρή σχέση μάνας και γιού και ο θάνατος του παιδιού της, όλα αυτά την αναγκάζουν να φύγει από το σπίτι και να γλιτώσει από αυτή την κόλαση και αυτό το αρρωστημένο περιβάλλον.
Φεύγει και ζητάει βοήθεια από τον παπα-Δημήτρη τον ιερέα του χωριού, ο οποίος την έκρυψε για ένα μήνα σε μια καταπακτή, σέ ένα υπόγειο, για να μην την βρούνε ο άντρα της και τα δυο της αδέλφια.
Η αηδία που ένιωθε μέσα της και η επιθυμία της φυγής θέριευε και την κυρίευε όλο και πιο βαθιά. Δεν της έμενε τίποτε άλλο πια παρά ο δρόμος και όπου φτάσει. Ακόμη και στον θάνατο. Ο τρόμος να γυρίσει πίσω την δίδαξε ότι ο δρόμος ήταν η σωτηρία της.
Και έτσι η Αρετή αποφάσισε να φύγει από το σπίτι του παπά-Δημήτρη και να πάει με τα πόδια στα Γιάννενα.
«Δεν με θέλει», μοιρολογούσε, «η τύχη δεν με θέλει».
Η τύχη, η κόρη του Ωκεανού, με το κέρας της Αμάλθειας στο χέρι κάπου στο σύμπαν την άκουσε και μειδίασε. Σύντομα θα της έδειχνε ότι δεν την είχε εγκαταλείψει. Της είχε χαράξει άλλη πορεία, απαραίτητη.


Έτσι φεύγει η Αρετή, αφού ευχαριστεί την οικογένεια του ιερέα και βγαίνει έξω στον δρόμο, στον αέρα, έτοιμη να δώσει μάχες με τα στοιχειά της φύσης, που τα έβρισκε λιγότερα επικίνδυνα από τα στοιχειά των ανθρώπων.
Αυτή διάλεξε τον δρόμο και πρέπει τώρα να τον βαδίσει και όπου την βγάλει.
Πίσω είναι ο γκρεμός. Αν υπάρχει μια ελπίδα να σωθεί, την σωτηρία θα την φέρει ο δρόμος.
Καλό δρόμο Αρετή.
Δεν έχει σημασία από πού ξεκινάς, αλλά πού θέλεις να φτάσεις!
Το πιο δύσκολο είναι πάντα να βρεις τον δρόμο…


«…Η ζωή γίνηκε πια πάρα πολύ απάνθρωπη για να την καλουπώνουμε σε σχήματα δεν μας ανήκει καν, όπως δεν μας ανήκει τίποτα από τη γη που κατοικούμε ως τα πρόσωπά μας. Όταν ο κάθε τυχάρπαστος, ο κάθε τιποτένιος, μπορεί να μας δέσει πάνω σε μια καρέκλα, έναν πάγκο ή σ΄ ένα κρεβάτι, να μας φτύσει, να μας μαστιγώσει, να μας βιάσει. Το Σύστημα αποχαλινωμένο καλλιεργεί σκόπιμα την ασυνειδησία, την αγριότητα, το χάος, καταλύοντας το σεβασμό για τον παράγοντα άνθρωπο. Δεν άφησε τίποτα ανεκμετάλλευτο, από το «χάσμα των γενιών» που αποκόβει τους ανθρώπους μεταξύ τους και ετοιμάζει τους αυριανούς παιδιά-καταδότες. Ο άνθρωπος βγαίνει στο σφυρί. Για να μη βρίσκει το Σύστημα καμία αντίδραση και να μπορέσει να βγάλει ελεύθερα στο σφυρί και τις πατρίδες…» Λιλή Ζωγράφου


Ένα βιβλίο για τα πρώτα βήματα της γυναίκας στις αρχές του 19ου αιώνα, που άρχισε να κερδίζει τις πρώτες μικρές νίκες στην πορεία προς τη χειραφέτησή της. Ο δρόμος σίγουρα δεν ήταν εύκολος, ήταν πολύ δύσκολος καθώς είχαν να αντιπαλέψουν εδραιωμένες νοοτροπίες και στερεότυπα.
Ένα βιβλίο για τον αγώνα που έκανε μια γυναίκα μέχρι να βρει τον εαυτό της, να εκτιμήσει τις δυνάμεις της, να πραγματοποιήσει τα όνειρά της και να κερδίσει την χαμένη της αξιοπρέπεια.
Ένα βιβλίο για την αξία της ζωής και το μεγαλείο που κρύβει ο αγώνας για την κατάκτησή της.


Η Χρύσα Χρονοπούλου -Πανταζή γεννήθηκε και μεγάλωσε στους Αγίους Αναργύρους Αττικής. Είναι Δρ. φιλοσοφίας και συγγραφέας. Ως καθηγήτρια φιλόλογος υπηρέτησε σε Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας. Ως επιστημονικός συνεργάτης δίδαξε στο ΕΚΠΑ, στην Α΄ έδρα των Παιδαγωγικών, γενική διδακτική και ειδική διδακτική για την διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο. Έχει λάβει μέρος σε διεθνή συνέδρια. Ως συγγραφέας έχει δημοσιεύσει άρθρα σε περιοδικά παιδαγωγικά και ιστορικά και έχει εκδώσει τα εξής βιβλία:
– Δούλοι και δουλεία στον Όμηρο. Πατάκης 1989, Ατραπός 2007.
– Η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών από μετάφραση, Αθήνα 1992.
– Με αφορμή ένα ποίημα του Καβάφη, δοκιμή Αγωνίας, Αθήνα 1993.
– Η διαθεματική διδασκαλία, Αθήνα 2004.
– Ιστολόγιον, συλλογή άρθρων, Αθήνα 2010.
– Ρόζα Ιμβριώτη της ζωής και του σχολείου, Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2011.
– Διδάσκω και μαθαίνω στο σχολείο, σε συνεργασία με εκπαιδευτικούς, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2013.
– Όπου και όπως δει, Η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο, σε συνεργασία με φιλολόγους, εκδ. Ownbook, Αθήνα 2015.
– Συνομιλώντας με την ποίηση, εκδ. Ήτορ, Αθήνα 2016.
– Σημεία και τέρατα της Μυθολογίας, εκδ. Ήτορ, Αθήνα 2017.
– Ήρωες και Δαίμονες, εκδ. Μπατζιούλας, Αθήνα 2018.
– Εσύ να με λες Ηγερία, εκδ. Εύμαρος, Αθήνα 2021.