Μτφρ: Στέλα Ζουμπουλάκη
Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη

Πρόκειται για το πιό πρόσφατο από μία σειρά βιβλίων που έχει γράψει ο Λουί με χαρακτήρα αυτοβιογραφικής μυθοπλασίας.

Είναι μία ακόμη εξιστόρηση της δύσκολης παιδικής και εφηβικής του ηλικίας που καθορίστηκε από την οικογενειακή και κοινωνική αποδοκιμασία, έως την μετάβαση στον γνωστό λογοτέχνη του σήμερα, με άρωμα και διάθεση απολογητική.
Με το φακό του στραμμένο εντός του, στον “διαβρωμένο” ψυχικό κόσμο του φωτίζει όλα όσα “έχασε” στην διαδρομή του προς την – από επιλογή του – μεταμόρφωση και την προσωπική του ελευθερία.
Γεννημένος σε ένα μικρό χωριό της Βόρειας Γαλλίας που απέχει αρκετά από τον αστικό πολιτισμό και σε περιβάλλον οριακής φτώχειας και έλλειψης βασικών αγαθών, από πολύ νωρίς προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί σεξουαλικά υπομένοντας ταπεινώσεις και προσβολές από τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο, με αναμενόμενες τις δυσμενείς επιπτώσεις στον ψυχισμό του.
Μη καταφέρνοντας να εκφραστεί ελεύθερα στο περιβάλλον του αποφασίζει να απομακρυνθεί από το χωριό, το πατρικό και την οικογένειά του, μακριά από τον εκφοβισμό για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και κυρίως, για να αλλάξει, να μεταμορφωθεί.

Ξεκινάει έναν καθημερινό αγώνα – από τα χρόνια της εφηβείας του μέχρι την είσοδο του στο γυμνάσιο της Αμιέν και κατόπιν στην Ecole Normale στο Παρίσι – για να αλλάξει ριζικά και να καταφέρει να αναρριχηθεί σε ανώτερη κοινωνική τάξη.
Δημιουργεί για τον εαυτό του μία νέα εικόνα αλλάζοντας δόντια, μαλλιά ακόμη και όνομα και αντιπαλεύει με την ντόπια προφορά του, το μέταλλο της φωνής, τις κινήσεις, το βάδισμα, τη στάση του σώματος, τους τρόπους, όλα αυτά όμως “πληρωμένα” με σκληρό τίμημα. Γοητευμένος από την αστική τάξη και τους κύκλους των διανοουμένων του Παρισιού “πουλάει τις υπηρεσίες του” σε ενδιαφέροντες και αξιόλογους ανθρώπους αλλά και σε τυχάρπαστους.
Όμως κάθε ανανέωση στην εμφάνισή του, κάθε καινούργιος κοινωνικός κύκλος στον οποίο προσχωρεί τον απομακρύνει όλο και περισσότερο από τους αξιακούς κώδικες της καταγωγής του και από τους μέχρι τότε φίλους του, όπως η καλλιεργημένη Έλενα από την Αμιέν, η οποία μαζί με την οικογένεια της έγιναν τα πρότυπά του, τον στήριξαν με αγάπη και τον βοήθησαν στη μεταμόρφωσή του.


Η ανεξάντλητη μεταμορφωτική ενέργεια που παράγουν τα ταπεινωτικά παιδικά χρόνια“: η ρήση της φιλοσόφου Υβ Κοσόφσκι Σέτζγουικ γίνεται το ‘μότο’ του.
Η συχνή επαφή του με την πνευματική ελίτ τον παρακινεί σε μαραθώνιο διάβασμα στις τοπικές βιβλιοθήκες και του γεννά την ανάγκη να γράψει κάτι ο ίδιος, να γίνει ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας όπως οι μέντορές του.
Η συγγραφή τού γίνεται εμμονή, όχι για αυτή καθ’ αυτή την απόλαυση της γραφής αλλά για την επιδίωξη της διασημότητας και την απόκτηση της ελευθερίας μέσα από την αναγνώρισή του ως συγγραφέα και διανοούμενου.


<< Οι συγγραφείς ανακαλύπτουν τη λογοτεχνία μέσα από την αγάπη τους για τις λέξεις και μέσα από την συγκίνησή τους για την ποιητική θέαση του κόσμου. […….] Δεν τους μοιάζω. Εγώ έγραφα για να υπάρχω.>>


Χάρη στις πολλές γνωριμίες του θα γευματίσει στα καλύτερα εστιατόρια, θα ταξιδέψει σε πολλά μέρη και εκμεταλλλευόμενος τις περιστάσεις, τις συμβουλές τους και την γενναιοδωρία τους, θα πάρει εκδίκηση για την πρότερη ζωή του. Αφηγείται τις περιόδους αυτές με μία ειλικρινή γραφή, με γλώσσα διόλου επιτηδευμένη, όχι με στόχο να αλιεύσει συναισθήματα συμπάθειας αλλά αντίθετα, σχεδόν εξωθεί τον αναγνώστη σε δυσφορία.


<< Το προνόμιό μου ήταν πως είχα γνωρίσει τη ζωή χωρίς προνόμιο >>


Ωστόσο φτάνοντας στην κορυφή της κοινωνικής κλίμακας ο ήρωας – συγγραφέας υπαναχωρεί και ενώ έχει σβήσει μεθοδικά τα ίχνη του παρελθόντος του αρχίζει να νιώθει νοσταλγία για τα παιδικά του χρόνια και το χωριό του. Δεν νοσταλγεί όμως τη φτώχεια αλλά τις μυρωδιές και τις εικόνες.

Τώρα πλέον, έχοντας αποκτήσει αυτοπεποίθηση, αρχίζει να επαναστατεί για τις κοινωνικές ανισότητες και την αδικία που επικρατεί στον κόσμο, καθώς έχει βιώσει ο ίδιος τον αντίκτυπο της κατώτερης καταγωγής στην εξέλιξή του.

Καταλήγει στο να γίνει ταξικός επαναστάτης και ακτιβιστής, ιδίως όταν ανακαλύπτει – μέσα από την διερεύνηση και κατανόηση του δικού του τραύματος – την επιδραστικότητα της δημοφιλίας του σε συλλογικό επίπεδο.

Μέσα από μία γραφή με “de profundis” εξομολογητική διάθεση αποκαλύπτει στον αναγνώστη την ακόρεστη επιθυμία του για ανέλιξη, αλλαγή και αναγνώριση που όμως (μήπως;) καταδεικνύει την αδυναμία του να νιώσει ευτυχισμένος.

Με μία αποσπασματική αφήγηση που όμως δεν αποδυναμώνει την ροή και την πλοκή αλλά αποκαλύπτει συγκλονιστικά το υπόστρωμα του τραυματισμένου ψυχισμού του, συνθέτει ένα πόνημα βαθιά ανθρώπινο, κοινωνικό με πολιτικές αιχμές, μετατρέποντας την αφήγηση για τη δική του κακοποιημένη παιδική ηλικία σε μια επιτυχημένη λογοτεχνική διαμαρτυρία.

*Σημ: Το κείμενο εμπλουτίζεται από προσωπικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που συμβάλλουν στον ρεαλισμό της αφήγησης.
Η έκδοση είναι εξαιρετικά επιμελημένη με την ακριβόλογη και εύστοχη μετάφραση της Στέλας Ζουμπουλάκη.


Αποσπάσματα:

<<Ξέρω πως αν γυρνούσα πίσω θα σιχαινόμουν αυτόν τον κόσμο, κι ωστόσο μου λείπει.>>

(θέλει να γυρίσει..)
<< Σ’ εκείνες τις μέρες που περνούσα τα απογεύματα ξαπλωμένος στο γρασίδι δίπλα στην Έλενα.>>
<< Σ’ εκείνες τις μέρες που η μητέρα μου ανασήκωνε τους ώμους και έλεγε , Τι σκατοζωή! >>
<< Σ’ εκείνες τις μέρες που παρόλα αυτά χαμογελούσε >>
<< Σ’ εκείνες τις μέρες που ονειρευόταν.>>


Βιογραφικό
Ο Εντουάρ Λουί γεννήθηκε (με το όνομα Εντύ Μπελγκέλ) στην Αλλενκούρ της βόρειας Γαλλίας, η οποία και αποτελεί το σκηνικό του πρώτου του αυτοβιογραφικού βιβλίου “Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ” (Γαλλία, 2014).
Ο Λουί μεγάλωσε σε μία φτωχή οικογένεια υποστηριζόμενη από κρατικά επιδόματα: ο πατέρας του ήταν εργάτης σε ένα εργοστάσιο για μια δεκαετία ώσπου «Μια μέρα στη δουλειά, ένα κοντέινερ έπεσε πάνω του και τσάκισε τη μέση του, αφήνοντας τον κατάκοιτο, να παίρνει μορφίνη για τον πόνο» και ανίκανο να εργαστεί. Η μητέρα του έβρισκε περιστασιακά δουλειά καθαρίζοντας και πλένοντας ηλικιωμένους. Η φτώχεια, ο ρατσισμός, ο αλκοολισμός και η ομοφοβία με τα οποία ήρθε αντιμέτωπος τόσο μέσα στην οικογένειά του όσο και στην κλειστή κοινωνία της κωμόπολης θα γίνουν αργότερα τα θέματα του λογοτεχνικού του έργου.
Είναι ο πρώτος από την οικογένειά του που σπούδασε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το 2011, εισήχθη σε δύο από τα πιο αναγνωρισμένα πανεπιστήμια της Γαλλίας, την École Normale Supérieure και το School for Advanced Studies in the Social Sciences στο Παρίσι. Το 2013, άλλαξε επίσημα το όνομά του σε Εντουάρ Λουί.


Βιβλιογραφία
▪️Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ
▪️ Ιστορία της βίας
▪️ Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου
◾ Βραβείο Pierre Guénin Prize κατά της ομοφοβίας και υπέρ των ίσων δικαιωμάτων, για το βιβλίο του “Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ”.