Συλλογή διηγημάτων Πέτα μακριά Πέπε – Εκδόσεις Συρτάρι

Πολλοί και διαφορετικοί είναι οι χαρακτήρες που συναντούμε στη συλλογή διηγημάτων του Δαμιανού Αγραβαρά, με τον ιδιαίτερο αυτό τίτλο, τους οποίους βλέπουμε να γελούν, να δακρύζουν και να ερωτεύονται, προσπαθώντας να ξεπεράσουν κομβικές στιγμές της ζωής τους. Είναι κάποια από αυτά τα πρόσωπα αληθινά που κινούνται γύρω του και τον εμπνέουν; Όπως λέει στο Vivlio-life o συγγραφέας «Όλοι τους νομίζω. Όταν γράφουμε, χρησιμοποιούμε ασυναίσθητα ανθρώπους από το περιβάλλον μας ως πρώτη ύλη για να πλάσουμε τους χαρακτήρες των ιστοριών μας. Μια ιστορία που ακούσαμε χρόνια πριν, ένα πρόσωπο που καθόταν απέναντί μας στο μετρό, μια μακρινή θεία, ένας ανώνυμος γείτονας, όλοι μπορούν εν δυνάμει να μετασχηματιστούν σε λογοτεχνικούς ήρωες». Τα πτηνά, ωστόσο, φαίνεται να μονοπωλούν το ενδιαφέρον μας σ’ αυτή τη συλλογή.

  • Πτηνά! Πώς – πότε – πού, έγιναν έμπνευση για την ιδιαίτερη αυτή συλλογή διηγημάτων σας;
    Ξεκίνησα να γράφω τα πρώτα διηγήματα αυτής της συλλογής κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, τον Απρίλιο του 2020, σε μια περίοδο έντονης απομόνωσης για όλους μας. Η ζωή έμοιαζε να έχει σταματήσει. Αντίθετα το περιβάλλον ανάσανε. Μειώθηκαν οι εκπομπές καυσαερίων, αποκαταστάθηκε για λίγο η ισορροπία στη φύση και τα πουλιά συνέχιζαν να κινούνται, να πετούν, χωρίς κανέναν περιορισμό. Νομίζω πως αυτή ακριβώς η ικανότητα των πτηνών να πετούν ακόμα και την περίοδο που όλοι εμείς είχαμε καθηλωθεί στα διαμερίσματά μας με ώθησε ασυναίσθητα να γράψω αυτή την συλλογή. Πρώτα γεννήθηκε το διήγημα ‘’Πού πάνε τα περιστέρια, όταν πεθαίνουν;’’. Ξεκίνησα να το γράφω έχοντας στο μυαλό μου μια συγκεκριμένη εικόνα: πούπουλα να παρασέρνονται από ένα διερχόμενο αμάξι και να χορεύουν για λίγο στον αέρα. Ακολούθησε το διήγημα ‘’Τα ορνίθια είναι παμφάγα’’. Αυτό το έγραψα έχοντας άλλη μία συγκεκριμένη εικόνα: μια ηλικιωμένη γυναίκα να κατασπαράζεται από τις κότες της. Οι υπόλοιπες ιστορίες και γενικότερα η συλλογή άρχισε να διαμορφώνεται στο πλαίσιο ενός σεμιναρίου δημιουργικής γραφής με την συγγραφέα Ειρήνη Δερμιτζάκη το οποίο παρακολούθησα κατά τη διάρκεια της δεύτερης καραντίνας. Τότε γεννήθηκε η σκέψη να χρησιμοποιήσω ως συνδετικό κρίκο της συλλογής ένα διαφορετικό πτηνό το οποίο είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά θα «φτερούγιζε» μέσα σε κάθε διήγημα.
  • Στο πρώτο σας διήγημα, παρακολουθούμε μια ηλικιωμένη γυναίκα, που ενώ κάθε μέρα τάιζε τις κότες της, τώρα «ξεσκίζουν τη σάρκα της κομμάτι κομμάτι»… Προφανώς και κάτι θέλετε να μας πείτε με την σκληρή αυτή ιστορία…
    Πράγματι, στο συγκεκριμένο διήγημα παρακολουθούμε μια ηλικιωμένη γυναίκα να γίνεται βορά για τις κότες που η ίδια συντηρούσε. Παράλληλα δίνεται το περίγραμμα της ζωής αυτής της γυναίκας με μικρές πινελιές μέσα στο κείμενο. Αλληγορικά αν το δούμε πρόκειται ίσως για μια μεταφορά του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι σήμερα «κατασπαράζουμε» ο ένας τις σάρκες του άλλου, πολλές φορές χωρίς έλεος.
  • Είναι σοκαριστικές κάποιες σκηνές που περιγράφετε, ορισμένες από τις οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν και σενάριο για ταινία θρίλερ. Ήταν επιδίωξή σας να μας σοκάρετε;
    Δεν υπήρχε κάποια επιδίωξη ή συγκεκριμένος στόχος για την σκληρότητα των εικόνων. Νομίζω πως όσα συνέβαιναν γύρω μας την περίοδο της πανδημίας συνέβαλαν στο να εκφραστώ με τόση σκληρότητα μέσα από τα διηγήματά μου. Στο μυαλό μου υπήρχαν έντονα οι εικόνες με τους εκατοντάδες νεκρούς, με τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό να πασχίζουν με υπεράνθρωπες προσπάθειες να σώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους συνάνθρωπους μας σε ένα σύστημα υγείας υπό κατάρρευση, οι ημερήσιες αναγγελίες θανάτων. Αυτές οι εικόνες είχαν αντίκτυπο σε όλους μας νομίζω. Δεν ξέρω αν θα ήταν λιγότερο σοκαριστικά τα διηγήματα αυτής της συλλογής αν είχαν γραφτεί σε άλλη περίοδο.
  • Δίνετε στον αναγνώστη τη δυνατότητα να κατανοήσει τον λόγο που οι κότες μασουλούν τη γυναίκα που τις φρόντιζε;
    Αυτό δεν το ξέρω, θα πρέπει να ρωτήσετε κάποιον αναγνώστη να σας πει. Καλό είναι να αφήνεται ο καθένας να ερμηνεύει τα κείμενα με τις δικές του προσλαμβάνουσες.
  • Επιλέξατε ως κεντρικό τίτλο, τον τίτλο του δεύτερου διηγήματός σας «Πέτα μακριά, Πέπε», με πρωταγωνιστή ένα παπαγάλο, ο οποίος τη λέξη άδικο δεν την τραγουδά. Τη στριγγλίζει… Είναι το άδικο που σας ενέπνευσε η μήπως το πέταγμα προς την ελευθερία του παπαγάλου; Άλλωστε και στις δυο περιπτώσεις εμείς οι αναγνώστες λαμβάνουμε το μήνυμά σας!
    Το πέταγμα στην ελευθερία θα έλεγα.
  • Καίτη. Η γειτόνισσα που σε μια στιγμή μεγάλου θυμού, αποπειράται να ζεματίσει τις γάτες, ρίχνοντάς τους καυτό νερό από ψηλά. Υπάρχουν πολλές Καίτες γύρω μας, που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ζεματίσουν, να δηλητηριάσουν ακόμη και να βιάσουν ένα ζώο. Εμείς εξοργιζόμαστε μ’ αυτή την κυρία. Εσείς;
    Φυσικά και εξοργίζομαι με αυτές τις πρακτικές. Το ότι κάτι μας εξοργίζει όμως δεν σημαίνει πως το κρύβουμε κάτω από το χαλί ή δεν το χρησιμοποιούμε σε μια ιστορία. Η λογοτεχνία οφείλει να αφουγκράζεται την κοινωνία και να αναδεικνύει τα προβλήματά της. Οι απάνθρωπες αυτές συμπεριφορές απέναντι στα ζώα έχουν ενταθεί τα τελευταία χρόνια. Πριν λίγο καιρό είχαμε και το φρικτό έγκλημα με τη δολοφονία του σκύλου Όλιβερ στην Αράχωβα, αποτρόπαια πράξη που δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητη. Η βία είναι παντού γύρω μας και τα ζώα είναι τα πρώτα θύματά της. Η ελληνική κοινωνία νοσεί βαθιά. Η τελευταία δεκαπενταετία είναι ιδιαίτερα έντονη με την οικονομική κρίση, την πανδημία, την ραγδαία άνοδο της ακροδεξιάς και τη διάχυση φασιστικών αντιλήψεων και πρακτικών. Όλα αυτά νομίζω πως έχουν σαν αποτέλεσμα μια έκρηξη της βίας σε όλες τις εκφάνσεις της. Οι άνθρωποι ξεσπούν σε όσους θεωρούν αδύναμους και διαφορετικούς. Τα ζώα είναι τα πρώτα θύματα, δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ή να διεκδικήσουν δικαιοσύνη. Τους τελευταίους μήνες γίνεται λόγος για τα επεισόδια ξυλοδαρμού ανάμεσα σε ανήλικους σε αυλές σχολείων. Επιπλέον γνωστοποιούνται χιλιάδες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, πολλές από τις οποίες δεν μαθαίνουμε και ποτέ, και δεκάδες από τις οποίες καταλήγουν σε τραγικές γυναικοκτονίες. Μην ξεχνάμε επίσης τις επιθέσεις και δολοφονίες μελών της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, όπως η στυγνή δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου ή πιο πρόσφατα η δολοφονία της τρανς καλλιτέχνιδας, Άννας Ιβάνκοβα. Για να επιστρέψω στο ερώτημά σας, η Καίτη ως χαρακτήρας ασφυκτιεί στο μικρό της διαμέρισμα, στην καθημερινότητά της, αγανακτεί που δεν έχει χρήματα για να πάει στον οφθαλμίατρο και ξεσπά πάνω στα εύκολα θύματα, τις γάτες της γειτονιάς.
  • Αλήθεια «Πού πάνε τα περιστέρια, όταν πεθαίνουν;»
    Μάλλον εκεί που «πάνε και οι έρωτες, όταν πεθαίνουν» για να χρησιμοποιήσω και την σκέψη του ήρωα του συγκεκριμένου διηγήματος.
  • Αφήσατε τα «Κοράκια» για το τέλος, μ΄ ένα διήγημα που ενώ «φοβόμουν» πως θα έχει μακάβριο περιεχόμενο είχε μία γλύκα, όπως άλλωστε και το τέλος του: «Να θυμάσαι πως σε αγαπώ πάντα». Μιλήστε μας για το τελευταίο σας κείμενο.
    Ε, θα έπρεπε να τελειώνει κάπως γλυκά αυτή η συλλογή, αρκετά σκληρή δεν ήταν; Η υπόθεση του συγκεκριμένου διηγήματος είναι τοποθετημένη στην περίοδο της Μαύρης Πανώλης του 14ου αιώνα χωρίς όμως να είναι συγκεκριμένος ο τόπος ή ο χρόνος. Πρόκειται για μια επιστολή που στέλνει ένας νέος στην αγαπημένη του, εκφράζοντάς της την επιθυμία να τη δει. Δεν μπορεί να την συναντήσει μιας και δουλειά του είναι να απομακρύνει από το χωριό τα πτώματα των ανθρώπων που πέθαναν από την πανούκλα. Αυτός και οι συνεργάτες του φορούν τις χαρακτηριστικές μάσκες της περιόδου που μοιάζουν με ράμφη πτηνών και εξ’ ου και το παρατσούκλι που τους έχουν δώσει αλλά και ο τίτλος του διηγήματος, «Κοράκια». Νομίζω πως έψαχνα να βρω μια αχτίδα φωτός μέσα στο σκοτάδι της δικής μας πανδημίας και κάπως έτσι γεννήθηκαν τα ‘’Κοράκια’’.
  • Στα διηγήματά σας, αν και τα πτηνά έχουν τους δικούς τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, συναντούμε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπινους χαρακτήρες. Οι ήρωές σας «γελούν, δακρύζουν και ερωτεύονται, προσπαθώντας να ξεπεράσουν κομβικές στιγμές της ζωής τους». Πόσοι από αυτούς είναι πρόσωπα που ζουν και κινούνται γύρω σας;
    Όλοι τους νομίζω. Όταν γράφουμε, χρησιμοποιούμε ασυναίσθητα ανθρώπους από το περιβάλλον μας ως πρώτη ύλη για να πλάσουμε τους χαρακτήρες των ιστοριών μας. Μια ιστορία που ακούσαμε χρόνια πριν, ένα πρόσωπο που καθόταν απέναντί μας στο μετρό, μια μακρινή θεία, ένας ανώνυμος γείτονες, όλοι μπορούν εν δυνάμει να μετασχηματιστούν σε λογοτεχνικούς ήρωες.
  • Γεννηθήκατε στον Πειραιά, σύμφωνα με το βιογραφικό σας. Είχατε ποτέ ένα πτηνό στο σπίτι σας ή την αυλή σας που συμπεριλάβατε στα διηγήματά σας;
    Για χρόνια συμβίωνα στο πατρικό μου σπίτι με ένα μικρόσωμο, πράσινο παπαγάλο, τον Φρέντυ. Παραδόξως δεν είναι ο Πέπε της ομότιτλης ιστορίας μιας και στο μυαλό μου ο Πέπε μοιάζει με τον μεγαλόσωμο παπαγάλο της γνωστής εταιρείας καφέ. Παρόλα αυτά τα κρωξίματα του παπαγάλου, που πολλές φορές με ξύπνησαν κάποιο πρωινό Κυριακής, υπήρχαν στο πίσω μέρος του μυαλού μου όταν έγραφα κάποιες από τις ιστορίες της συλλογής.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Μερικές κότες κατασπαράζουν το χέρι που τις τάιζε, οκτώ κοράκια ξεφορτώνονται τα πτώματα που σκορπίζει στο διάβα του ο Μαύρος Θάνατος, δύο love birds κελαηδούν μέσα από ένα ροζ τηλέφωνο, το κρανίο ενός περιστεριού συνθλίβεται στην άσφαλτο κι ο δολοφόνος του αναρωτιέται “πού πάνε τα περιστέρια, όταν πεθαίνουν”.
Δεκατρία διαφορετικά πτηνά φτερουγίζουν ανάμεσα στις ζωές διαφορετικών χαρακτήρων που γελούν, δακρύζουν και ερωτεύονται, προσπαθώντας να ξεπεράσουν κομβικές στιγμές της ζωής τους.

Βιογραφικό
Ο Δαμιανός Αγραβαράς γεννήθηκε το 1996 στον Πειραιά. Είναι ιστορικός, κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία και Ιστορία της Τέχνης» από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.