(Νόμπελ Λογοτεχνίας 2019) Εκδόσεις Εστία 2022 σελ.91 Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς


Τα τζουκμποξ ήταν ένα βαρύ παλιομοδίτικο, αυτόματο, μουσικό μηχάνημα με κερματοδέκτη.
Η Αμερική ήταν η πατρίδα των τζουκμποξ.
Την εποχή της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική της δεκαετίας του είκοσι είχαν τοποθετηθεί για πρώτη φορά στα παράνομα μπαρ τα “Speakeasies” μεταξύ άλλων και αυτόματα που έπαιζαν μουσική. Η ετυμολογία της λέξης «τζουκμποξ» αβέβαιη, μπορεί από τη «γιούτα», μπορεί κι από το ρήμα “to jook”, που ήταν υποτίθεται αφρικανικής προέλευσης και σήμαινε «χορεύω». Το βέβαιο πάντως είναι ότι την εποχή εκείνη οι Μαύροι στον Νότο μετά τη δουλειά στις φυτείες γιούτας συναντιούνταν στα λεγόμενα “jute points” ή ”juke points”κι εκεί ρίχνοντας μια δεκάρα στα μουσικά αυτόματα, άκουγαν Μπίλι Χολιντέϊ, Τζέλι Ρολ Μόρτον, Λούις Άρμστρονγκ, τους οποίους τότε δεν έπαιζαν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, όλοι στην ιδιοκτησία Λευκών.

Η Χρυσή Εποχή των τζουκμποξ άρχισε με την άρση της ποτοαπαγόρευσης, τη δεκαετία του τριάντα, όταν ξεφύτρωσαν παντού μπαρ, την εποχή εκείνη υπήρχαν αυτόματα μηχανήματα που έπαιζαν δίσκους ακόμα και σε καταστήματα με είδη καπνιστού και κομμωτήρια, λόγω της στενότητας χώρου δεν ήταν μεγαλύτερα από ταμειακές μηχανές, τοποθετημένα μάλιστα δίπλα τους πάνω στον πάγκο. Η άνθηση αυτή πήρε κατ΄ αρχήν τέλος με τον Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μπήκε δελτίο και στα υλικά κατασκευής των τζουκμποξ κυρίως πλαστικό και ατσάλι. Το ξύλο αντικατέστησε το μέταλλο, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου η παραγωγή προσανατολίστηκε πλήρως στους εξοπλισμούς. Κι έτσι οι κορυφαίοι κατασκευαστές τζουκμποξ, Wurlitzer και Seeburg έφτιαχναν πλέον συστήματα απόψυξης για αεροσκάφη και ηλεκτρομηχανική εξαρτήματα.


Το δοκίμιο για το τζουκμποξ είναι ένα αφήγημα για τον συγγραφέα Πετερ Χάντκε μια «Μπαλάντα για το τζουκμποξ», ένα ολοκληρωμένο στιχούργημα. Μιλάει για την εξαφάνιση του τζουκμποξ στη δεκαετία του 1980. Η εποχή των τζουκμποξ έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί στις περισσότερες χώρες και τα περισσότερα μέρη. Με τη εξαφάνιση του τζουκμποξ δεν αλλάξαν μονάχα οι τρόποι διασκέδασης και οι μορφές κοινωνικότητας αλλά είχε αλλάξει σύμπασα η κοινωνική εμπειρία στο δυτικό κόσμο.
«…Μετά την παύση για την αλλαγή του δίσκου, που με τους ήχους της-το κλικ, το γουργουρητό της αναζήτησης, το πέρα-δώθε μέσα στην κοιλιά του μηχανήματος, το γράπωμα του δίσκου, την τοποθέτησή του ,το τριζοβόλημα πριν απ΄ την πρώτη μουσική φράση-ήταν θα λέγαμε στοιχείο της φύσης του τζουκμποξ, αντήχησε από τα βάθη του μια μουσική, με την οποία ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του, και αργότερα τις στιγμές του έρωτα και μόνο, αυτό που στη γλώσσα των ειδικών λέγεται «μετεωρισμός», και να δεις πώς θα το έλεγε ο ίδιος πάνω από είκοσι πέντε χρόνια μετά: «ανάληψη»; «άρση των ορίων»; «πραγμάτωση».


Ο συγγραφέας το είχε σχεδιάσει από καιρό, θα ξεκινούσε το Δοκίμιο για το τζουκμποξ ειδικώς στην Ισπανική απόμερη πόλη Σόρια, στα υψίπεδα της Καστίλης. Μήπως εύρισκε εκεί κανένα παλιό τζουκμποξ. Πάντως ούτε ένας που είχε ρωτήσει δεν είχε ιδέα περί της συσκευής.
Στη μικρή αυτή πόλη ο συγγραφέας ακολουθεί τον εαυτό του στην προσπάθεια του να ανακαλύψει ξεχασμένα σε επαρχιακά καφενεία τζουξμποξ και να βρει την έμπνευση μέσα από την περιπλάνηση στο τοπίο και στις αναμνήσεις του. Μαζί του είχε μόνο τα μόνιμα σύνεργα της γραφής: φύλλα χαρτί, μολύβια γομολάστιχες.
Με το Δοκίμιο για το τζουκμποξ ήθελε να ξεκαθαρίσει τη σημασία που είχε αυτό το μαραφέτι στις διάφορες φάσεις της ζωής του ,από καιρό πια απομακρυσμένης απ΄ τη νιότη.
Γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, το Δοκίμιο για το τζουκμποξ χαρτογραφεί με τρόπο παράδοξο το τέλος μιας εποχής.


Με αφορμή απόμερα και συχνά αχρησιμοποίητα πια τζουκμπόξ ξετυλίγει στα μάτια του αναγνώστη απρόσμενα εξωτερικά και εσωτερικά τοπία. Σπάνια η περιγραφή μιας τοποθεσίας, μιας πόλης, μιας κουλτούρας συνδυάζεται τόσο καίρια με την εσωτερική αναδίφηση. Σ’ αυτό το αφήγημα ο κόσμος και ο ψυχισμός συναντώνται σε μια δυσεύρετη ισορροπία. Και πανταχού παρόν το ανομολόγητο αίτημα αυτής της σχεδόν βασανιστικής πρόζας: η ανθρώπινη επαφή, η οικειότητα, η αγάπη.
Οι μελωδίες του τζουκ-μποξ είναι ένα παρεπόμενο της νοσταλγίας της πόλης. Το βιβλίο αυτό είναι, όπως όλα τα βιβλία του Χάντκε, ένα βιβλίο για την απουσία, την έλλειψη, τη μοναξιά.
Διαβάστε το.

Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας. Η μητέρα του ήταν σλοβενικής καταγωγής, ο πατέρας του Γερμανός στρατιώτης. Σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο “Σφήκες”. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν το θρυλικό θεατρικό του “Βρίζοντας το κοινό”. Χαλκέντερος συγγραφέας, ο Χάντκε δημοσίευσε έκτοτε δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται πια ένας από τους κλασικούς μοντέρνους του 20ού αιώνα. Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Η φιλοδοξία του ήταν να δημιουργήσει μια σύγχρονη επική γραφή που θα απελευθερώνει την πραγματικότητα από τα τετριμμένα σχήματα πρόσληψης. Τιμήθηκε με πολλά διεθνή βραβεία. Τάχθηκε κατά της διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας και κυρίως κατά της αποκλειστικής ενοχοποίησης των Σέρβων για τον πόλεμο. Για το έργο του τιμήθηκε με τα βραβεία Μπύχνερ (1973) και Κάφκα (1979). Το 2019 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας “για το επιδραστικό έργο του που με γλωσσική αυθεντικότητα διερεύνησε τα περιφερειακά ζητήματα και την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης εμπειρίας”, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας. Από το 1991 ζει στη Σαβίλ της Γαλλίας, κοντά στο Παρίσι.