Μόλις λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του νέου μυθιστορήματος της Αφροδίτης Βακάλη, «219 ημέρες βροχής» από τις εκδόσεις Ψυχογιός, έχουμε τη χαρά και την τιμή να συνομιλήσουμε μαζί της για το νέο της δημιούργημα. Πρόκειται για το δεύτερο μυθιστόρημα της συγγραφέως, μετά τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το πρώτο με τον ταξιδιάρικο τίτλο «Και γύρω τους η θάλασσα» που έγινε best seller!
– Κυρία Βακάλη, ευχόμαστε καλοτάξιδο να είναι και το δεύτερο μυθιστόρημά σας και η πρώτη ερώτηση που γεννιέται στο μυαλό όλων φαντάζομαι, είναι το πόσο σας έχει επηρεάσει το υγρό στοιχείο στη ζωή σας, στα βιώματά σας, στον τρόπο που γράφετε, καθώς μετά τη «θάλασσα», έρχεται η «βροχή»!
Σας ευχαριστώ πολύ για τις ευχές σας, κυρία Ιωάννου! Ναι, μετά τη «θάλασσα», ένα στοιχείο που λατρεύω, έρχεται η «βροχή» την οποία απεχθάνομαι! Τα δύο αυτά βιβλία γεννήθηκαν από τα έντονα συναισθήματα που μου προκαλούν τα δυο αυτά στοιχεία. Σαφώς και με επηρεάζουν, όπως όλους μας άλλωστε. Ας μην ξεχνάμε ότι από το νερό γεννήθηκε η ζωή σύμφωνα με τους επιστήμονες και ότι σε υγρό μέσα σχηματιστήκαμε, στο υγρό της μήτρας που μας φιλοξένησε. Και η επιρροή αυτή, σε μένα τουλάχιστον, είναι πολύ έντονη. Σε κάθε περίπτωση μάλιστα, υπήρξε η πηγή της έμπνευσής μου και η κινητήρια δύναμη για να γράψω.
– Ο νέος τίτλος του βιβλίου σας περιέχει μια τεράστια υπερβολή! Είναι πραγματικά υπερβολικό το να βρέχει 219 ημέρες και μάλιστα σε μια χώρα σαν τη δική μας! Πιστεύετε ότι μέσα από την υπερβολή μπορούμε να ανακαλύψουμε πράγματα που σε άλλη περίπτωση θα αφήναμε στην τύχη τους;
Ασφαλώς και είναι υπερβολή, ειδικά για τη χώρα μας, αλλά αυτή είναι και η γοητεία της συγγραφής ενός μυθιστορήματος, το ότι τα πάντα εναπόκεινται στη φαντασία του συγγραφέα. Φτιάχνει το δικό του κόσμο και μέσα σ’ αυτόν τοποθετεί τους ήρωές του. Και η υπερβολή, στην οποία έχω μια τάση ως χαρακτήρας, μου φαίνεται ιδιαίτερα χρήσιμη στο να τεθεί το σκηνικό μέσα στο οποίο θα κινηθούν οι χαρακτήρες μου ώστε να έρθουν αντιμέτωποι με ακραίες καταστάσεις. Μου αρέσει να τους ‘δοκιμάζω’, να τους ταλαιπωρώ, αν θέλετε, και στη συνέχεια να παρακολουθώ τις αντιδράσεις τους! Και για να είμαι ειλικρινής, η υπερβολή βοηθά πολύ σε αυτό το σκοπό. Βλέπω τα όρια τους καθώς και τα δικά μου ως συγγραφέα. Κι αυτό με συναρπάζει.
– Η άσχημη ψυχολογία που μας δημιουργεί ο μαυρισμένος ουρανός, το μουντό περιβάλλον και η υγρασία θεωρείτε ότι είναι παράγοντες που θα επηρέαζαν κάποιον που έχει μια τάση προς την καταστροφή, προς τον εαυτό του ή προς τους γύρω του ώστε να οδηγηθεί σε αυτοκτονία ή φόνο, στο να θέλει δηλαδή να προκαλέσει το κακό;
Νομίζω ότι είναι φυσικό εξωγενείς παράγοντες όπως είναι ο καιρός να μας επηρεάζουν. Άλλωστε ακόμη και η ιδιοσυγκρασία μας είναι τελείως διαφορετική από αυτή των λαών των βόρειων χωρών όπου ο καιρικές συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές από τις δικές μας. Ο βαρύς, σκοτεινός ουρανός, η συνεχής βροχή και η κατάθλιψη που αναπόφευκτα προκαλούν, σε μένα τουλάχιστον, είναι λογικό να επηρεάζουν και την ψυχολογία μας, ακόμη και τη συμπεριφορά μας. Κι όταν ένας άνθρωπος είναι ήδη διαταραγμένος, όπως ο δικός μου δολοφόνος, το θεωρώ πολύ πιθανό να οδηγηθεί στα άκρα, στο φόνο και στην καταστροφή. Είναι η αφορμή που οπλίζει το χέρι του, που τον αποσταθεροποιεί και τον παρακινεί ταυτόχρονα. Τα αίτια ασφαλώς είναι βαθύτερα επειδή μιλάμε για ένα ήδη ανισόρροπο άτομο και δεν πιστεύω φυσικά ότι κάτι τόσο ακραίο μπορεί να συμβεί στον καθένα από μας.
– Πολλές φορές η αλήθεια βρίσκεται δίπλα μας, τόσο κοντά μας, μα ενδόμυχα αρνούμαστε να τη δούμε. Είναι ζήτημα οπτικής των πραγμάτων, είναι θέμα σωστού προγραμματισμού, τι νομίζετε ότι φταίει και δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε εγκαίρως τα κακώς κείμενα στη ζωή μας, ένα λάθος άνθρωπο, κάποιον που επιβουλεύεται τη ζωή μας;
Κατά τη γνώμη μου είναι καθαρά θέμα οπτικής γωνίας και αυτογνωσίας. Η αλήθεια είναι πάντα εδώ, μπροστά μας, ξεκάθαρη. Συχνά όμως εμείς εθελοτυφλούμε καθώς δεν μπορούμε να την αντέξουμε. Είναι σκληρό πράγμα η ‘αλήθεια’ και θέλει δύναμη για να την αντιμετωπίσει κανείς. Γι’ αυτό και συχνά την παραποιούμε, την ωραιοποιούμε ή την παραβλέπουμε. Το λυπηρό είναι ότι δεν μπορούμε να την αποφύγουμε. Κάποια στιγμή ορθώνεται μπροστά μας και διεκδικεί την απόλυτη προσοχή μας. Σαφώς και κάνουμε λάθη, όλοι κάνουμε ανεξαιρέτως, είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης μας. Το θέμα είναι να μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε και κυρίως, τις συνέπειές τους όταν αυτές αναπόφευκτα εμφανίζονται στο δρόμο μας. Εκεί είναι για μένα το κομβικό σημείο και η στάση που κρατάμε από κει και πέρα μπορεί να μας σώσει ή να μας καταστρέψει.
– Σε ένα μυθιστόρημα με μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, ο συγγραφέας καλείται να αναλάβει το ρόλο του καλού και του κακού, να μπει στο πετσί του δολοφόνου, να προσπαθήσει να νιώσει την τρέλα που τον κυκλώνει και αντίστοιχα να μπει και στο ρόλο του θύματος, να πονέσει, να αναρωτηθεί… Ποιον ρόλο βρήκατε πιο συναρπαστικό από όλους τους χαρακτήρες που αναγκαστικά υποδυθήκατε;
Κάθε χαρακτήρας που φτιάχνω με συναρπάζει ακριβώς επειδή πρέπει να μπω στο πετσί του και να νιώσω αυτά που νιώθει. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα ήταν ο διαταραγμένος δολοφόνος! Έπρεπε να μπω στην ψυχολογία του, να μιλήσω σε πρώτο πρόσωπο εκ μέρους του και να περιγράψω τις σκέψεις και τα συναισθήματά του! Όσο κι αν με δυσκόλεψε αυτό, συγχρόνως με γοήτευσε κι ελπίζω να το έχω κάνει με επιτυχία.
– Αυτό που χαρακτηρίζει τη γραφή σας είναι οι μικρές, κοφτές προτάσεις, ένας μουσικός θα έλεγα, ποιητικός λόγος. Έχετε επιχειρήσει να γράψετε κάτι σε ποίημα ή στίχο;
Σε πολύ μικρότερη ηλικία είχα δοκιμάσει να γράψω ποίηση, όλοι οι συγγραφείς το έχουν κάνει νομίζω, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι. Δεν έμεινα όμως εκεί διότι δεν μπορούσα να εκφραστώ όπως ήθελα. Αγαπώ το μυθιστόρημα διότι μου δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσω χαρακτήρες, να τους αναλύσω, να τους δω να πορεύονται! Με συναρπάζει αυτό και αποτελεί τον κύριο μοχλό της γραφής μου. Η ποίηση δε μου δίνει αυτή τη δυνατότητα ή ίσως εγώ δεν έχω τη δεξιότητα να το κάνω, κι έτσι την άφησα στην άκρη από νωρίς και δεν ασχολήθηκα ποτέ συστηματικά.
– Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα το όνομά σας έγινε ιδιαίτερα γνωστό και ο κόσμος δείχνει να ανταποκρίνεται πολύ ζεστά στα υπέροχα πραγματικά μυθιστορήματά σας. Σας φοβίζει όλο αυτό, σας δημιουργεί κάποιου είδους ανασφάλεια για τη συνέχεια, για το πώς θα μπορέσετε να ανταποκριθείτε στις απαιτήσεις των αναγνωστών σας;
Κατ’ αρχάς, με χαροποιεί πολύ! Είναι ιδιαίτερα τιμητική και συγκινητική η αγάπη που εισπράττω από το αναγνωστικό κοινό και θα σας έλεγα ψέματα αν αρνιόμουν ότι με αγχώνει λίγο, όπως και κάθε καινούργια εμπειρία. Ακριβώς όπως είπατε, νιώθω τον πήχη να ανεβαίνει και αισθάνομαι ότι οφείλω να ανταποκριθώ. Δε με φοβίζει, όμως, επειδή όταν γράφω καταθέτω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου. Δεν γράφω για να ικανοποιήσω κανέναν, δεν ψάχνω να βρω τι θα μπορούσε να αρέσει και τι όχι• δεν είναι επάγγελμα για μένα η γραφή, είναι ο τρόπος που εκφράζομαι κι αυτό δεν μπορεί να μου προκαλέσει φόβο παρά μονάχα ανακούφιση.
Ιουλία Ιωάννου
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Βρέχει στη μικρή επαρχιακή πόλη. Μήνες ολόκληρους βρέχει διαρκώς νύχτα και μέρα. Κανένας δε θυμάται ξανά κάτι τέτοιο και όλοι απορούν. Πρώτα ήρθε το νερό, ασυγκράτητο ξεχύθηκε παντού, στους δρόμους, στα σοκάκια, μέσα στα σπίτια πάλευε να μπει. Ήρθε η υγρασία. Στον αέρα κάθισε, στους τοίχους, στα κόκαλα των ανθρώπων. Ήρθε κι η λάσπη, που κολλημένη πάνω στα παπούτσια τη σέρνανε μαζί τους. Η γκρίνια, η φαγωμάρα τούς κατάτρωγε. Φτάσαν στα όριά τους. Ώσπου συνήθισαν. Σιωπηλά το αποδέχτηκαν και συνέχισαν τη ζωή τους χολωμένοι. Τέλος, ήρθε και το μεγάλο κακό. Η συμφορά που αδιακρίτως χτύπησε τα σπιτικά τους. Ήρθαν οι φόνοι. Ο θάνατος.
Σάββατο μεσημέρι βρήκαν το πρώτο θύμα, τη δωδεκάχρονη Κατίνα Τσαπακίδη. Ο Αστυνόμος Σκιάδας, ανήσυχος κι εξοργισμένος, ψάχνει να βρει το «ποιος» και το «γιατί». Κι αυτά που ανακαλύπτει τον τρομάζουν. Ο Τύπος, η κοινωνία, οι ανώτεροί του, μα πάνω απ’ όλα η συνείδησή του τον καταδιώκουν. Πολλά τα πρόσωπα, πολλά τα θύματα κι ο χρόνος τον πιέζει. Χάος γύρω του, βροχή και αίμα. Καράβι ακυβέρνητο ο κόσμος και ο Θεός απών. Ή μήπως όχι;