Διαβάζοντας το βιβλίο της Σόνιας Σαουλίδου «Ο Φάρος του Κένεμπεκ», το πρώτο που σου έρχεται στο μυαλό είναι οι στίχοι του τραγουδιού «Ψυχές και σώματα στο χρόνο γυρνάνε, αλλάζουν ονόματα και πάλι από την αρχή»…


Είναι κάποια αμαρτήματα που πηγάζουν από τα πιο βαθιά ερέβη, για να σου θυμίζουν πού ανήκεις και ποιος είσαι. Ανήκεις στο κακό, είσαι γέννημά του, είσαι θρέμμα του. Έχεις το ρόλο σου σ’ αυτή τη ζωή και στην άλλη και σ’ όλες τις αιωνιότητες”.


Ένα πολύ έξυπνο και πρωτότυπο μυθιστόρημα, στο οποίο ο αναγνώστης δεν θα κουραστεί να αναζητά το χωροχρόνο που βρίσκονται οι ήρωές του, καθώς εκεί που πιστεύει ότι διαδραματίζεται η ιστορία στο σήμερα, σύντομα θα ανακαλύψει ότι συνδέεται άρρηκτα με το μακρινό παρελθόν, αλλά και πάλι οι εναλλαγές στο πώς έχουν εξελιχθεί τα γεγονότα και από ποια πλευρά τα βιώνει η πρωταγωνίστρια θα του εξάψουν ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον.


Γιατί κάποια σκοτάδια στέκουν ακλόνητα, καθρέφτες που μέσα τους αντικατοπτρίζεται το κακό“.


Είναι από εκείνα τα βιβλία που οι φανατικοί του είδους δεν θα μπορούν να αφήσουν από τα χέρια τους, θα αναζητούν συνεχώς να ανακαλύψουν πού κρύβεται η αλήθεια, εάν τα πρόσωπα που εναλλάσσονται στο απομονωμένο νησί είναι υπαρκτά ή αποκυήματα της φαντασίας της ηρωίδας ή πάλι μήπως είναι κάτι άλλο;


Εδώ, σ’ αυτό τον απομονωμένο τόπο, βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Εδώ ενώνονται το τέλος με την αρχή, οι μοίρες των ανθρώπων διασταυρώνονται με τα γεγονότα που τις καθορίζουν…


Είναι δυνατόν ένα τόσο όμορφο και επιβλητικό τοπίο να κρύβει τα πιο θανάσιμα μυστικά; Τα σπίτια του που στέκουν εκεί και προσπαθούν να αντισταθούν στη φθορά του χρόνου, άραγε, θα έρθει ποτέ η στιγμή να ξανανιώσουν την ενέργεια των αναπνοών που τα συντηρούσαν και τα κρατούσαν όρθια;
Και, τι είναι εκείνο που κρατά δέσμιες τις ψυχές των ανθρώπων ανά τους αιώνες και δεν τις αφήνει να βρουν την γαλήνη; Μπορεί να έχει ένας άνθρωπος τη δυνατότητα να επιστρέψει ώστε να διορθώσει τα λάθη που έκανε σε μια προηγούμενη ζωή και αν ναι, ποιος αποφασίζει για τον τρόπο που θα πληρώσει κάποιος για τα κρίματά του;


Ένα μυθιστόρημα που θα σας κάνει να αναρωτηθείτε γιατί έχετε την αίσθηση ότι κάτι σας θυμίζει ένα τοπίο, ένα πρόσωπο που συναντάτε, μια κατάσταση που βιώνεται… εάν φυσικά έχετε τέτοιου είδους ανησυχίες! Εάν αναζητάτε το γιατί της ύπαρξής σας και των όσων συμβαίνουν γύρω σας…
Να προσθέσω ότι το εξώφυλλο είναι πραγματικά εξαιρετικό και από τις λίγες φορές που συμβαδίζει και με το περιεχόμενο.

Μία εβδομάδα στο νησί και δεν έχω παρατηρήσει την παραμικρή κίνηση πέρα απ’ αυτές των ζώων και των πτηνών που κουρνιάζουν στη μυστικιστική αγκαλιά της Φύσης. Ακούω τα πουλιά, αφουγκράζομαι τους υπόκωφους ήχους του δάσους, παρατηρώ την ορμή του ποταμού και τις εναλλαγές του καιρού, όμως από ανθρώπινη ζωή το νησί του Κένεμπεκ μοιάζει λειψό.
Εδώ δεν υπάρχει τίποτα να κάνει κάποιος. Δεν υπάρχουν μαγαζιά, δεν υπάρχει εκκλησία, δεν υπάρχει ταχυδρομείο, δεν υπάρχει τίποτα. Υπάρχουν μόνο τα λιγοστά σπίτια που στέκουν σαν κουφάρια. Ένας παλιός φάρος σαν γέρος ερημίτης. Κι ένα νεκροταφείο, που σε βαθιές τρύπες μέσα στο νοτισμένο χώμα του είναι θαμμένοι όλοι οι πρώτοι κάτοικοι. Παλιοί κάτοικοι που άφησαν τα κόκαλά τους σ’ αυτό το νησί, μα -κάπου διάβασα- οι ψυχές τους δραπέτευσαν από τους τάφους και σκόρπισαν παντού σαν ομίχλη. Ένα σωρό υπερβολές για αλλόκοτες λευκές σκιές από ψυχές του άλλου κόσμου που τότε χορεύουν μες στο πυκνό δάσος και πότε αιωρούνται πάνω απ’ τον ποταμό δημιουργώντας παράξενους αντικατοπτρισμούς στο νερό.
Σ’ αυτή την απομονωμένη γη αγοράσαμε το καινούργιο μας σπίτι. Εγώ για να απομακρυνθώ από τις τραγικές μνήμες της απαγωγής του μωρού μας κι ο άντρας μου… από την πρώην ερωμένη του. Την Έμμα. Τη γλυκιά μου Έμμα…