Η αρχή της τριλογίας με τον τίτλο «Τα Παλιά Ασήμια» είναι ένα μυθιστόρημα με ιστορικά στοιχεία, καθώς αναφέρεται σε ό,τι προηγήθηκε και ακολούθησε τη Μικρασιατική καταστροφή, αλλά εστιάζει στην ανταλλαγή πληθυσμών του 1924. Όμως το κυρίαρχο στοιχείο της είναι η αγάπη που προσπαθεί να επιβιώσει ή να αναβιώσει, να συνεχίσει όσα άφησε μισά, να υμνήσει τη δύναμη του έρωτα!
Πώς μπορεί ένας έρωτας που γεννήθηκε πριν από ογδόντα πέντε χρόνια να βρει διέξοδο, να ολοκληρωθεί και να στεριώσει στη σημερινή εποχή, στους απογόνους που έχουν επιφορτιστεί αυτό το βαρύ φορτίο, αυτό της εξιλέωσης;

– Στο εισαγωγικό σημείωμα αναφέρετε πως βρεθήκατε στη Μονή των Παλιών Ασημιών και πως το μέρος σάς προκάλεσε «ισχυρές ψυχικές και νοητικές δονήσεις». Πιστεύετε στη μοίρα, ότι για κάποιο λόγο γίνονται όλα και για κάποιον συγκεκριμένο λόγο εσείς έπρεπε να πάτε σε αυτό το μέρος έτσι ώστε να το κάνετε γνωστό και σε εμάς μέσα από το μυθιστόρημά σας;

Tώρα πια το πιστεύω απόλυτα. Όχι τόσο όπως το διατυπώνετε, δηλαδή σε σχέση με το «μοιραίο» αλλά πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο, αυτό που συνηθίζουμε να λέμε –χωρίς να το εμβαθύνουμε όμως– πως «τίποτα δεν είναι τυχαίο».
Πήγα στην Καππαδοκία ως τουρίστρια, για να δω τον τόπο, επαναλαμβάνω με τα μάτια της τουρίστριας. Αορίστως γνώριζα την ιστορία του τόπου, αορίστως γνώριζα το θέμα της ανταλλαγής των πληθυσμών.
Η Καππαδοκία μου μίλησε από την πρώτη στιγμή και εγώ από την πρώτη στιγμή την αφουγκράστηκα. Και από αυτή τη μοιραία γνωριμία μας βγήκε μια τριλογία 2.500 σελίδων και γνώρισα σημαντικούς ανθρώπους. Όπως μου είπε και μια φίλη μου όταν της διηγήθηκα τα μεταφυσικά που μου συνέβησαν κατά τη συγγραφή της τριλογίας: «Αυτό το βιβλίο έπρεπε να γραφεί από εμένα»…

– Οι περιγραφές σας είναι συγκλονιστικές, σαν να αφηγείστε την ιστορία σας σε ένα ζωντανό ακροατήριο, η ροή του λόγου αφήνει μια πρωτόγνωρη αίσθηση πως ο αναγνώστης κρυφοκοιτάζει τα όσα του αφηγείστε με τόσο πάθος, με τόσο ρεαλισμό που ένα έτσι να κάνει θα αγγίξει με το χέρι του το μυστηριώδες τοπίο! Θα μπορούσατε να ζήσετε για πάντα σε αυτό τον τόπο, να ενταχθείτε στη διαφορετική νοοτροπία των ανθρώπων εκεί;

Μμμμ, αυτή η ερώτηση περιμένει μια υποθετική απάντηση και όπως είδατε είμαι αρκετά ρεαλίστρια. Έως πολύ. Τώρα πια η Καππαδοκία ανήκει στην Τουρκία και ασφαλώς απέχω πολύ από τη νοοτροπία αλλά και τον τρόπο ζωής του κόσμου εκεί. Δύσκολα θα ζούσα για πάντα, εξάλλου δεν πιστεύω πως υπάρχει αυτό το «για πάντα». Όμως θα μου άρεσε να ζήσω κατά τη διάρκεια ενός χειμώνα, να δω το τοπίο και τα χωριά που αγαπώ, χιονισμένα. Πιο πιθανό όμως είναι πως σε κάποια προηγούμενή μου ζωή μάλλον κάτι θα είχα ζήσει εκεί.

– Εάν είχατε τη δυνατότητα επιλογής, θα σας άρεσε να ζήσετε την εποχή των αρχών του προηγούμενου αιώνα, θα αντέχατε την καταπίεση και τη θέση της γυναίκας όπως ήταν διαμορφωμένη ή θα προτιμούσατε τη σημερινή εποχή που με τόσο παραστατικό τρόπο μας αποκαλύπτετε…

Δεν την έχω τη δυνατότητα, άρα δεν μπαίνω στη διαδικασία να το σκεφθώ. Εύκολα μπορώ να απαντήσω «όχι, δε θα το άντεχα», αλλά νομίζω πως όταν γεννιέσαι και μεγαλώνεις μέσα σε συγκεκριμένο περιβάλλον, είναι πιο εύκολο να αφομοιώσεις κάποια πράγματα. Αν ως εκ θαύματος θα βρισκόταν μια σημερινή γυναίκα σε μια οποιαδήποτε στιγμή του παρελθόντος, δύσκολα θα άντεχε. Όμως οι γυναίκες που έζησαν τότε, τη θέση τους στην οικογένεια και την κοινωνία νομίζω πως τη θεωρούσαν σχεδόν –αν όχι απόλυτα– φυσιολογική.

– Έχετε προσωπικά βιώματα που έχετε εντάξει μέσα στην ιστορία σας ώστε να γίνει πιο αληθοφανής, για παράδειγμα, ο τρόπος που περιγράφετε τη βόλτα με το αλεξίπτωτο ή την αίσθηση μέσα στο χαμάμ; Όλα είναι τόσο ρεαλιστικά που δίνουν την εντύπωση πως πρόκειται για πραγματική εμπειρία…

Τα συγκεκριμένα που θίγετε, ναι, τα έχω ζήσει και εγώ. Και με το αερόστατο πέταξα και χαμάμ έχω κάνει πολλές, πάρα πολλές φορές γιατί μου αρέσει.
Το αερόστατο ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία, μοναδική θα έλεγα και ειδικά στην Καππαδοκία επιβάλλεται, γιατί είναι ο καλύτερος τρόπος να δεις μια τεράστια έκταση με χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες διαφορετικούς γεωλογικούς σχηματισμούς.
Την εμπειρία του χαμάμ, πέρα από ανακουφιστική, χαλαρωτική και εξαγνιστική ακόμη θα τολμούσα να πω, τη βρίσκω και πολύ αισθησιακή, πράγματι.
Αλλά στην τριλογία ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΑΣΗΜΙΑ έχω ενσωματώσει και πολλές διηγήσεις απογόνων Καππαδοκών που βίωσαν διάφορες περιπέτειες.

– Μπορεί ένας δυνατός και ανεκπλήρωτος έρωτας να αντέξει μέσα στον χρόνο, να περάσει διαμέσου των αιώνων και να βρει διέξοδο σε άλλα πρόσωπα, μα με τα ίδια βιώματα; Πιστεύετε εν ολίγοις στο ταξίδι της ψυχής;

Πιστεύω σε όλα τα ταξίδια. Και του μυαλού και της ψυχής. Καθώς έχω την πεποίθηση πως η ζωή πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη είναι ένας τεράστιος, συνεχώς επαναλαμβανόμενος κύκλος, μου αρέσει να σκέφτομαι πως όλες οι ψυχές και όλες οι «ενέργειες» επαναλαμβάνουν / επαναλαμβάνουμε κάποια πράγματα. Μεταξύ αυτών και τον τρόπο με τον οποίο ερωτευόμαστε. Είναι σχεδόν γονιδιακό.

– Ποιο ζευγάρι από τα δύο που πρωταγωνιστούν στην ιστορία σας, ο Έλμερ και η Σεβαστή ή ο Άλεξ και η Έλσα, έχει κερδίσει λίγο περισσότερο χώρο μέσα στην καρδιά σας;

Μου αρέσει περισσότερο το σύγχρονο ζευγάρι, η Έλσα και ο ΄Αλεξ. Μπορεί οι πρόγονοί τους να έχουν ζήσει σαφώς σε πιο δύσκολη εποχή, τούτοι ’δω όμως, οι σύγχρονοι, έχουν περισσότερα προσωπικά θέματα. Για να το πω απλά, ενώ είναι στην ηλικία της ωριμότητας δεν έχουν βρει τον εαυτό τους. Και αυτό το βρίσκω μεγάλο και σοβαρό εμπόδιο για μια χαρούμενη ζωή.

– Στις μέρες μας υπάρχουν τόσο δυνατές ιστορίες αγάπης όσο αυτές των μυθιστορημάτων;

Η αγάπη έτσι κι αλλιώς είναι δυνατό συναίσθημα. Ανάλογα με το αν είσαι «μικρός» ή «μεγάλος» άνθρωπος βιώνεις και το αντίστοιχο κομμάτι της αγάπης που επιτρέπεις να σου αναλογεί.
Ασφαλώς και κάποια πράγματα έχουν αλλάξει· εδώ και πολλά χρόνια οι σχέσεις είναι απόλυτα ελεύθερες, οπότε ίσως αποσυνδέονται κατά κάποιο τρόπο ο έρωτας και η αγάπη.
Κατά την άποψή μου όμως, οι μεγάλες αγάπες θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο υπάρχουν άνθρωποι.

– Είχατε ολοκληρώσει την τριλογία και μετά αποφασίσατε ότι ήταν πολύ μεγάλος ο όγκος των σελίδων για ένα μυθιστόρημα ή ξεκινήσατε από την αρχή με την προοπτική να γίνει τριλογία;

Από την αρχή ήξερα πως θα είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία. 85 χρόνια και δύο παράλληλες ιστορίες θέλουν χώρο και χρόνο να αναπτυχθούν. Πίστευα όμως πως θα είναι δύο βιβλία, α΄ και β΄ μέρος, αλλά στην πορεία αντιλήφθηκα πως θα υπήρχε και τρίτο…

– Κάθε βιβλίο είναι από μόνο του ένα μαγευτικό ταξίδι, μια αναζήτηση της εσωτερικής μας γαλήνης, ένα είδος ψυχοθεραπείας…θυμάστε ακόμη το πρώτο σας βιβλίο ή έχετε ξεπεράσει πια εκείνη την αγωνία και το άγχος της πρώτης φοράς;

Είναι όπως το λέτε ακριβώς. Ψυχοθεραπεία, αυτοψυχανάλυση, ταξίδι και χαρά, όλα αυτά μαζί. Στο πρώτο βιβλίο μου δεν είχα καμία απολύτως αγωνία, ούτε ήξερα τι έγραφα, τι ήταν και κυρίως γιατί το έγραφα.
Ούτε τώρα έχω κάποιο άγχος όταν γράφω, εννοείται πως έχω ανεβάσει τον πήχη ψηλά από μόνη μου και προσπαθώ με αυτοσυγκέντρωση, συνεχή μελέτη και εξάσκηση, αλλά χωρίς άγχος, κάθε μου βιβλίο να είναι καλύτερο από το προηγούμενο. Ειδικά σαν τρόπος γραφής. Προσωπικά, αυτό με ενδιαφέρει.

Καλή επιτυχία και καλοτάξιδα να είναι «Τα Παλιά Ασήμια» και αναμένουμε με αγωνία τη συνέχειά τους!

Ευχαριστώ πολύ για τις ωραίες ερωτήσεις.

KONTZOGLOY_MAIRH
Η Μαίρη Κόντζογλου γεννήθηκε, µεγάλωσε και συνεχίζει να µεγαλώνει στη Θεσσαλονίκη.
Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήµες στο Πάντειο Πανεπιστήµιο και έχει εργαστεί σε µεγάλες ελληνικές εταιρείες, µε αντικείµενο πάντα την Επικοινωνία.
Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Το Μέλι το Θαλασσινό (2008), Περπάτα µε τον άγγελό σου (2009), Χίλιες ζωές απόψε (2013), καθώς και την τριλογία Οι μεσημβρινοί της ζωής (2011) που αποτελείται από τα βιβλία Στους ήλιους του έρωτα, Στα φεγγάρια της αλήθειας, Στη γη της αγάπης.

7108_566