Βίκτωρ Ουγκώ
Εκδόσεις Καρακώτσογλου

Μτφρ: Γεωργία Μαυρουδή.

Πρόκειται για το σπουδαίο λογοτεχνικό έργο που έγραψε σε διάρκεια δυόμισι μηνών ο 26χρονος Ουγκώ και το δημοσίευσε το 1829 αρχικά ανώνυμα. Τρία χρόνια αργότερα το ολοκληρώνει επώνυμα προσθέτοντας και έναν αναλυτικό πρόλογο στον οποίο προσδιορίζει τα κίνητρα και τον στόχο του που είναι να παραδώσει μία πιστή, συγκλονιστική περιγραφή ενός μελλοθάνατου και συγχρόνως να καταθέσει τα επιχειρήματά του για την κατάργηση της θανατικής ποινής.
Η τελική μορφή του βιβλίου περιλαμβάνει τον εκτενή πρόλογο και 49 κεφάλαια, κάποια μικρά και άλλα μεγαλύτερα.

Όντας ο ίδιος σημαντική πολιτική και λόγια προσωπικότητα του 19ου αιώνα και ως φλογερός υπέρμαχος της ελευθερίας του ανθρώπου, αφιερώνεται στην εξάλειψη της κοινωνικής δυστυχίας -οι “Άθλιοι” είναι η λογοτεχνική έκφραση αυτής της ιδέας – και στην κατάργηση της θανατικής ποινής.

Ο Ουγκώ έχοντας παρακολουθήσει ως θεατής τον αποκεφαλισμό πολλών θανατοποινιτών στη γκιλοτίνα έχει εκπλαγεί δυσάρεστα από τις “χαρούμενες και απολίτιστες” αντιδράσεις του μισάνθρωπου πλήθους καθώς και από πολλές βάρβαρες και ‘αποτυχημένες’ εκτελέσεις – όταν η λεπίδα είναι σκόπιμα ‘πειραγμένη’ για να κατηγορηθεί ο δήμιος.
Η εσωτερική αντίδραση που αισθάνεται τον οδηγεί στην καταγραφή, εν είδει ημερολογίου, των τελευταίων σκέψεων ενός εξουθενωμένου ανθρώπου που γνωρίζει την ημερομηνία και την ώρα του θανάτου του. Περιγράφει σε ένα δυνατό κείμενο τις άθλιες συνθήκες κράτησής του στη φυλακή, την απάνθρωπη μεταχείρισή του και την ηθική και σωματική εξόντωσή του.


Το έργο που προκύπτει είναι ένα βιβλίο-καταγγελία κατά της θανατικής ποινής πίσω από την ακίνδυνη περιβολή ενός λογοτεχνικού έργου, ένα βιβλίο-υπεράσπιση κάθε καταδικασμένου.
Η ιστορία διαδραματίζεται στη φυλακή Μπισέτρ του Παρισιού από τη στιγμή που απαγγέλλεται η ποινή θανάτου στον κατάδικο μέχρι την άνοδο του στο ικρίωμα πέντε εβδομάδες μετά.
Ο ανώνυμος καταδικασμένος σε θάνατο για ένα έγκλημα – που δεν ορίζεται ακριβώς αλλά αναφέρεται υπαινικτικά ως δολοφονία – αναστοχάζεται τη ζωή του καθώς περνούν τα λεπτά και χάνονται μέσα στους πέτρινους τοίχους του στενού κελιού σε μία αγωνιώδη αντίστροφη μέτρηση.


<<Βλέπει τον κόσμο από απόσταση, από τις χαραμάδες μιας αβύσσου.>>


Συνειδητοποιεί ότι η δική του ασήμαντη τραγικότητα δεν επηρεάζει στο ελάχιστο την αρμονία και τη λειτουργία του έξω κόσμου.
Καταγράφει σε φύλλα χαρτιού τη συναισθηματική του κατάσταση, τη σχέση του με τον συγκρατούμενό του, με τον δεσμοφύλακα και τον ιερέα της φυλακής, περιγράφει το κελί του και τις γραφές στους τοίχους σαν κάτι ζωντανό, συνειδητοποιεί ότι είναι χαμένος, δεν νιώθει πια άνθρωπος και οραματίζεται ότι ήδη έχει ‘φύγει’ από τον κόσμο των ζωντανών. Βιώνει το τρομακτικό βασανιστήριο της αγωνίας του θανάτου.

<<Είτε το αίμα κυλά σταγόνα με τη σταγόνα, είτε η λογική χάνεται σκέψη με τη σκέψη, το ίδιο αποτέλεσμα δεν έχει;>>

Είναι τόσο ζωντανή η φρίκη που περιγράφεται στο κείμενο ώστε σχεδόν παρασύρει τον αναγνώστη στο να ταυτιστεί, να συμπαθήσει, να αποδεχτεί την ανθρωπιά του κατάδικου και να αναρωτηθεί για τη δική του….
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, σχεδόν προφορική και στοχεύει απευθείας στα συναισθήματα του αναγνώστη επιστρατεύοντας περιγραφές ζωντανές, εικόνες με χρώματα από φως και σκοτάδι, ποιητικές εκφράσεις λυρισμού για τον πόνο και το παράπονο και αγωνιώδεις σκέψεις για την μάταιη ελπίδα απονομής χάριτος και την απελπισία της άρνησης που ακολουθεί.
Ο μελλοθάνατος έχοντας στα χέρια του χαρτί και μελάνι καταγράφει τους συλλογισμούς και τα παθήματα του με την ελπίδα να διαβαστούν από τους δικαστές και αργότερα από την τρίχρονη κόρη του, η οποία σε μία επίσκεψή της στη φυλακή δεν τον αναγνωρίζει – αφού της έχουν πει ότι ο πατέρας της έχει πεθάνει – οδηγώντας τον σε άμετρη οδύνη.
Εδώ ο Ουγκώ θέλει να καταδείξει ότι η θανατική ποινή στερεί οριστικά ένα άτομο από τα αγαπημένα του πρόσωπα και την οικογένειά του χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προσφέρει ικανοποίηση στο θύμα, ενώ αντιθέτως αφήνει πολλά ακόμη αθώα θύματα (παιδιά) ‘τιμωρημένα’ αδίκως πίσω. Εξάλλου δεν έχει αποδειχθεί ότι η θανατική ποινή είναι αποτρεπτική στο να γίνονται καινούργια εγκλήματα λόγω παραδειγματισμού.

<<Η κοινωνία κάνει εν ψυχρώ ακριβώς αυτό για το οποίο κατηγορεί τον κατηγορούμενο.>>

Ωστόσο, η θανατική ποινή εξυπηρετούσε πολλές φορές και πολιτικά συμφέροντα καθώς ήταν προτιμότερο να απαλλαγούν μιά για πάντα από ένα ενοχλητικό άτομο, παρά να το κλείσουν στη φυλακή.
Τα εγκλήματα που οδηγούσαν στη λαιμητόμο ήταν συνήθως ακρωτηριασμοί, πατροκτονίες, δηλητηριάσεις, δολοφονίες, εγκλήματα πάθους αλλά μαζί με τον καταδικασμένο χάνονταν και οι σκέψεις, τα αίτια και τα κίνητρα των εγκλημάτων.
Η γκιλοτίνα τα εξαφανίζει όλα ενώ αντιθέτως ο ισοβίτης θα μπορούσε να ομολογήσει και άλλα πιθανά εγκλήματα κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, τα οποία γίνονται ανομολόγητα με τη θανατική ποινή.
Για τον Ουγκώ, το να παίζεις με τη ζωή και το θάνατο σημαίνει ότι αρνείσαι ασεβώς τη μεγάλη τους αξία.

<<Η κοινωνία δεν πρέπει να τιμωρεί ώστε να εκδικείται, αλλά οφείλει να διορθώνει ώστε να βελτιώνεται.>>

Θεωρεί ότι το έγκλημα δεν πρέπει να τιμωρείται από τους ανθρώπους με ένα ακόμη έγκλημα και ότι η τιμωρία πρέπει να επαφίεται μόνο στο Θεό.
Σχολιάζει με λεπτή ειρωνεία τα οράματα του μελλοθάνατου που φέρνουν πίσω στη γη τα φαντάσματα εκείνων που πέθαναν από βίαιο θάνατο αποκαλύπτοντας τη μεταθανάτια αγωνία του.
Το πιο δυνατό απόσπασμα του βιβλίου είναι φυσικά το τελευταίο, της κορύφωσης.
Είναι οι στιγμές στη φυλακή λίγο πριν οδηγηθεί στην πλατεία για την εκτέλεση.
Είναι η σκηνή του ανθρώπινου πλήθους γύρω από το ικρίωμα που φωνάζει, χειρονομεί και βιάζεται. Είναι οι άνθρωποι που μπορούν ακόμη και να πληρώσουν για να δουν από κοντά τους καταδικασμένους στην κλούβα και να πάρουν τις καλύτερες θέσεις για να παρακολουθήσουν το τραγικό θέαμα.


Είναι η προετοιμασία και το λάδωμα της τρομακτικής μηχανής, της γκιλοτίνας καθώς και η “περιποίηση” του μελλοθάνατου που περιλαμβάνει κούρεμα, εξομολόγηση και τελευταία επιθυμία.
Είναι όλοι εκείνοι που θεωρούν ότι ο αποκεφαλισμός είναι ένας πολύ απλός και ανώδυνος τρόπος θανάτου, αλλά δεν έχουν βρει μία λέξη για να ονοματίσουν την αγωνία των εβδομάδων του εγκλεισμού που κορυφώνεται την τελευταία ώρα…
Το βιβλίο εκτός των άλλων προσφέρει στους φιλίστορες αναγνώστες και μία γλαφυρή αναδρομή στο Παρίσι του 1830 – η αφορμή δίνεται από τις μετακινήσεις του μελλοθάνατου μεταξύ φυλακής και δικαστηρίου – με το όμορφο αστικό περιβάλλον, τις γραφικές εξοχές, τα μνημειώδη κάστρα και τις περίεργες για εμάς συνήθειες και ιδέες – η 64χρονη μητέρα του κατάδικου αναφέρεται ως υπέργηρη…
Ένα εντυπωσιακό μάθημα γραφής και ανθρωπιάς από τον κορυφαίο δημιουργό που ανεβάζει παλμούς!
Κάθε κεφάλαιο κι ένα χαστούκι στη συνείδηση εκείνων που στηρίζουν τη θανατική ποινή ως μέτρο εξυγίανσης της κοινωνίας.

<<Νομίζω ότι ανεβαίνουν τα σκαλιά! Τέσσερις η ώρα!>> ΤΕΛΟΣ.

Victor Hugo
Ο Βίκτωρ Ουγκώ ( Victor Marie Vicomte Hugo) (26 Φεβρουαρίου 1802 – 22 Μαΐου 1885) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός, ο πλέον σημαντικός και προβεβλημένος εκπρόσωπος του κινήματος του γαλλικού ρομαντισμού. Από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του αντιλήφθηκε το λογοτεχνικό του ταλέντο και ξεκίνησε τις μεταφράσεις έργων από τα λατινικά καθώς και δικές του πρωτότυπες ποιητικές εργασίες. Η αξία του αναγνωρίστηκε σύντομα μέσα στο γαλλικό ακαδημαϊκό κύκλο αλλά και στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ταυτόχρονα ασχολήθηκε με την πολιτική μεταλλασσόμενος βαθμιαία από φιλομοναρχικό συντηρητικό σε ριζοσπάστη δημοκρατικό. Την τελευταία περίοδο της ζωής του γνώρισε τη λατρεία του γαλλικού έθνους, ταυτιζόμενος με την ίδια τη Γαλλία, όπως ο ίδιος έλεγε στο ποίημά του “Lettre a une femme” (Γράμμα σε μία γυναίκα): “Je ne sais plus mon nom, je m’appelle Patrie!” (Δε γνωρίζω πλέον το όνομά μου, ονομάζομαι Πατρίς). Προ πάντων, όμως, ως ο μεγαλύτερος Γάλλος συγγραφέας του άμεσου μετεπαναστατικού περιβάλλοντος, ήταν ο ποιητής του νέου κόσμου, ο προφητικός, παραισθησιακός φιλόσοφος και μυθοπλάστης μιας ριζικά νέας εποχής.