JON FOSSE
Εκδόσεις Gutenberg
Ο Νορβηγός συγγραφέας Γιον Φόσσε (Jon Fosse), διάσημος κυρίως για την θεατρική παραγωγή του πριν γίνει μυθιστοριογράφος, έχει μπει τα τελευταία χρόνια στη λίστα των υποψηφίων για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Διακρίνεται για την ιδιαίτερη, εντελώς προσωπική προσέγγισή του στη συγγραφή μυθοπλασίας καθώς χρησιμοποιεί μεγάλους μονολόγους, φράσεις ανολοκλήρωτες και επαναλαμβανόμενες, στοιχεία θεατρικής φόρμας στους διαλόγους και κείμενο συνεχόμενο σαν μία πρόταση εκατοντάδων σελίδων που κλείνει με μία και μοναδική τελεία. Όσο για τα θέματα που αγγίζει, <<Εγώ γράφω για το τίποτα που σημαίνει δύο θέματα, αγάπη και θάνατος>>, αναφέρει ο ίδιος σε συνέντευξή του.
“ΤΟ ΑΛΛΟ ΟΝΟΜΑ” είναι ο πρώτος τόμος του τρίτομου έργου “Επταλογία” και αποτελείται από δύο μέρη. Οι άλλοι δύο τόμοι είναι: “Εγώ είμαι ένας άλλος” και “Ένα καινούριο όνομα” αποτελούμενοι από τρία και δύο μέρη αντίστοιχα.
Γραμμένο σε αργή, λιτή αφήγηση που ρέει ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν του ήρωά του, με επαναληπτικότητα στην έκφραση που εναλλάσσεται από πρωτοπρόσωπη σε τριτοπρόσωπη, “Το άλλο όνομα” οδηγεί τον αναγνώστη σε μια βαθιά εξερεύνηση του ανθρώπινου υποσυνείδητου μέσα από τους διαλογισμούς του ήρωα που φωτίζουν τη θολή ταυτότητά του και τη σκιά του.
Η αφήγηση ακολουθεί τις ζωές δύο ανδρών (ή μήπως ενός;) με το ίδιο όνομα και τα ίδια βιώματα που ζουν σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλο στις δυτικές ακτές των νορβηγικών φιόρδ.
Ο πρώτος Άσλε, ο αφηγητής, είναι ένας ηλικιωμένος ζωγράφος, έχει χάσει πρόωρα τη γυναίκα του Άλες, -αρχίζει ήδη το νοητικό παιχνίδι του αναγραμματισμού των ονομάτων-, δεν έχει αποκτήσει παιδιά και λίγες μέρες πριν τη χαραυγή του νέου χρόνου στέκεται μπροστά στον τελευταίο πίνακα που φιλοτέχνησε. Έχει σχεδιάσει δύο γραμμές που απεικονίζουν έναν σταυρό, μάλλον τον Σταυρό του Αγίου Ανδρέα, και πιθανόν συμβολίζουν τις δύο εκδοχές ζωής του Άσλε, ή την ζωή των δύο Άσλε…
<<Και με βλέπω που στέκομαι και κοιτάζω τον πίνακα με τις δύο γραμμές, μία μοβ και μία καφέ που συναντιούνται στη μέση [………] και σκέφτομαι ότι αυτό δεν είναι πίνακας, αλλά και πάλι ο πίνακας είναι όπως θα έπρεπε, έχει τελειώσει, δεν του λείπει τίποτα, σκέφτομαι, και σκέφτομαι…..>>
Στέκεται συλλογισμένος προσπαθώντας να διαχωρίσει το κρυφό μήνυμα που απεικονίζεται στον πίνακα, από τις μνήμες που του ανακαλεί και ήδη η αντιληπτικότητα του αναγνώστη αρχίζει να ακροβατεί ανάμεσα στο τι βιώνει πραγματικά ο Άσλε και τι είναι απλώς μια βαθιά χαραγμένη ανάμνηση. Έχει την εμμονική βεβαιότητα ότι, οτιδήποτε τον έχει σημαδέψει στη ζωή μένει σαν ανεξίτηλη εικόνα μέσα του που μόνο αν την ζωγραφίσει με εκείνο το “αόρατο φως που βγαίνει μέσα από το σκοτάδι” θα λυτρωθεί.
Ζωγραφίζει σε ημίφως και όταν τελικά καταφέρει να συλλάβει και να αναπαραστήσει εκείνο το “αόρατο φως”, τότε θεωρεί ένα πίνακα ολοκληρωμένο οπότε είναι έτοιμος να διαγράψει από μέσα του την τραυματική μνήμη που τον ενέπνευσε.
Είναι φύσει μοναχικός, ζει στην εξοχή στο παλιό του σπίτι με μοναδική συντροφιά τον φίλο και γείτονά του Όσλεϊκ, έναν εργένη, ντόπιο αγρότη και ψαρά με τον οποίο περνούν τις μέρες τους κάνοντας μακρές, ατελέσφορες συζητήσεις.
<<Τον Όσλαϊκ ποτέ δεν τον πολυσυμπάθησα αλλά κατά παράδοξο τρόπο, γι’ αυτό τον συμπαθώ.>>
Συναντιέται αραιά με τον γκαλερίστα Μπάιερ που ζει στο Μπέργκεν, μία μικρή παραθαλάσσια πόλη που απέχει λίγες ώρες μακριά από το σπίτι του, ο οποίος του διαθέτει την γκαλερί για να εκθέτει τα διάσημα πλέον έργα του.
Έχει τελειώσει οριστικά με τον εθισμό του στο αλκοόλ και έχει προσηλυτιστεί μετά από επίμονη προτροπή της συζύγου του στον Καθολικισμό – μειονοτική θρησκεία στη Νορβηγία- χωρίς όμως να υποπέσει στην θρησκοληψία. Η προσωπική του αντίληψη για τον Θεό είναι ότι πρόκειται κυρίως για “γνώση” και όχι “πίστη”, δίνοντας έτσι αφορμή στο συγγραφέα να μας χαρίσει κάποιες από τις πιο ωραίες σκηνές εκστατικού διαλογισμού όπου ο Άσλε μετρώντας τους κόμπους του ροζάριο ψιθυρίζει λατινικά και εκκλησιαστικά παραθέματα εν είδει προσευχής.
Το ζωηρό ενδιαφέρον και οι προβληματισμοί του σχετικά με την τέχνη της ζωγραφικής έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την αδιαφορία και την ολιγάρκεια που χαρακτηρίζει την καθημερινότητά του. Έχοντας στο σπίτι του τον απολύτως απαραίτητο εξοπλισμό κάνει περιστασιακά ψώνια από το παντοπωλείο της πόλης και χαίρεται, όπως ομολογεί, με πολύ λίγα πράγματα. Μοναδική φιλοδοξία της ζωής του είναι η ετήσια έκθεση των έργων του στην γκαλερί του Μπάιερ.
Κάνει συνεχώς σκέψεις και ταξίδια μνήμης στο παρελθόν που αποτυπώνονται στο κείμενο με την αγχωτική παλινδρόμηση ροής που έχουν οι σκέψεις ενός χαοτικού, βασανισμένου μυαλού.
<<Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι, στη γυναίκα και το παιδί μου [……..] παιδιά μαζί ποτέ δεν κάναμε, μόνο οι δυο μας ήμασταν…>>
Στην ίδια παραθαλάσσια πόλη Μπέργκεν ζει και ο “άλλος” Άσλε. Είναι ένας μάλλον άσημος ζωγράφος, καταθλιπτικός, αλκοολικός, παντρεμένος δύο φορές και χωρισμένος, αποξενωμένος από τα παιδιά του, ο οποίος ζει μόνος με τον σκύλο του και θέλει διακαώς να καταφέρει κάποια στιγμή να δώσει τέλος στη ζωή του, εκεί, στην ακτή του φιόρδ όπου μένει. Είναι καθημερινά αναίσθητος με τρομώδη ρίγη, σχεδόν ετοιμοθάνατος από το πιοτό, ανίκανος να αντιληφθεί την αγωνία και το ενδιαφέρον του πρώτου Άσλε που είναι φίλος του και του συμπαραστέκεται. Είναι εκείνος που θα τον σώσει από βέβαιο θάνατο όταν τον βρίσκει πεσμένο μπρούμυτα μέσα στο χιόνι μπροστά στα σκαλοπάτια μιας γυναίκας η οποία έχει αμφιλεγόμενο ρόλο μέσα στην πλοκή.
Οι ζωές τους προσομοιάζουν στα σημεία καθώς και οι δύο προβληματίζονται για τα ίδια θέματα όπως η τέχνη τους, η απώλεια, η μοναξιά τους και συχνά πυκνά ο Θεός τους, ενώ ο συγγραφέας εμβόλιμα καταγράφει απλές, συνηθισμένες ασχολίες τους όπως οδήγηση, περπάτημα στη φύση, μαγείρεμα καθώς και περιγραφές υπέροχων νορβηγικών τοπίων αποφορτίζοντας το κείμενο και χαρίζοντάς του την ομορφιά της αλήθειας των απλών, μικρών συμβάντων.
Οι λέξεις “νομίζω” και “νομίζει” κυριαρχούν στο κείμενο όταν ο Άσλε είναι χαμένος στις αναμνήσεις του και οι λέξεις “ναι”, “λέω”, “λέει”, όταν αναφέρεται στο παρόν και σε διαλόγους. Η τακτική αυτή δίνει εξ αρχής στον αναγνώστη την εντύπωση ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής του ήρωα, αλλά με πιο προσεκτική ματιά στην γεωμετρία του κειμένου αντιλαμβάνεται ότι συνιστούν και εργαλεία συγγραφικής τεχνικής που διαχωρίζουν προτάσεις και νοήματα.
Το κείμενο στο σύνολό του διαπνέεται από υποβλητική συναισθηματική ένταση ενώ ουσιαστικά απουσιάζει η δράση και μάλιστα αποκτά την γοητεία της ταύτισης όταν κάποια σημεία του γίνονται αφορμή να ανασύρει ο αναγνώστης αδρανείς μύχιες σκέψεις του, ταυτόσημες με εκείνες του ήρωα.
Για τους μη εξοικειωμένους με το στυλ γραφής του δημιουργείται αρχικά μία δυσφορία η οποία όμως, -αν επιμείνουν να αναμετρηθούν με την πρόκληση της ‘γνωριμίας’ με τον συγγραφέα- μεταλλάσσεται σε συναρπαστική αναγνωστική εμπειρία.
Συμπερασματικά πρόκειται για ένα βιβλίο-πρόκληση, ιδιαίτερο, προικισμένο με την αδιαμφισβήτητη ποιότητα των εκδόσεων Gutenberg , με ένα εικαστικό εξώφυλλο υπέροχα σημειολογικό και με την εξαιρετική μετάφραση του Σωτήρη Σουλιώτη, το οποίο απαιτεί μεν ανάγνωση βαθιά ερμηνευτική, αποζημιώνει όμως τον αναγνώστη που αναμετρήθηκε μαζί του οδηγώντας τον σε κατάσταση αναμονής των επόμενων βιβλίων της Επταλογίας.
Βιογραφικό
Ο Jon Fosse (Γιον Φόσσε) γεννήθηκε το 1959 στο Haugesund της Νορβηγίας και ζει σήμερα στο Grotten, μια κατοικία που παραχωρεί ο βασιλιάς της Νορβηγίας στη σημαντικότερη προσωπικότητα του πολιτισμού της χώρας.
Σπούδασε συγκριτική λογοτεχνία και δίδαξε στην Ακαδημία Δημιουργικής Γραφής στο Hordaland. Το 1983 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα “Κόκκινο, μαύρο” το οποίο ακολούθησαν πληθώρα άλλων μυθιστορημάτων, ποιητικών συλλογών, δοκιμίων και παιδικών βιβλίων. Το 1994 έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο “Και δε θα χωρίσουμε ποτέ”, που ανέβηκε στην Εθνική Σκηνή του Bergen. Ακολούθησαν τα: “Κάποιος θα έρθει”, “Το παιδί”,
“Το όνομα”, για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο ‘Ιψεν,
“Η νύχτα τραγουδά τα τραγούδια της”, “Όνειρο φθινοπώρου”, “Μια μέρα καλοκαιριού”, “Παραλλαγές θανάτου”, “Χειμώνας”, “Τόσο όμορφα”, “Κορίτσι στον καναπέ” και πολλά άλλα.
Τον Αύγουστο του 2000 του απονεμήθηκε το Θεατρικό Βραβείο του Βορρά και τον Δεκέμβριο του 2003 χρίστηκε Ιππότης της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής.
Το μινιμαλιστικό και υπερ-νατουραλιστικό ύφος του Φόσσε ανανέωσε ριζοσπαστικά το τοπίο της Νορβηγικής δραματουργίας.
Βραβεία: Prix Européen de Littérature, Strasbourg 2014
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.