Συγγραφείς του βιβλίου Έχεις ήδη πεθάνει – Εκδόσεις Ελληνοεκδοτική
Συνέντευξη με τον Θάνο Τσίλη στη Μαρία Τσακίρη

Να και κάτι διαφορετικό στον κόσμο των εκδόσεων! Ένα βιβλίο μεγάλων διαστάσεων που όταν το ανοίγεις διαπιστώνεις πως πρόκειται για ένα καλοδουλεμένο κόμικ. Το υπογράφουν οι Θάνος Τσίλης και Φραγκίσκος Ν. (Νικολαΐδης) και χαίρεσαι να ταξιδεύεις μέσα από τις δυνατές εικόνες και τους έξυπνους διαλόγους τους, στη δεκαετία του ’50. Πρόκειται για μια ιστορία μυστηρίου που εκτυλίσσεται στη μεταπολεμική Αθήνα και στην πλοκή του βλέπουμε τις τρεις λέξεις του τίτλου να τις λαμβάνουν σε σημείωμα κάποια πρόσωπα που στη συνέχεια βρίσκονται νεκρά. Φως στο μυστήριο καλείται να ρίξει ο γοητευτικός ντετέκτιβ Μάνος Βρεττός. Όπως λέει στο Vivlio-life o Θάνος Τσίλης «Έχει υπηρετήσει την χώρα του στον πόλεμο του 1940, έχει υπηρετήσει μετέπειτα στην αστυνομία προσπαθώντας για το καλύτερο που μπορεί, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπος με την αναξιοκρατία του συστήματος κι έτσι αποφασίζει να παραιτηθεί και να πάρει τον δικό του δρόμο. Από εκείνο το σημείο ξεκινάει η ιστορία μας».

Είναι πολλές οι εκπλήξεις που κρύβει το νουάρ ελληνικό “Έχεις ήδη πεθάνει” που συνυπογράφετε με τον Φραγκίσκο Νικολαΐδη. Εκτός από το μέγεθος του βιβλίου που είναι εντυπωσιακό, ξεφυλλίζοντάς το δεν μπορείς παρά να χαμογελάσεις με τη διαπίστωση πως πρόκειται για κόμικ! Εξαρχής είχατε συμφωνήσει πως το βιβλίο σας θα έχει τη μορφή εικονογραφήματος;
Ναι φυσικά! Είμαι σκιτσογράφος, αυτός είναι ο τρόπος μου και το αγαπημένο μου μέσο για να διηγούμαι ιστορίες.
Το συγκεκριμένο κόμικ, το είχαμε σκεφτεί σαν συνοδευτικό ενός ηλεκτρονικού παιχνιδιού τύπου escape room, όμως τελικά αποφασίσαμε να το ολοκληρώσουμε σαν ιστορία σε ένα διήγημα κόμικ, “graphicnovel” όπως το αποκαλούν συνήθως οι άνθρωποι του χώρου.

Μια αστυνομική ιστορία μυστηρίου που εκτυλίσσεται στη μεταπολεμική Αθήνα, στα τέλη του 1950. Να είναι, άραγε, αυτός ο χρονικός προσδιορισμός ο λόγος της ασπρόμαυρης απόδοσης των σκίτσων;
Αυτό ακριβώς, θέλαμε να κάνουμε μια αισθητική “Noir” αλλά σε ελληνικό περιβάλλον, γι αυτό και το αποκαλούμε “Νουάρ ελληνικό”.

Το “Περίπτερον”, o ευγενικός θυρωρός, το καπέλο στους άντρες, οι δραχμές, ακόμη και τα μικρόφωνα και τα τηλέφωνα μας ταξιδεύουν σ’ εκείνη τη δεκαετία. Γιατί την επιλέξατε;
Για δυο λόγους, ο πρώτος για την ας πούμε “νοσταλγία” ή καλύτερα να πω περιέργεια για μια εποχή που εμείς δεν ζήσαμε αλλά βλέπουμε μόνο σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες, και δεύτερος γιατί στη δική μας περίπτωση εξυπηρετεί την ιστορία. Αν ήμασταν στην σύγχρονη εποχή και στην σημερινή τεχνολογία ή υπόθεση θα είχε λυθεί γρήγορα. Όσοι το διαβάσουν ενδεχομένως θα καταλάβουν τι εννοώ.

Τις τρεις λέξεις του τίτλου σας τις λαμβάνουν σε σημείωμα «κάποια πρόσωπα που λίγο αργότερα βρίσκονται νεκρά…» Και κάπως έτσι ξεκινά το… μυστήριο. Δώστε μας μια γεύση της πλοκής.
Ουσιαστικά αυτή είναι η υπόθεση, κάποια πρόσωπα που σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο γεγονός, δέχονται από ένα σημείωμα που αναγράφει “έχεις ήδη πεθάνει” και μετά από κάποιες μέρες βρίσκονται νεκρά με απροσδιόριστο τρόπο. Αυτή την υπόθεση καλείται να λύσει ο δικός μας ήρωας ο Μάνος Βρεττός. Αυτά είναι όσα μπορώ να πω χωρίς να προδώσω την ιστορία για όσους δεν το έχουν διαβάσει.

Μάνος Βρεττός. Γοητευτικός και ερωτεύσιμος τύπος, ο ντεντέκτιβ που καλείται να εξιχνιάσει την υπόθεση. Συνήθως αυτοί οι τύποι έχουν και κάτι ιδιαίτερο στη συμπεριφορά τους που κάνει τους άλλους είτε να τον συμπαθήσουν είτε να τον μισήσουν. Ο δικός σας;
Ο δικός μας χαρακτήρας είναι ένας άνθρωπος θαρραλέος, ικανός, και ευφυής, όπου όμως έχει την σκοτεινή πλευρά του, φέρει τον πόνο της απογοήτευσης απέναντι στο σύστημα. Έχει υπηρετήσει την χώρα του στον πόλεμο του 1940, έχει υπηρετήσει μετέπειτα στην αστυνομία προσπαθώντας για το καλύτερο που μπορεί, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπος με την αναξιοκρατία του συστήματος κι έτσι αποφασίζει να παραιτηθεί και να πάρει τον δικό του δρόμο. Από εκείνο το σημείο ξεκινάει η ιστορία μας.

Είναι οι διάλογοι μεταξύ των πρωταγωνιστών; Η εικόνα που τους συνοδεύει ή αυτό που αφήνετε να αιωρείται στη φαντασία του αναγνώστη είναι το μυστικό για ένα καλό κόμικ;
Όλα μαζί πιστεύω. Το πώς θα συνδυαστούν για να αναδειχθεί αφηγηματικά η ιστορία.

Τα εικονογραφήματα θεωρούνται ένα λογοτεχνικό είδος ευκολοδιάβαστο. Κάποιοι πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο, επειδή ο αναγνώστης δε διαβάζει απλά αλλά συμμετέχει ενεργά στην ιστορία. Εσείς τι πιστεύετε;
Για μένα είναι ένα αγαπημένο είδος. Η εικόνα μπορεί να γοητεύσει και έχει να πει πολύ περισσότερα από ένα κείμενο και πολύ πιο άμεσα, αν υλοποιηθεί φυσικά με ανάλογο τρόπο.

Πώς φθάσαμε από τα Μίκυ Μάους στα κόμικς και πως από παραλογοτεχνία μιλάμε σήμερα για ένατη τέχνη; Όπως και να το κάνουμε η απόσταση μεταξύ τους είναι μεγάλη…
Όπως σε όλα τα καινούρια πράγματα που μπαίνουν στη ζωή μας, το “status quo” προσπαθεί να διατηρήσει το παρόν κατεστημένο και να σνομπάρει οτιδήποτε πάει να εμπλακεί μέσα στα λημέρια του: με τον καιρό όμως έρχεται η αναγνώριση που αξίζει σε οτιδήποτε έχει πραγματική αξία. Φυσικά υπάρχουν καλά και κακά προϊόντα στο είδος όπως και σε κάθε είδος. Μια και αναφέρατε δε τα Μίκυ Μάους, να πω ότι προσωπικά τα αγαπώ πολύ, μεγάλωσα με αυτά και τα έχω σε μεγάλη εκτίμηση.

Πάντα αναρωτιόμουν γιατί τα κειμενάκια-διάλογοι των κόμικς γράφονται με κεφαλαία γράμματα…
Το ίδιο κι εγώ! Είναι νομίζω μία παράδοση από τα πρώτα κόμικς που τυπώθηκαν έτσι επειδή ήταν πιο ξεκάθαρα στην απόδοση τα γράμματα από τα εκτυπωτικά μηχανήματα της εποχής. Δεν είναι απαγορευτικό να είναι και με πεζά γράμματα, αλλά οι περισσότεροι από εμάς, το έχουμε απλά συνηθίσει έτσι. Επειδή δεν είμαι και πολύ ειδικός με την ιστορία των κόμικς όμως, ελπίζω να μην έπεσα πολύ έξω!

Ποια κόμικς διαβάζατε στα μαθητικά σας χρόνια;
Στα πρώτα μου χρόνια, Μίκυ Μάους, εκείνα που ήταν γεμάτα με ιστορίες Ντόναλντ και τα ανιψάκια του. Μετέπειτα Αστερίξ, Λούκυ Λουκ, Τεν Τεν, και πιο μετά και λίγο Αμερικάνικα κόμικ με σούπερ ήρωες, μέχρι που ανακάλυψα τις ανεξάρτητες Ευρωπαϊκές παραγωγές, κυρίως την Γαλλική σκηνή. Γενικώς, δεν είμαι πολύ ένθερμος αναγνώστης των στάνταρ Αμερικανικών κόμικς από τις κλασικές μεγάλες εταιρίες, μου αρέσουν οι ανεξάρτητες δημιουργίες, έχουν πάντα κάτι ενδιαφέρον να πούνε και καλλιτεχνικά και αφηγηματικά καθώς ο εκάστοτε καλλιτέχνης είναι ελεύθερος να εκφραστεί. Τέτοιου τύπου κόμικ είναι και το δικό μας.

Αν θα δίνατε διάρκεια στη συνεργασία σας θα σκεφτόσασταν να συνεχίσετε με την ίδια πετυχημένη συγγραφική “συνταγή”;
Φυσικά, το έχω πάντα στο πίσω μέρους του μυαλού μου και αν μας δοθεί η ευκαιρία, χρονικά κυρίως, θα χαιρόμασταν να κάνουμε κι άλλα “νουάρ ελληνικά”.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Στη μεταπολεμική Αθήνα, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο ντετέκτιβ Μάνος Βρεττός αναλαμβάνει την πιο περίεργη υπόθεση της καριέρας του: μυστηριώδεις εξαφανίσεις, ένοχα μυστικά και σημειώματα με την αινιγματική φράση «Έχεις ήδη πεθάνει», με αποδέκτες πρόσωπα που λίγο αργότερα βρίσκονται νεκρά…
Σ’ έναν κόσμο όπου οι φίλοι αποδεικνύονται εχθροί και οι εχθροί καταλήγουν απρόσμενοι σύμμαχοι, ο Βρεττός παλεύει να αποκαλύψει την αλήθεια, μια αλήθεια που ίσως αποδειχθεί πιο πολύπλοκη και επικίνδυνη απ’ όσο έχει ποτέ φανταστεί

Βιογραφικό
Σχεδιαστής, Εικονογράφος και επικίνδυνος κομικογράφος.
Ο Θάνος Τσίλης γεννήθηκε στην Αθήνα και από μικρή ηλικία αγαπούσε τα κόμικς. Σπούδασε γραφιστική, εικονογράφηση, και κινούμενο σχέδιο. Έχει μια πολυποίκιλη καριέρα, έχοντας εργαστεί ως σχεδιαστής storyboard, εικονογράφος βιβλίων αλλά και σχεδιαστής και animator εφαρμογών ηλεκτρονικής ψυχαγωγίας από το 2001 μέχρι σήμερα. Αν απαριθμούσε τα Project που έχει κάνει ένα- ένα, τότε το βιογραφικό αυτό θα ανταγωνιζόταν το κόμικ σε μέγεθος. Παρ’ όλα αυτά, πάντα είχε στο μυαλό του να δημιουργήσει δικά του κόμικς. Και η ώρα αυτή έφτασε, οι πλανήτες ευθυγραμμίστηκαν και το Νουάρ Ελληνικό έγινε! Είναι μια από τις πρώτες του προσπάθειες. Ένα graphic novel που συνδυάζει το μυστήριο με την αγαπημένη του πόλη, εκείνη όπου μεγάλωσε, την Αθήνα, σε μία ιστορική περίοδό της την οποία δεν βίωσε ο ίδιος, αλλά θέλησε να αναβιώσει μέσα από τα σκίτσα του.